
Ο στείρος πατριωτισμός με τη γραφικότητά του, την ασάφειά του, τον συμβιβασμό του, τον ομφάλιο λώρο του με την αστική δεξιά και τη Νέα Δημοκρατία, με την απέχθειά του για την ευγενή ιδέα του Εθνικισμού, αποτελεί το μεγάλο μας πρόβλημα.
Η διαφοροποίηση του Εθνικισμού από τον φιλελευθερισμό ή την αστική δεξιά πλέον κατάντησε δυσδιάκριτη. Κι αυτό πρέπει να το αλλάξουμε. Στα πάντα. Πρέπει να γίνει «ανακαίνιση».
Στείρος αντικομμουνισμός της καραμανλικης αστικής δεξιάς και των φιλελευθέρων εν γένει. Στείρος αντιφασισμός των κομμουνιστών και των φιλελευθέρων. Περνάμε ανάμεσα από αυτά. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Δεν υπάρχει απαγορευμένος καρπός στη μελέτη της ιστορίας και της πολιτικής. Και αν υπήρχε ακόμα, θα τον δοκιμάζαμε. Η γνώση απελευθερώνει!
Όποιος επικαλείται τη λέξη «πατρίδα» δεν είναι αυτομάτως δικός μας. Όποιος επικαλείται το τρίπτυχο δεν είναι δικός μας απαραίτητα. Όποιος δηλώνει αντικομμουνιστής, επίσης δεν είναι δικός μας απαραίτητα.
Φτάσαμε πλέον σε σημείο καμπής όπου ο στείρος αντιδραστισμός της αστικής δεξιάς και των όποιων παρακλαδιών της δεν μας εμπνέει. Δεν ανήκουμε σε αυτούς που προσπαθούν να διαφυλάξουν την τωρινή κατάσταση, ούτε σε αυτούς που θέλουν την κοινωνική νηνεμία πάση θυσία, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα διατηρηθούν τα πιο νοσηρά στοιχεία στον αφρό της κοινωνίας και του λεγόμενου «πατριωτικού χώρου» συγκεκριμένα.
Θέλουμε μια ιδέα που θα υπηρετεί τα συμφέροντα του Έθνους και των ανθρώπων που το αποτελούν. Δε θέλουμε να υποτάσσεται το Έθνος σε μια ιδέα ή ένα πολίτευμα. Θέλουμε ένα Κράτος που θα προστατεύει το Έθνος κι όχι το ανάποδο.
Είμαστε η σπορά των αντιβενιζελικών. Κι αυτό τα δηλώνει όλα, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.
Οι πνευματικοί κι οι χειρώνακτες εργάτες επιβάλλεται να συνεργαστούν και να σέβονται οι μεν τους δε. Η εργασία είναι η μόνη οδός που οδηγεί στην ελευθερία του έναν λαό. Με την εργασία ένα Κράτος αποκτά εθνική κυριαρχία δια της οικονομικής του ανεξαρτησίας. Οι πνευματικοί εργάτες του Έθνους μεγαλώνουν το κύρος του λαού. Η εργασία είναι η περηφάνεια του λαού. Η ιδέα της οικογένειας επιβάλλεται να στηρίζεται στην εργασία. Ένα Κράτος που υπηρετεί τον λαό του οφείλει να εξαφανίζει την ανεργία.
Δια της εξάλειψης της ανεργίας είναι μοιραίο να αυξηθούν οι γεννήσεις και να μη μεταναστεύουν οι νέες γενιές αναζητώντας το σπουδαιότερο αγαθό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: την εργασία. Οι χειρώνακτες εργάτες μεγαλώνουν το κύρος του Κράτους και δεν αξίζουν να έχουν λιγότερα προνόμια. Ένα Κράτος που θέλει να είναι υπερήφανο απαγορεύεται να αποδέχεται ως κύρια δραστηριότητά του την παροχή υπηρεσιών. Η ανεργία είναι η αιτία της ασθένειας του Έθνους μας. Η ασθένεια αυτή είναι η κατάθλιψη. Η ανεργία σε συνδυασμό με τους υπέρογκους και άδικους φόρους είναι οι βασικές αιτίες που έχουν οδηγήσει στην απόγνωση έναν ολόκληρο λαό.
Οι διεθνείς θεσμοί έχουν αλλοιώσει την εθνική μας ταυτότητα κι έχουν καταλύσει την εθνική μας κυριαρχία επιβάλλοντας μια υπάνθρωπη κουλτούρα. Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του αποτελούσε προτεκτοράτο των Δυτικών, ενώ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε υπό αμερικανική επιρροή με το γνωστό Δόγμα Τρούμαν. Κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.
Το Ελληνικό Έθνος πρέπει να σταματήσει να απαντάει στους Φράγκους με «Yes Sir», «Oui, Monsieur» και «Jawohl». Ο Ελληνικός Λαός πρέπει να πάψει να περιμένει τους Φράγκους ή το «Ξανθό» γένος για να τον σώσουν. Το Κράτος πρέπει να πάψει να τρέχει στη Δύση για να ζητήσει προστασία. Το ΝΑΤΟ πρέπει να διαλυθεί γιατί για χάρη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας υποχρεούμαστε, καθ’ υπόδειξη των Μεγάλων, να υποχωρούμε έναντι άλλων μελών της εν λόγω συμμαχίας ή να στρεφόμαστε εναντίον εθνών χωρίς αυτό να εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα.
Επίσης, ο Ελληνικός Λαός επιβάλλεται να διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο που θα πάψει να θεωρεί καλύτερο οτιδήποτε προέρχεται από τη Δύση. Ο Ελληνικός Λαός πρέπει να πάψει να αντιγράφει τους Φράγκους. Το Έθνος μας ευτύχησε να έχει τους δικούς του προφήτες ενάντια στην ξενομανία και τη δυτικοπληξία: Περικλής Γιαννόπουλος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ίων Δραγούμης και Φώτης Κόντογλου.
Ο Ελληνικός Λαός επιβάλλεται να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αξιοποιήσει όλο του παρελθόν για να μπορέσει να δημιουργήσει το μέλλον του. Δηλαδή να βρει την ταυτότητά του μέσα από την ιστορία του. Η Ελλάς είναι μία κι ενιαία και κανένα έθνος δε μπορεί να ζήσει εμμένοντας σε μία ή δύο το πολύ ιστορικές περιόδους του. Το Κράτος πρέπει να μεριμνά ώστε να διδαχθεί ο λαός την ιστορία του και τη λογοτεχνία του.
Οι άνθρωποι του πνεύματος επιβάλλεται να αξιοποιούνται από το Κράτος και να χαίρουν σεβασμού κι εκτίμησης. Οι άνθρωποι της χειρωνακτικής εργασίας επιβάλλεται να υποστηρίζονται από το Κράτος και να χαίρουν του σεβασμού του.
Το Κράτος επιβάλλεται να είναι υπεράνω κομμάτων και ατομικών συμφερόντων. Το Κράτος επιβάλλεται να είναι ο υπηρέτης του Έθνους και του Λαού.
Δε συμβιβαζόμαστε ούτε με τη Δεξιά ούτε με την Αριστερά. Συνδυάζουμε τον Εθνικισμό με την Κοινωνική Δικαιοσύνη, ακολουθώντας πιστά τον Εθνικιστή και Σοσιαλιστή Ίωνα Δραγούμη. Ο Εθνικισμός είναι ποίηση κι εμάς μάς εμπνέει η ποίηση του Εθνικιστή ποιητή Κωστή Παλαμά. Στην ποίησή του εντοπίσαμε τις ιδέες του Εθνικισμού και του Σοσιαλισμού. Δραγούμης και Παλαμάς υπήρξαν άνθρωποι που πίστεψαν στην Εθνική Ολοκλήρωση. Η Βόρειος Ήπειρος, η Θράκη, η Κύπρος και η Μακεδονία είναι Ελλάδα.
Το Έθνος είναι η ψυχή μας!
Η Εργασία είναι το δικαίωμά μας για ζωή! Η Εργασία μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αφού η αργία είναι μητέρα πάσης κακίας…
Είμαστε Εθνικιστές και Κοινωνιστές, μα πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι, όπως έλεγε κι ο Ίων Δραγούμης. Κι οι άνθρωποι για να ζήσουν χρειάζονται Πατρίδα, Εργασία και Κράτος ισχυρό!

Τα βιβλία
Σάμπως εμείς απ’ την καρδιά δεν είμαστε της Φύσης;
Και σαν πνοές δεν είμαστε κι από παντού δεν πνέμε;
Και δε χαλάμε σα σεισμοί και σα φωτιές δεν καίμε;
Σαν τα πελώρια βύσσινα δεν είμαστε της δύσης
και σαν τα ρόδα της αυγής; Πάντα καθώς μαυρίζουν
στ’ άσπρα χωράφια του χαρτιού τ’ άνθια μας δεν αξίζουν
τα περιβόλια, τα βουνά, τις άκρες, τα ρουμάνια,
χλωρά και σαν ακουμπιστά στα γαλανά τα ουράνια;
Δεν είμαστε σαν τη ζωή της θάλασσας που είν’ όλη
ταξίδι, σάλεμα, δροσιά, φουρτούνα, αραξοβόλι;
Τους φλοίσβους δεν τους έχουμε, τους βόγκους και τους βρόντους,
και σαν τους πολυόμματους δεν είμαστε δρακόντους;
Κι ακόμα σαν τα σύγνεφα δεν είμαστ’ αεροπλάνα
με το θυμό της αστραπής, με της βροχής το μάννα;
Δεν είμαστε σαν τα ψηλά παλάτια με τα μύρια,
πάντ’ ανοιχτά σε μάκρητα και τόπους, παραθύρια;
Βοήθεια εμείς δεν είμαστε για να το κατεβάσεις
τ’ άλλο, το μέγα της ζωής βιβλίο, τ’ ολόγυρά σου;
Τάχα κι εμείς δεν είμαστε σαν τα στοιχειά της πλάσης,
σαν τις νεράιδες της στεριάς, του πέλαγου, του δάσου;
Του κόσμου εμείς δε φέρνομε τις δέσποινες Ιδέες
πίσω απ’ τα μύρια αλλάσματα πάντα ίδιες, πάντα νέες;
Η πατρίδα
Σαν πατρίδες κρύβω στην καρδιά
καιρούς, τόπους, πρόσωπα, σημεία,
πάθη, ονειρογέννητα παιδιά.
Μα η Πατρίδα, μία.
Σαν πατρίδες, των Τυρταίων ορμές,
βιος κρυφό σε απόκοσμα ταμεία,
κάποιες που δε λέγονται στιγμές.
Μα η Πατρίδα, μία.
Σαν πατρίδες κάποτε κι η οργή
που ξεσπάει κι αφρίζει, τρικυμία,
κι εσύ, αγάπη, δείλιασμα, στοργή.
Μα η Πατρίδα, μία.
Σαν πατρίδες μού μιλάνε λαοί
μες στην ιστορία, κι εσείς, βιβλία,
και οι βωμοί που υψώνω. —Παντού θεοί.
Μα η Πατρίδα, μία.
Κακή φωτιά
Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της Τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος,
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει·
όλα πολέμια, κρύα· βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακή φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος,
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό·
σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το Πάθος
και τ’ αφροστάλαχτο Όνειρο… μπορεί και στο γκρεμό.
Εμείς οι εργάτες…
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά.
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί·
πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μόλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.
Στου κόσμου τούς θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
σ’ το τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη,
Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!—
Ο γκρεμιστής
(Στον Ίωνα Δραγούμη)
Ακούστε. Εγώ ειμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης·
και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει
το δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε·
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
Οι πατέρες
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης.
(Τραγούδι του λαού)
Η Ελλάδα, αρχαία, παντοτινή. Μα κοίτα, και τη βρίσκεις
του νέου μες στο περπάτημα τη δύναμη του αρχαίου.
Πόσες φορές δε βλέπουμε στου νέου παιδιού το σείσμα,
στου νέου παιδιού το λύγισμα, να σειέται, να λυγιέται
μέσ’ απ’ του χρόνου τους βυθούς ο γέρος ο πατέρας,
και μόλο που του νέου παιδιού το λύγισμα, το σείσμα,
σαν αλλαχτά και σα θρεφτά κι απ’ άλλο βιος, ποιός ξέρει!
καν απ’ της μάνας τον αέρα, καν από τον ίσκιο
κάποιου προγόνου βάρβαρου και αλαργεμένου, που ήρθε
και στοίχειωσε, και ξαναζεί στου νέου παιδιού τη μοίρα.
Η νέα Ελλάδα, νέα ψυχή, νιος λόγος, νιο τραγούδι,
και της Ελλάδας της ψυχής, τραγούδι εσύ, ο καθρέφτης.
Και γέρνεις και κοιτάζεσαι μες στον καθρέφτη, ω Μάνα,
και λαμπροκαθρεφτίζεσαι με τις θωριές της πλάσης
και με τα πάθη της καρδιάς. Σ’ εσέ καρδιά και η πλάση,
γιατί απ’ την πέτρα ώς το πουλί στον κόσμο το δικό σου
κι αιστάνονται όλα και μιλάν μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.
Σ’ εσένα πάλε και η καρδιά σταυραδερφή της πλάσης
της άγγιχτης κι απάρθενης απ’ την πανάρχαιαν ώρα
που γύρω από τις μαντικές βαλανιδιές και κάτου
στον ίσκιο της ιερής ελιάς και μες στο φως το ακράτο,
καλόρυθμα, λειτουργικά, διαβαίναν τραγουδώντας
Αλκαίοι και δωρικοί χοροί και ιωνικές κιθάρες.
Του τραγουδιού σου ο ποιητής εγώ δεν είμαι, ω Μάνα,
και μήτε και ακριβός κανείς της γνώρας και της φήμης
απ’ τους μακάριους του θεού του δελφικού που πίνουν
και ζουν από τ’ αθάνατο νερό της Ιπποκρήνης.
Μονάχη εσ’ είσαι κι ο Όμηρος, εσύ και η Φαντασία
του τραγουδιού που τραγουδάς, Δέσποινα, Μάνα, Ελλάδα.
Και τα παλιά βιολιά χτυπάς με δοξαριές καινούριες.
Ο ψάλτης δίχως όνομα και χίλια ονόματα έχει.
Ψάλτης κανένας από μας του ψαλτηριού σου, τι όλοι
κάτου από σε αξεχώριστα και ομάδι, είμαστ’ ο ψάλτης,
μα πιο πολύ είν’ οι ταπεινοί κι οι απλοί βλαστοί, οι ξωμάχοι.
Αγνώριστοι και αγύρευτοι ζουν έξω από τις χώρες
του βάρυπνου, του ακάθαρτου και κρύου και μολεμένου,
κάτου απ’ τα μάτια τ’ ουρανού νυχτόημερα, και παίρνουν
από βουνά και πόταμους και στάνες και ρουμάνια,
κι από της γης τα καθαρά κι από τ’ αγνά της πλάσης
τη γνώμη και τη λεβεντιά, το στίχο και τον ήχο.
Χαίρε, ο Πολίτης, ο Σοφός!— Η αυγή ροδογελούσε,
στ’ αραχνιασμένο, στο κλειστό παλάτι βαρύς ύπνος
το γέρο καταχώνιαζε το βασιλιά, το Μύθο,
και γύρω του νυχτερευτές και λιβανίστρες γύρω
θρησκείες, λατρείες· και οι βωμοί λογής και σα σβησμένοι.
Και τα πορτοπαράθυρα του παλατιού τ’ ανοίγεις
και μπάζεις μέσα της ζωής το φως και τον αέρα,
και λες του Μύθου: —Ξύπνησε!— Και λες του ρήγα: —Μίλα,
ξύπνα, και νά η Παράδοση και νά η νεράιδα· μίλα!—
Και ξεσκεπάζεις της κρυφής λιγόλοης Παροιμίας
τ’ αγαλματένιο πρόσωπο, νόημα, φωνή τής δίνεις.
Και της καρδιάς μας την καρδιά μάς δείχνεις, το Τραγούδι
τ’ ολόδροσο, το πιο όμορφο ρηγόπουλο, και κράζεις:
-Ακούστε το πώς κελαηδεί και δέστε το πώς πάει!—
Χαρείτε, νιάτα ελληνικά, περηφανέψου, Μάνα!
Χαίρε, κι εσύ ο κελαηδιστής, το κρητικό τ’ αηδόνι!
Σα να χωρίζεις του τεχνίτη το τραγούδι πρώτος
απ’ το τραγούδι του λαού που ρέει κι είναι σαν ένα
μ’ εσένα, ω πλάση απρόσωπη, τι χίλια πρόσωπα έχεις.
Και του τεχνίτη το τραγούδι σφραγιστό με μύριες,
με λογής βούλες άμοιαστες, και η κάθε βούλα δείχνει
και νιο ξέχωρο πρόσωπο χρυσογραμμένο απάνου,
που ένα, κι αξίζει για πολλά, και ντόπιο και σαν ξένο.
Μες στη βουνόσπαρτη Σητειά, των πέλαων ξαγναντεύτρα,
στης Κρήτης την Ακρίτισσα που γέννησεν εσένα,
ποιός θεός σε βλόγησε; Και ποιά κρητικοπούλα νύφη,
ποιά νύφη συναναθρεφτή ποιάς Φράγκισσας Καλλιόπης
ποιόν Ομηρίδη ραψωδόν αγάπησε και πήρε,
για να γεννήσουν —θεού χαρά— διπλομορφιά, τη Ρίμα
με τη λαλιά τη ζωντανή που τη λαλεί κι αντριεύει
το Γένος ολοζώντανο; Δόξα σ’ εσέ, ο Κορνάρος,
δόξα σ’ εσένα, ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης,
που τρέχεις και κατρακυλάς και πότισμα και δρόσος
της θείας ελλήνισσας φυλής κι ελεύτερης και σκλάβας,
και με τους Ερωτόκριτους και με τις Αρετούσες,
δόξα κι αγάπη και τιμή κι όλες τις αντρειοσύνες!
Χώρια, ματιά, περπατησιά, κορμοστασιά ο καθένας,
στου δεκαπεντασύλλαβου το βήμα αρμονισέ τους,
την κρίση μην τη φοβηθείς, και μέτρα τους και πες τους,
Μούσα, με τα σημάδια τους και με τα ονόματά τους.
Σολωμός, Ρήγας, Βηλαράς, Ψυχάρης, Βαλαωρίτης,
της μυγδαλιάς τα στέφανα και του σποριά τα χέρια,
και οι παραστάτες κι οι προεστοί. Πολέμαρχοι. Οι Πατέρες.
Πλάστης κριτής, ο Πολυλάς. Και με των Ιλιάδων
και με των Τετραβάγγελων το φως ο Πάλλης, ψάλτης.
Γιά χαίρονται του ήλιου το φως, γιά μες στο χώμα λιώνουν,
βασιλευτοί, αβασίλευτοι, δεν ξέρω· ζουν εμπρός μου.
Στους ουρανούς ελληνικούς, της αρμονίας η Πούλια.
Σ’ άνανθο βράχο αποσυρτός, αταίριαστος, μονάχος,
ζωσμένος με της λύρας του τον ωκεανό, και ο Κάλβος.
—Πατριδολάτρη σαλπιχτή μεγαλομάρτυρα! Ήρθεν,
ήρθε της δόξας ο καιρός. Ώς πότε παλικάρια;
Δε ζουν τα παλικάρια πια θεριά σ’ ερμιές και σπήλια,
της Πολιτείας διαφεντευτές, του θρόνου είν’ αντιστύλια.
Μα είν’ η Ελλάδα σου πλατιά, τετράπλατα γραμμένη
στα σύνορα του χάρτη σου, στου ονείρου σου τα μάγια,
μακριός ο δρόμος, άσωστος, τα κακοτόπια πλήθος,
ο οχτρός εφτάψυχος και μες στο ψυχομάχημά του.
Κύριοι, τα μίση των εθνών και των τρανών οι αμάχες.
Σαν την αρχαίαν αράθυμη βασίλισσα, κι η Αγάπη
μαρμάρωσε και στέκεται μαζί με τα παιδιά της
δοξαρεμένα από σκληρούς θεούς μες στην ποδιά της.
Και των αυτοκρατόρω μας ο σταυραϊτός μακριάθε
κλαγγάζει από την ξενιτιά. —Ξενιτεμένε, μήπως
μας στέλνεις χαιρετίσματα; Μηνάς το γυρισμό σου;
Της δόξας ήρθεν ο καιρός; Ώς πότε, παλικάρια;
—Μώμε κι εσύ παιγνιδιστή, Θύρση, δειλέ βοσκάρη,
από της Τουρκαρβανιτιάς το λύκο σαστισμένε,
πρόδρομε, που δεν όκνεψες να κονταροχτυπήσεις,
και μες στα μαύρα Γιάννενα τα κατασκλαβωμένα,
για κάποιο μέγα λυτρωμό μελλόμενο του Λόγου.
Στης λυτρωμένης Ήπειρος τις ράχες και τις λίμνες
προσμένει σε η φλογέρα σου ποιμενική με κάποιους
πιο γλυκούς ήχους άπαιχτους, για να τους παίξεις τώρα,
αν, όπου ζούσες άμοιρος, μακαριστός γυρίσεις.
—Κι εσύ ο ασύγκριτος! Μ’ εσέ πρωτόφαντος ο στίχος,
μαζί, η πολέμια χλαλοή και η κλάψα της τρυγόνας
και η χάρη που άγιο λείψανο τ’ ωραίο συντρίμμι κάνει.
Κι αν το πετάς μισουρανίς του βούκινου το σκούσμα,
μυστικά γέρνεις και γλυκά το στήθος προς την άρπα,
να πλάσεις τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας,
νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
— Και ω Φωτεινέ, Αστραπόγιαννε και αρματολέ και Ακρίτα
και της φυλής και της φωνής, καρδιά, τραγούδι, λόγος,
του Γένους φυλακάτορα, και σα να στέκεις πάντα
σκοπός, το καριοφίλι σου το κλέφτικο κρατώντας,
με κάποια ολάνοιχτα φτερά, σα σκέπη απάνωθέ μας.
Δροσάτος απ’ του Κίσσαβου την πάχνη, από τη φλόγα
μαυριδερός, μοσκοβολάς μπαρούτι και θυμάρι.
—Κι ο απ’ όλους δυνατότερος, μα και γι’ αυτό γραμμένος
να τηνε σέρνεις για καιρό σαν ξεμοναχιασμένη
τη δύναμή σου, του καιρού καταφρονήτρα και όλων
όσοι μισοί, και σα νερό μήτε ζεστό ούτε κρύο,
καρποί άδετοι ανωφέλευτοι, μήτε καλοί, κακοί ούτε,
μισοί και σβούνε, οι Τίποτε στο τίποτε γυρίζουν,
και —το είπε ο τρισμεγάλος σου πατέρας, ο Αλιγκέρης—
δεν τους βαστά η παράδεισο, μήπως και τη μολέψουν,
και δεν τους θέλει η κόλαση, μήπως το παινευτούνε.
Αντάρτη και καταλυτή, διδάχε και οικοδόμε
με του Οίστρου τα κεντήματα, με της Σοφίας τα μέτρα,
θέλεις δε θέλεις, μια φορά, κι ας είναι αργά, ένας βράχος
θα σκαλιστεί για να γενεί βωμός με τ’ άγαλμά σου.
Στήστε βωμούς, χώριους, λογής, κι από τα μάρμαρα όλα,
τα κόκκινα, τα πράσινα, τ’ άσπρα, τα πλουμισμένα,
κάθε πατέρας και βωμός, κάθε βωμός πατέρας
με το δικό του τ’ όνομα, με τη δική του εικόνα,
σημάδι να είναι τ’ όνομα και λατρεμός η εικόνα·
κι ένα βωμό, του τραγουδιού κορόνα στήστε, για όλους.
Και γύρω σ’ όλους τους βωμούς και στο βωμό τον ένα
και Απόλλωνες και Σάτυροι και Μούσες, νέοι, ωραίοι,
κισσομυρτοστεφάνωτοι, ποιητές και τραγουδίστρες,
περιπλεχτοί, με τάματα, με πρόσφορα κανίσκια,
δάκρυα του μοσκολίβανου, του στίχου κεροπλάστες,
κι απ’ των ανθών το βύζασμα τεχνίτες μυροβράστες,
χορούς χορεύτε γραικικούς, πανηγυρίστε τα όλα
τα πανηγύρια, ελληνικά, βυζαντινά, ρωμαίικα,
πινδαρικό, σολωμικό τον ύμνο ανάφτε, υψώστε!
Και μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτε
κι όσοι της λύρας δάσκαλοι και της φλογέρας πρώτοι,
μαστόροι με τη δοξαριά, με την πνοή φερμένοι
σα με φτερά υπερκοσμικά στους φαντασμένους κόσμους,
και οι πρωτινοί και οι πιο στερνοί και οι νιοι και οι γερασμένοι
και στη ζωή όσοι σέρνεστε κι όσοι στα Ηλύσια ζείτε
και που καβαλικεύετε το φτερωτό νοητάκι,
βουνίσιοι από τη Ρούμελη κι απ’ το Μοριά καμπίσιοι,
κορυδαλλοί της Ήπειρος, αϊτοί μακεδονίτες,
θρακιώτες γέρανοι, κι εσείς, νησιώτικα δελφίνια,
του Ιόνιου τ’ αφροκύματα, του Αιγαίου δροσομελτέμια,
αττικοί ψάλτες, σιγαλές κι εσείς μοιρολοήτρες,
α! μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτε
που δε στηθήκανε βωμοί για σας με τ’ όνομά σας.
Γιατί, ω της νιότης ακριβοί, γιατί, ω νυμφίοι της Ρίμας,
τα λεβεντόπαιδα είσαστε, δεν είσαστε οι πατέρες.
Κι είναι και κάποιοι… Είναι βωμοί που γίνονται —δεν είναι—
μπορεί ψηλότεροι και πιο φανταχτεροί από τούτους.
Τα ονόματά σας λάμπουνε κι οι εικόνες σας θαμπώνουν
τα μάτια τα οραματικά κι όσο ποτέ δε φέξαν
κι όσο ποτέ δεν άστραψαν τα ονόματα κι οι εικόνες,
κι όσα γραμμένα σε βωμούς. Γρήγορ’ αργά μια θεία
Πυθώνισσα απολλωνική τρανόκραχτα ώς τ’ αστέρια
στο διάβα κάποιων από σας θα τον αποσκεπάσει,
κράχτη δειλό το λόγο μου, σκούζοντας: Νά οι Πατέρες!
Κι εγώ ποιός είμαι; Όρθρος θαμπός χρυσής αυγής καθάριας,
ή κάποιο ανάδομα στερνό στο σβήσιμο μιας φλόγας;
Μην είμαι ρείθρο από πηγή μιας μουσικής και στάζω;
Μην κυπροκούδουνο και ηχώ και ντέφι κι αλαλάζω;
Ξέρω; Δεν ξέρω τίποτε. Γνωρίζω μόνο, εγώ ειμαι
του απόμερου ζευγολατιού που μέσα του πρωτόειδες
το φως και της μητέρας σου το χαμογέλιο, εγώ ειμαι
του απόμερου υποστατικού και ο φυτευτής και ο κύρης,
του απόμερου περιβολιού πατέρας, και δικός σου.
Κι εσύ παιδί απ’ το αίμα μου κι από το λογισμό μου,
παιδί μου εσύ, το χτήμα μου που θα κληρονομήσεις,
μέσα του, απάνου στ’ απαλά βρυγιά και στ’ ανθοκλάδια,
στα μονοπάτια, στις βραγιές, όπου καρποί, όπου φύτρες,
και σε βωμών υψώματα και σ’ αγαλμάτων πόδια,
πουλιά και λύρες κελαηδάν, καρδιές καίνε, όπως καίνε
τα κανελογαρίφαλα στα θράκια τ’ αναμμένα
για τα μοσκοβολήματα, για του κακού τα ξόρκια,
και είν’ οι βωμοί θρησκευτικοί, και οι γλυπτικές εικόνες,
και μόλο τους τ’ ασάλευτο, σαν από σάρκα ζούνε.
Του ξωτικού αναγάλλιαση και ξάφνισμα τ’ ανθρώπου,
τα δέντρα αγνώριστα είν’ εκεί, παράξενα βαλμένα,
και λες δεν έχουν όνομα, σειρά γενιάς δεν ξέρουν.
Ποτήρια, της μοσκοβολιάς προσφέρνουν το νεχτάρι
κάποια λουλούδια, και οι καρποί, κάποιοι καρποί μοιράζουν
της αλοής το πίκραμα και τ’ αφιονιού τον ύπνο.
Μα εκεί, της γέψης όνειρα, τα ολόγλυκα τα σύκα,
σμαράγδι είναι το θώρι τους και σμάλτο είν’ η καρδιά τους,
σμάλτα, σμαράγδια της δροσιάς και της απαλοσύνης·
και τα κεράσια του Μαγιού και τα σπυριά του ρόιδου,
φιλιά και κρουσταλλώσανε, ρουμπίνια και αναλιώσαν.
Σαν τραχιά κλήματα βαριά τα ζουμερά σταφύλια
της φτώχειας είναι ο θησαυρός, της ομορφιάς η ζήλια.
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,
κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες
«Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει».
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (Πρόλογος, 1907)
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
ακούστε με κι εμένα:
Μας ήβραν χρόνια δίσεχτα,
στενά, καταραμένα.
Έργα δεν έχω, τίποτε
που αξίζει να σας φέρω·
κρύος, άπραγος δεν ξέρω
παρά να τραγουδώ.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
κι εσείς, οι φυτρωμένοι
στη γη που αρήμαχτη έμεινε,
κι εσείς, ξεριζωμένοι,
—χώματα, οϊμέ! αιματόπνιχτα
της Θράκης, της Ιωνίας!—
ρημάδια της μανίας
και της καταστροφής.
Άντρες κι εσείς της Ρούμελης
και του Μοριά βλαστάρια,
χοροί του Αιγαίου, της Ήπειρος
βουνά και παλικάρια,
κι εσείς, παρθένες Ιόνιες,
πάντα και ηρώισσα Κρήτη,
και ω Ρήγισσα Αφροδίτη,
που είσαι της Κύπρος πνοή.
Κι εσύ, Μακεδονίτισσα,
θεία ματιασμένη χώρα,
και η Ρόδος, Δωδεκάνησα
χρυσά και μες στη μπόρα,
και όπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,
δάφνες ξερές, νέα κρίνα,
το Μισολόγγι! Αθήνα,
που πάντα ζουν οι θεοί!
Κι εσύ, γη που ήβραν Όμηροι
σ’ εσέ τον Αχιλλέα,
και που το Ρήγα γέννησες
με τη μεγάλη ιδέα,
χαίρετε, δρόμοι, ερείπια,
ρουμάνια, περιβόλια,
ποτάμια, αραξοβόλια,
ριζώματα, κορφές.
Πατρίδα! Ελλάδες, παίρνετε
νόημ’ από μια και μόνη
λέξη, και αυτή το χαίρε μου
το εκστατικό πυρώνει.
Στη λέξη, που σαν άγαλμα
βωμού φαντάζει, φέρνω
τον ύμνο, βάγια σπέρνω.
Πατρίδα! Είν’ όλα εκεί.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
ρυθμός ουρανοδρόμος
ήλιος απαραστράτιστος
για τα Έθνη κάποιος Νόμος
θα υπάρχει. Και καλότυχος
γύρω ο λαός πλανήτης
του Νόμου που μαγνήτης
υπάκουο τον κρατά.
Δεν απομένει ασάλευτο
τίποτε, δε γεννιέται,
που να μη ρεύει, τίποτε
και που να μη χαλιέται.
Μα πώς από το χάλασμα
πετιέται ξεδιψάστρα
πηγή! Πώς ξαναπλάστρα
είναι κι η οργή, η πληγή!
Πως είναι μια η πατρίδα μας
κι είναι παντού όπου πάμε,
και όπου σταθούμε, μέσα μας
πατρίδα μία γρικάμε,
μία με λογής ονόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δε ζει χωρίς πατρίδες
η ανθρώπινη ψυχή.
Πλάστης του κόσμου ο Πόλεμος,
όραμα η ευτυχία.
Με τα στοιχειά πας, πάλεμα
σε τρώει με τα στοιχεία,
Πατρίδα! Ορθή! Μη λιώνεσαι,
σα δέησης αγιοκέρι!
Με το δαυλί στο χέρι
σε σφιχτοζώνει εχθρός.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
και μέσα την κοιλάδα
του δάκρυου εδώ, κι αντρειεύοντας
από μια πίστη, Ελλάδα!
κράχτε, στο νου ριζώστε τη
με το Σταυρό, με δόρυ,
Σοφία, Μητέρα, Κόρη,
Παντάνασσα, Αθηνά.
Και ω Βασιλείες γερόντισσες
άγριες Δημοκρατίες,
κάστρα, φυτειές κι ελεύτερων
και σκλάβων, Πολιτείες,
και απ’ όποια απάνου ονόματα,
και απ’ όποιο απάνου αγώνα,
μια υψώστε, μια κορόνα
και βλέπετε ίσα εκεί.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,
ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,
δεν είστε από τα χέρια σας
μονάχα, όχι. Χρωστάτε
και σε όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ’ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές, θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Κόκαλα πάτρια μέσα μας
θαφτά, ιερά, μαζί μας
και όπου σεισμοί μάς τίναξαν
οι εφέστιοι πάντα Θεοί μας.
Πολίτες ας τη χτίσουμε
και οπλίτες εδώ και όλοι
του ονείρου εδώ την Πόλη
με την Αγια-Σοφιά.
Η λειτουργία δεν τέλειωσε
κομμένη· για το τέρμα
κι αν ξαναρχίσει, ατέλειωτη
ξανά θα βρει το γέρμα,
για να προσμένουμε άγρυπνοι
στη νύχτα να προβάλει
του όρθρου το γέλιο πάλι
που προμηνάει το φως.
Η πατρίδα στους νεκρούς της
Ύμνος των Ελλήνων
«Είμαι η Πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα
δένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω.
Και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ’ εγώ η μητέρα,
και ήρθα. Τον ύμνο φέρνω.
Τον ύμνο, φωτοστέφανο, σε μυστικά Θεοφάνια
χυτό από μένα, αμάραντο, πιο απάνου απ’ τα στεφάνια
που φέρνουν για να στεφανώσουν το μνημόσυνό σας,
άρχοντες και στρατός και λαός γονατισμένοι εμπρός σας.
Τον ύμνο στην εικόνα σας τεχνίτης που τη λέει
γραφτή με το σμιλάρι του στα μαρμαρένια φύλλα,
τον ύμνο που τ’ αρμονικό του βούισμα τ’ ανταμώνει,
σημαία, με τη βουβή σου ανατριχίλα·
τον ύμνο τον πολύφωνο, και σάλπισμα κι αηδόνι,
φέρνω, να πάει τη δόξα σας βαθιά κρυφά όπου καίει
του Γένους η καρδιά,
καρδιές μου, ήρωες, μάρτυρες, νεκροί γενναίοι, ωραίοι.
Μία, θεία βουλή κι ο σταυρωμός κι ο λυτρωμός, παιδιά!
Κόδροι, Λεωνίδες, Καραΐσκοι στους καιρούς, ακόμα
όσοι με τ’ όνομα και ζείτε και φεγγοβολάτε,
κι εσείς που σα να κρύβεστε και σιωπηλοί περνάτε,
στρατιώτες άγνωστοι, αθλητές ανώνυμοι, το στόμα
που δε σας αχολόγησε το βροντερό της φήμης
και μένετε αλειτούργητοι στην εκκλησιά της μνήμης,
πεσμένοι μου ομολογητές από λογχιά, από βόλι,
κι οι γνωρισμένοι κι οι άγνωροι, δόξες μου, και όμοια, και όλοι.
Τέτοια ζωντάνια είχαν και τότε ορίζοντες, γη, τόποι,
και ο λάκκος και η κορφή.
Πίσω απ’ το μεγαλόκορφο τον Όρβηλο η Ροδόπη
ξεμύτιζε κρυφή.
Αστραφτερά, μαυριδερά θεριεύανε στα μάτια
βοσκές, χωριά, νερά.
Ρουμάνια, η λεύκα, η καστανιά, τα πεύκα σαν τα ελάτια
στυλώνονταν γερά.
Ρόδα. Τα πάντα πύρωνε το κάμα του Αλωνάρη,
ζώα, λίμνες, λαγκαδιές,
και το ποτάμι το πλατύ, και το παχύ χορτάρι·
μαζί και τις καρδιές.
Γαυρίαζε πολεμόχαρα σε απάτητα ταμπούρια
με τ’ άρματα κι ο εχθρός.
Όμως απάνου από τα πολυβόλα, από τα θούρια,
Φούρια η φωνή μου: Εμπρός!
Δε σας κρατάν πλαγιά, κορφή, στενό, πλάτωμα, πόρος.
Έγινα μες στα σπλάχνα σας ο θεός ο νικηφόρος,
έγινα ο δρόμος πιο λαμπρά προς την αθανασία
που πάει με τη θυσία.
Μεμιάς και σα να γύριζαν οι μισεμένοι χρόνοι
του Διάκου και του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη,
που και λαλούσε κι άνθιζε κι αηδόνι και λουλούδι
μονάκριβο μες στη σκλαβιά το κλέφτικο τραγούδι,—
με τη δροσιά του τραγουδιού στο φλογισμένο στόμα,
με το τραγούδι επέφτατε ματώνοντας το χώμα,
κάτου από τ’ άξιο τ’ άλογο, στο ασώπαστο κανόνι,
πεζοί και καβαλάρηδες, του Μάη κομμένοι οι κλώνοι.
Βάγια, τρισάγια, Λαχανά, Κιλκίς, προσκυνητάρια.
Το αίμα, ο θάνατος, η νίκη, οι πέτρες, τα χορτάρια,
σκάλες προς ύψη επαγγελτά με πάτε, η περηφάνια
η αρχαία με παίρνει, μπάζετε στης ιστορίας μας πάλι
τη δόξα τα Βαλκάνια,
σα να ’διναν τα χέρια λαοί μες στην ανεμοζάλη,
Ροδόπη, σα να γύρευες —ποιός ξέρει— στου πολέμου
τη λύσσα, νύφη, το φιλί του ελληνοδόξαστου Αίμου…
Στου Χάρου την ολονυχτιά σάς φώτιζα, αγιοκέρι,
θυσιαστήρια, Λαχανά, Κιλκίς,
στη νύχτα του δαρμού σάς ήμουν της αυγής το αστέρι·
για σας είν’ ο ύμνος μου πλατύς.
Πλατύς είν’ ο ύμνος μου από σας, γιατί και την Πατρίδα
την ίδια εμέ πλατιά σ’ εσάς να καθρεφτίζεται είδα
σε Θεοφάνια μυστικά μ’ όλα της φεγγοβόλα
τα ιστορικά, τα ιδανικά, τα ριζικά της, όλα.
Δεν πάει σε μένα της φλογέρας η φωνή, μια στάλα.
Τα μεγαλόφωνα όργανα δοξάζουν τα μεγάλα.
—Η Αθήνα, η Σπάρτη, Ρούμελη, Μοριά! Τετραπλό φτάνει
και τ’ όνομά σας μοναχά για του ύμνου το λιβάνι.
Γη αντρειωμένη, ανταριασμένη γη, Μακεδονία,
στου Γένους τα χρυσόνειρα και τόνος και αγωνία!
Γύρω σου, Ελλάδα ιδεατή, πόσες με σάρκα Ελλάδες!
Χαίρε, και των αρματολών Ήπειρος και του Πύρρου,
των Αλεξάντρων και η ορμή κι ο εξάμετρος του Ομήρου!
Βογκούν τα Δωδεκάνησα… Ζει η Κύπρος, οι Κυκλάδες
χορεύουν πάντα ολόγυρα στην Απολλώνεια Δήλο·
και η Πούλια των Εφτάνησων. Και τα σμαράγδια, τρία,
Χίο, Λέσβο, Σάμο. Η θάλασσα θησαυριστής μας, λάμπει,
και η Κρήτη, ηρώισσα, πάντα εμπρός. Της Θεσσαλίας κι οι κάμποι
πάντα βαστάν και του Αχιλλέα και του Φεραίου το θρύλο.
Του Υδραίου το χέρι θριαμβικά σε κυβερνάει, τιμόνι,
το ξέρουν του αλησμόνητου Βοσπόρου τα νερά,
γυπάετος τ’ αερόπλανο, ρίζωμα το κανόνι,
κάποιος Κανάρης πλάθεται —ποιός ξέρει—στα Ψαρά.
Κι εσύ! ζωή της Ιωνίας! Και μες στα σάβανά σου
σφίγγοντας ευλαβητικά τ’ άγια τα λείψανά σου,
στον κόρφο μου το μητρικό που γύρευες το μνήμα
γρικάς μιας νεκρανάστασης να σε ξυπνάει το κύμα.
Σκέπη μας απ’ το Ταίναρο κι ώς τη Θεσσαλονίκη
Σοφία, Εργάνη, Πρόμαχος, η ασπίδα σου, Αθηνά.
Πνέε, ειρηνόφορη χαρά, του ματωμού και οι λύκοι
ουρλιάστε, όμοια σάς πρέπουνε δοξαστικά Ωσαννά!
Είμαι η Ελλάδα, των πατρίδων είμ’ εγώ η κορόνα
και των ανθρώπων ο βωμός και των εθνών η Ελένη,
και τ’ ανταμώνω στων καιρών τα ρέματα ζωογόνα
τα τρόπαια της Αράχοβας, τα Δελφικά τεμένη.
Ειρήνη, εσύ ω πασίχαρη και ω πλουτοδότρα Ειρήνη,
ο ξάστερος εσύ ουρανός και η ξεδιψάστρα η κρήνη,
τον όλβο τον καλείς εσύ, την τύχη εσύ την κάνεις,
καλότυχος θνητός ή λαός που θα τον ξανασάνεις.
Στα πόδια σου άνεργη σπαράζει από τα καταχθόνια
και η καταλύτρα των εθνών η φάγοσσα η Διχόνοια!
Ευλογημένοι όσοι για σε δουλεύουν και «σαρκώσου!»
κράζουν με χέρια ικετικά προς τ’ άπιαστο όνειρό σου.
Μα έρχεται μέρα, βοή ξεσπά: «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!»
Ποιός την αξία της η ζωή, ποιός δεν αισθάνεται ότι
την έχει από το θάνατο; Κι αν η πατρίδα υπάρχει,
τη ζεις εσύ, στρατιώτη!
Για να τη ζήσεις πολεμάς, καίεσαι, νικάς, πεθαίνεις,
για να καρπίσει η χωραφιά τη σκίζει κι ο οργοτόμος,
τέτοιος και πάντα κι από μιας αρχής της Οικουμένης
γύρω από τον Κυρ Ήλιο της ο άγριος κι ο άγιος νόμος.
Του νόμου αυτού μαυρίζει ο ίσκιος τ’ άστρο της ημέρας,
δράκοντας αίμα ρηγικό μυρίζεται το τέρας.
Όμως από τα ύψη μου κι όποιος τον αντικρίσει,
προσκυνητής του θα γενεί, θα ειπεί: «Πλάστρα η φωτιά του!»
Γύφτος, και τα σφυροκοπά στη φλόγα του εδώ κάτου
φύλα νέου κόσμου και παλιού σε Ανατολή, σε Δύση.
Ιδέες αρνήτρες, της ψυχής χαλάστρες φωτιές, πάγοι,
τυφλού ενός τρόμου ή το κρεμάν ανάερα το σπαθί,
ή πολεμάνε την ψυχή ν’ αράξουν όπου ανθεί
το λησμοβότανο, ίσα εκεί που ζούνε οι λωτοφάγοι.
Κι όσα από με παραδοτά, θρεμμένα, ευλογημένα,
θρησκεία, γη, πίστη, ιδανικά, θυσίες, αγάπες, χρέη,
σα βαρετά, σαν ξεγραφτά, προσβάλοντ’ ένα ένα.
Σε βάθρα, ξόανα βάρβαρα, Μεσσίες ωχροί, θεοί νέοι.
Είμαι η Πατρίδα. Αδάκρυτη και αγέλαστη μητέρα,
συχνά απ’ το χρέος που κυβερνά ιερό τα σωθικά μου,
μου βάζει ατσάλι στην καρδιά και στη ματιά φοβέρα,
το χρέος με δείχνει και μητριά και σκιάχτρο στα παιδιά μου.
Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέρι
πλεγμένη σε μαχαίρι.
Στην αγκαλιά μου ταιριαστές και Χάρες και Γοργόνες.
Οι Μαραθώνες —μάθετε— γεννούν τους Παρθενώνες.
—Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,
σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα,
και μες στη μακεδονική ματοθρεμμένη γη
βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τ’ άστρα
στου Λαχανά και στου Κιλκίς την εκκλησιά την πλάστρα,
πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ’στε! …