O Βιλφρέντο Παρέτο, [Vilfredo Federico Damaso Pareto], Ιταλός εθνικιστής, Πανεπιστημιακός καθηγητής, διανοούμενος, μηχανικός, μαθηματικός, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας που θεωρήθηκε πατέρας της ιδεολογίας του Ιταλικού Φασισμού, ένας από τους θεωρητικούς ηγέτες της «Σχολής της Λωζάννης», μέλος της δεύτερης γενιάς του Νεοκλασικισμού, εισηγητής των θεωριών της «Βέλτιστης Ανακατανομής», των «Κοινωνικών Κύκλων» και της αλληλοδράσεως των «αριστοκρατιών» [Elites] και των μαζών, που του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Μαρξ της αστικής τάξεως» ή «Μαρξ του Φασισμού», ο πρώτος που εφάρμοσε τα μαθηματικά στην οικονομική ανάλυση και προσέφερε σημαντικά στη μικροοικονομία και τους στατιστικούς δείκτες κινήσεως, γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1848 στο Παρίσι της Γαλλίας και πέθανε στις 19 Αυγούστου 1923 στο χωριό Σελινί [Crans-près-Céligny] κοντά στη Γενεύη της Ελβετίας. Τάφηκε στο μικρό νεκροταφείο του Σελινί [Crans-près-Céligny].
Ο Παρέτο υπήρξε δια βίου αντίπαλος του μαρξισμού και της φιλελεύθερης ισονομίας. Αποκάλεσε την Ιστορία «ένα νεκροταφείο αριστοκρατών» και κατέταξε τις ανθρώπινες πράξεις στις «λογικές» και στις «μη λογικές». Ως λογική όριζε αυτή που καθοδηγείται και προγραμματίζεται από την ελεγμένη, φερέγγυα, επιστημονική γνώση. Λογική, σύμφωνα με τον Παρέτο, είναι η πράξη κατά την οποία οι στόχοι που θέτει το υποκείμενο της δράσεως πραγματοποιούνται καθώς στηρίζονται στην επιστημονική αποτίμηση των στόχων, των μέσων και του πλαισίου, στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση. Λογικές είναι οι πράξεις όπου οι αντικειμενικοί και οι υποκειμενικοί στόχοι συμπίπτουν. Μη λογικές είναι οι πράξεις στις οποίες τα άτομα δεν έχουν τρόπο να διασφαλίσουν την παραπάνω σύμπτωση, να συλλάβουν επιτυχώς τη σχέση των μέσων που έχουν στην διάθεση τους με τους στόχους των πράξεων τους, ή αλλιώς να επιλέξουν τα κατάλληλα μέσα προς την επίτευξη των στόχων τους. Και τούτο διότι, κατά τον Παρέτο, οι πράξεις των ανθρώπων δεν προσανατολίζονται, λογικά ούτε οδηγούνται από στοχοθεσίες, τις οποίες επιλέγουν συνειδητά και μετά από υπολογισμό και στάθμιση των δυνατοτήτων που έχουν στην διάθεση τους. Κινητοποιούνται αντιθέτως από «αιτίες» που είναι «εξωλογικές» που εντοπίζονται στον έξω-συνειδησιακό τους χώρο.
Ο Παρέτο, ο Γκαετάνο Μόσκα και ο Ρόμπερτ Μίχελς, οι απόψεις των οποίων χρησιμοποιήθηκαν από το φασισμό, καθώς και ο Ζορζ Σορέλ, αποτελούν τους κοινωνικούς επιγόνους του Νικολό Μακιαβέλλι,μ σύμφωνα με τον Τζέιμς Μπέρναμ. Ο Παρέτο ήταν υπέρμαχος της ανθρώπινης ελευθερίας, επέκρινε με δριμύτητα την κοινοβουλευτική δημοκρατία και υποστήριξε ότι η δημοκρατία των μαζών είναι ανέφικτη. Ο Παρέτο μαζί με τους Μαξ Βέμπερ και Εμίλ Ντιρκέμ, υπήρξε ένας από τους τρεις ιδρυτές της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Θεωρείται ο πιο απαισιόδοξος, ενώ στο έργο του δεν βρίσκει κανείς ίχνος συναισθηματισμού. Κατηγορήθηκε ως ο «Μαρξ του φασισμού» εξαιτίας της θετικής του στάσεως στο πρόσωπο του Μπενίτο Μουσολίνι, που εκείνη την εποχή ερχόταν στα πράγματα. Ήταν αγαπητός στους συνδικαλιστές για τις κριτικές του εναντίον του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του μετριοπαθούς σοσιαλισμού, ενώ ο Μουσολίνι, στον οποίο άρεσε η άποψη του Παρέτο για τις ελίτ, τον εκτιμούσε και παρακολουθούσε τις διαλέξεις του. Ο Παρέτο έλεγε ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχει μία μεγάλη σιωπηρή πλειοψηφία η οποία σπανίως αντιδρά μπροστά στην βία και με την σιωπή της έχει επιτρέψει τους πιο απεχθείς βιασμούς των ατομικών ελευθεριών.
Ο Παρέτο ήταν εκπρόσωπος του κλασικού ελιτισμού. Υποστήριζε ότι η ελίτ που κυβερνά συνιστά αποφασιστικό συστατικό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ότι η δημοκρατία είναι ψευδαίσθηση και μυθολογική κατασκευή που δεν ανταποκρίνεται στα κοινωνικά δεδομένα. Η θεωρία του έχει αφετηρία τον συντηρητικό φιλελευθερισμό των αρχών του 20ου αιώνα, ο οποίος αντιτάχθηκε στις σοσιαλιστικές θεωρίες της ισότητας. Ο Παρέτο πίστευε ότι στη Δημοκρατία, η ελευθερία επιλογής των ψηφοφόρων μηδενίζεται, όταν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε υποψηφίους, καθώς αυτοί υποστηρίζονται από οργανωμένες μειοψηφίες. Η θεωρία του για τις ελίτ θεωρήθηκε ως πρωτο-φασιστική, ενώ ο Παρέτο ταύτισε το φασιστικό κίνημα στην Ιταλία και την άνοδο του Μπενίτο Μουσολίνι με τις ιδιότητες λεονταρισμού των ελίτ και προέβλεψε την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία.
Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το Μπενίτο Μουσολίνι, τον οποίο θεωρούσε μεγάλο πολιτικό. Οι δυο τους συναντήθηκαν μεταξύ 1902 και 1904, όταν ο Μουσολίνι είχε καταφύγει στην Ελβετία και παρακολούθησε τις διαλέξεις του Παρέτο. Τον Οκτώβριο του 1922 ο Παρέτο από την Ελβετία, με ένα τηλεγράφημα του απευθύνθηκε στο Μουσολίνι και τον προέτρεψε, «τώρα ή ποτέ», στέλνοντας την ενθάρρυνση του στο Μπενίτο Μουσολίνι, προκειμένου εκείνος να δώσει το έναυσμα για την πορεία στη Ρώμη και την κατάληψη της εξουσίας.
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του, ο Παρέτο έγινε αποδέκτης πολλών τιμητικών διακρίσεων από το Ιταλικό κράτος και προσωπικά από τον Μπενίτο Μουσολίνι, που το 1922, τον όρισε εκπρόσωπο της Ιταλίας στη Διεθνή Διάσκεψη για τον Αφοπλισμό στη Γενεύη. Την 1η Μαρτίου του 1923, μετά από πρόταση του Φασιστικού συμβουλίου, ο Παρέτο διορίστηκε Γερουσιαστής του Ιταλικού βασιλείου, όμως ο διορισμός του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, επειδή ο Παρέτο δεν παρέδωσε στην προεδρία της Γερουσίας τα έγγραφα που του ζητήθηκαν. Παράλληλα, ο Μουσολίνι τον όρισε σύμβουλο και έδωσε εντολή να δημοσιεύονται οι συνεργασίες του Παρέτο στο προσωπικό του περιοδικό, το Gerarchia. Ο συγγραφέας αν και ήταν υποχρεωμένος, λόγω τηων προβλημάτων της υγείας του, να αρνηθεί πολλές από αυτές τις τιμητικές διακρίσεις, αντιμετώπιζε θετικά το Φασιστικό καθεστώς, διατηρούσε συχνή επικοινωνία με τον Μουσολίνι, μέσω της ανταλλαγής επιστολών, και πρόσφερε τις συμβουλές του για τη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του καθεστώτος. Στην τελευταία του επιστολή προς τον Μουσολίνι, η οποία γράφτηκε λίγο πριν το θάνατό του, ο Παρέτο διατύπωσε τη γνώμη ότι το φασιστικό καθεστώς πρέπει να σταθεί αμείλικτο με όλους τους ενεργούς αντιπάλους του, όχι όμως αυτούς που είναι αντίθετοι του μόνο στα λόγια και για το λόγο αυτό αντιτάχθηκε στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου στα Ιταλικά πανεπιστήμια.
Ο Παρέτο πίστευε ότι η εξασθενημένη καπιταλιστική τάξη πρόκειται να αντικατασταθεί από μια καινούργια ελίτ, την οποία θα συγκροτούσαν πρώην προλετάριοι. Κατά τον Παρέτο, η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει πραγματικά, κι ενώ οι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με το συναίσθημα, παριστάνουν ότι ζουν σύμφωνα με τη λογική. Υποστηρίζει ότι η εναλλαγή των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων στην εξουσία είναι το αποτέλεσμα μιας απολίθωσης των ανώτερων τάξεων σε μορφές ιεραρχικής και συντηρητικής ακινησίας, που δεν εναρμονίζεται πια με τις επείγουσες ανάγκες της ιστορικής πραγματικότητας, την οποία όμως θα ξέρουν να εκμεταλλευτούν οι νέοι πειραματιστές.
Στο έργο «Δοκίμια» κάνει την επιτυχέστερη εξέταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς του 20ου αιώνα και αποδεικνύει ότι οι κοινωνίες είναι όπως οι άνθρωποι, καθώς ούτε αυτές συμπεριφέρονται βάσει της λογικής. Αν και στα έργα του δεν χρησιμοποιεί φροϊδική ορολογία, η επιρροή του Φρόιντ είναι ολοκάθαρη. Με το έργο του έχει εισάγει την έννοια των καταλοίπων, το «προϊόν ορισμένων ενστίκτων». Θεωρήθηκε «θετικιστής» στη σκέψη του και διακήρυξε ότι ένα άτομο δεν μπορούσε να επιδιώκει τη δική του ικανοποίηση παρά μόνον αν δεν μείωνε την ικανοποίηση των άλλων, τοποθετώντας στο επίκεντρο την ανάγκη κανόνων δικαίου και όχι πια μόνο ανταγωνιστικών αγορών. Ο Παρέτο έχει σημαντικές συνεισφορές στην οικονομική θεωρία, ιδιαίτερα στη μελέτη της κατανομής του εισοδήματος και στην ανάλυση των επιλογών των ατόμων.
Η αρχή του Παρέτο, ή «Αρχή των Σημαντικών Ολίγων και των Ασήμαντων Πολλών», γνωστή ως «ο κανόνας 80-20», προέκυψε το 1906, όταν ο κοινωνιολόγος παρατήρησε ότι το 80% της γης στην Ιταλία ανήκε στο 20% του πληθυσμού της, ενώ στην συνέχεια επιβεβαίωσε ότι η κατανομή του 80/20 συμβαίνει υπερβολικά συχνά, κι ότι, σε γενικές γραμμές, το 20% του χρόνου μας παράγει το 80% των αποτελεσμάτων μας και αυτό ισχύει και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητος, για παράδειγμα το 20% των πελατών μιας επιχειρήσεως αποφέρει το 80% των πωλήσεων, αλλά και το 20% των ρούχων χρησιμοποιείται στο 80% του χρόνου και από το σύνολο 100 ανθρώπων μόνο το 20% είναι ικανό να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε εργασία επιτυχώς.
Επίσης, το «κατά Παρέτο» κριτήριο είναι εκείνο κατά το οποίο, μία μεταβολή στην τιμή ή στην ποσότητα βελτιώνει τη θέση κάποιου χωρίς όμως παράλληλα να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου, δηλαδή μας βεβαιώνει ότι έχουμε βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας στο σύνολό της αφού έχουμε την καλυτέρευση ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων χωρίς να χειροτερεύει η θέση κανενός άλλου. Έτσι, οι περισσότεροι οικονομολόγοι σήμερα με τον όρο αποτελεσματικός εννοούν «κατά Παρέτο». Το κριτήριο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση όταν μελετάμε την ευημερία που φέρνει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός, καθώς είναι καλό πρώτα να μεγαλώνει η πίτα, πριν καθορίσουμε πώς θα μοιραστεί.
Πηγή: Metapedia