
Γράφει ο Νίκος Βοματίδης
Τις τελευταίες δεκαετίες παρακολουθούμε με προσήλωση τις μεταλλαγές που συμβαίνουν εντός του Ευρωπαϊκού κορμού και πιο συγκεκριμένα στη χώρα μας.
Μία από τις μεταλλαγές αυτές είναι και η επαναφορά του ζητήματος του υπαρκτού ή μη κινδύνου του Ισλάμ στο προσκήνιο τόσο λόγω της ανόδου της τρομοκρατίας από κάποιες ακραίες ισλαμικές οργανώσεις, όσο και λόγω της αύξησης του πληθυσμού των μεταναστευσάντων μουσουλμάνων.
Οι λόγοι και οι αιτίες αυτών των δύο φαινομένων είναι πάμπολλες και δεν μπορούν να αναλυθούν σε ένα μικρό κείμενο αλλά αντιθέτως χρειάζεται μία ολόκληρη μελέτη. Σε μέσες γραμμές όμως μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι δεν οφείλονται σε κάποιο «υποχθόνιο σχέδιο κάποιων σκοτεινών κέντρων» αλλά αντιθέτως είναι απόρροια των επεμβάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στις περιοχές αυτές, καθώς επίσης και των άθλιων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που υπάρχουν σε αυτά τα κράτη, πολλά από τα οποία μην ξεχνάμε ότι δημιουργήθηκαν τεχνηέντως από τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις ως «αναγκαίο κακό».
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες λοιπόν εντάσεις κατά του «σταυροφόρου κατακτητή που ήρθε από τη Δύση» είναι δικαιολογημένες, όπως δικαιολογημένοι ήταν κάποτε οι αγώνες ανεξαρτησίας κατά των αυτοκρατοριών και των αποικιοκρατικών δυνάμεων, την καταπίεση των οποίων έχουμε βιώσει σαν Έλληνες στο πετσί μας άπειρες φορές με τελευταία περίπτωση αυτή της Κύπρου.
Επιπροσθέτως, όσο και να μας είναι δυσάρεστο «δικαιολογημένες» είναι επίσης και οι μεταναστεύσεις, παράνομες ή μη, στον «άπιστο κόσμο» της Δύσης αυτών των πληθυσμών, οι οποίοι όμως αντικειμενικά και σε μεγάλο ποσοστό δεν αλλάζουν ταυτότητα ερχόμενοι στη χώρα μας, αλλά αντιθέτως παραμένουν πιο «συντηρητικοί» και πιο «πιστοί», ακόμη και από τους πιο ακραίους υποστηριχτές των χριστιανικών ειωθότων, στη θρησκεία και τον πολιτισμό τους.
Γιατί θα ρωτήσει κάποιος παρέθεσα αυτές τις γνωστές σε όλους παρατηρήσεις πάνω σε ένα τέτοιο ζήτημα; Πολύ απλά για να δημιουργήσω το κατάλληλο κλίμα για τον αναγνώστη για να κατανοήσει μερικές σκέψεις μου για μία παράδοξη, πλην όμως αρκετά σημαντική, εκπομπή πάνω στο ζήτημα του Ισλάμ με συνομιλητές τον Αλέξανδρο Καρρά και τον Ahmad Eldin. Εκπροσώπους δύο διαφορετικών Κόσμων: του Εθνικισμού και του Ισλάμ.
Αν και η κοσμοθεωρητική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συνομιλητών ήταν υπαρκτή, η πολιτισμένη και υψηλού επιπέδου μεταξύ τους συζήτηση σε όλα τα επιμέρους προκύψαντα ζητήματα ήταν αρκετή στο να κυλήσει ήρεμα η εκπομπή και στο να λυθούν πολλά ερωτήματα σχετικά με τις σχέσεις του Ισλάμ με τα ολοκληρωτικά φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, όσο και σχετικά με το ζήτημα των κοινών ή μη αξιών που υπάρχουν μεταξύ ενός πιστού μουσουλμάνου και ενός οπαδού μίας πιο εθνικής θεώρησης στην Ελλάδα.
Θέλοντας να αποφύγω να μπω σε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το οπτικοακουστικό υλικό της εκπομπής, καθώς δεν επιθυμώ να αποτρέψω τον αναγνώστη από το να τη δει ολόκληρη, θα πω απλά ότι η προαίρεση όσο και η επιτυχής εκτέλεση της όλης συζήτησης κινήθηκε μακριά από το δίπολο τόσο ενός παρακμιακού φιλο-ισλαμισμού κάποιων απίθανων, αντι-κοινωνικών και ψυχαναγκαστικών περσόνων του διαδικτυακού κόσμου που εξυμνούν ψυχοπαθολογικά κάθε τι που στρέφεται κατά του Κράτους του Ισραήλ, κολλημένοι από την πολυθρόνα του σπιτιού τους στο Μεσοπόλεμο και στη άσκοπη συνθηματολογία, όσο και μίας λαϊκιστικής και επιφανειακής μορφής αντι-ισλαμισμού, πολιτικό κατάλοιπο της προηγούμενης δεκαετίας, που απομακρύνει το ζήτημα από τις πραγματικές διαστάσεις του, περιπλέκοντας μεταξύ τους συναισθηματισμούς με υπαρκτά ή μη γεγονότα, και ευτελίζει με την παρουσία των υπερμάχων του, εξίσου κινούμενων στο ψηφιακό κυρίως κόσμο, κάθε σοβαρή κριτική που ασκείται ή πρέπει να ασκηθεί πάνω στο ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης και της πιθανής κυριαρχίας του όντως πιο ολοκληρωτικού και απόλυτου μοντέλου του Ισλάμ στο δημόσιο βίο.
Είναι σημαντικό λοιπόν που άνοιξε ο παρόν διάλογος γιατί μόνο μέσω αυτού μπορούν να γίνουν ή θα γίνουν οι κατάλληλες προεργασίες για να δούμε τον σημερινό κόσμο κατάματα και να δομήσουμε έτσι τις μελλοντικές πολιτικές μας κατευθύνσεις, οι οποίες δεν πρέπει να βασίζονται πλέον σε απλές αντιθέσεις αλλά σε προτάσεις προσανατολισμένες στην υπαρκτή πραγματικότητα.