
Γράφει ο Δημήτρης Π.
Το θαύμα της κινεζικής οικονομίας εντυπωσιάζει πολύ τους οικονομολόγους και αποτελεί αντικείμενο μελέτης για αυτούς. Εκτός όμως, απο τους οικονομολόγους, ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει την ισχυρή αυτή οικονομική δύναμη. Πολλοί μάλιστα θεωρούν λανθασμένα ότι η Κίνα έχει ξεπεράσει σε ΑΕΠ τις ΗΠΑ. Αυτό φυσικά, όπως είπα, δεν ισχύει, όμως είναι γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις των μελών του κομμουνιστικού κόμματος, με επικεφαλή τον Ντενγκ Τσιαοπίνγκ, έθεσαν τη βάση για αυτή τη ραγδαία ανάπτυξη.
Φυσικά, όταν πραγματεύεσαι το κινεζικό θαύμα, δεν γίνεται να μην αναφερθείς στο επενδυτικό έργο της κινεζικής ηγεσίας, με την ονομασία One Belt One Road initiative (OBOR), το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο, στην οικονομία όχι μόνο της Κίνας, αλλα και πολλών άλλων χωρών, με βασικό εταίρο και ενδιαφερόμενο μέρος την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πριν προχωρήσουμε σε λεπτομέρειες για το επενδυτικό αυτό πλάνο, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε, ότι η Κίνα αποτελούσε εδώ και πολλά χρόνια, έναν προμηθευτή χαμηλού κόστους. Δυτικές εταιρείες προμηθεύονταν αγαθά από Κινέζους επιχειρηματίες σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους τους. Αυτό σταδιακά οδήγησε στην μεγέθυνση της κινεζικής βιομηχανίας και την αύξηση του μεριδίου τους στην παγκόσμια αγορά και φυσικά το πιο σημαντικό την σταδιακή συρρίκνωση των δυτικών οικονομιών. Αυτό μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό, με τα στατιστικά(World Trade Atlas) που συγκρίνουν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές ΗΠΑ και Κίνας από και προς την Ιαπωνία, την Ν. Κορέα και την Ταϊβάν, το 1995 και το 2004.

Όπως διαπιστώνουμε από το σχήμα, η Κίνα αύξησε την συνεργασία της με τα άλλα κράτη της Ασίας και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να ξεπεράσει τις ΗΠΑ. Είναι φανερό λοιπόν, ότι τα στατιστικά στοιχεία ήδη έφερναν πονοκέφαλο στον Λευκό Οίκο, καθώς η οικονομική και πολιτική ισχύς της ΛΔΚ αυξανόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, γίνεται πλέον διακριτό, ότι η ΛΔΚ θα αποσκοπούσε στην αύξηση του μεριδίου της στην παγκόσμια αγορά. Εργαλείο σε αυτόν τον σκοπό αποτελεί το επενδυτικό σχέδιο OBOR, που αποτελεί και το φλέγον ζήτημα του παρόντος άρθρου. Η ΛΔΚ αποσκοπεί στην μεταφορά των προϊόντων της βαριάς βιομηχανίας της σε ολόκληρη την υφήλιο. Έτσι ο υφιστάμενος ηγέτης του καθεστώτος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, ανακοινώνει το 2013 το τεράστιο αυτό έργο και η καθεστωτική κυβέρνηση μαζί με άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τόσο της Κίνας, όσο και της Ανατολικής Ασίας, επένδυσαν υπέρογκα ποσά για την δημιουργία, ενός δικτύου μεταφορών. Το δίκτυο αυτό περιλαμβάνει πολλές χώρες και διανύει τεράστιες διαδρομές, όπως φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να ξεκαθαριστεί, ότι το ONE BELT ONE ROAD INITIATIVE, χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Το ένα είναι το χερσαίο κομμάτι, με την ονομασία silk road economic belt και το άλλο είναι το παραθαλάσσιο, που ονομάζεται maritime silk road initiative.
Το κοινό που έχουν αυτές οι δύο κατηγορίες, δηλαδη οι χερσαίες από τη μια και οι παραθαλάσσιες από την άλλη, που συναποτελούν το OBOR, είναι ότι έχουν ως αφετηρία η μια την άλλη και τέμνονται σε λιμάνι της Ευρώπης. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι οι κινεζικές αρχές διατείνονται ότι το επενδυτικό αυτό έργο, θέτει ως στόχο την οικονομική ανάπτυξη και συνεργασία όλων των χωρών, όπου το δρομολόγιο καλύπτει γεωγραφικά. Παράλληλα, μεγάλη μερίδα επικριτών της «κινεζικής λαίλαπας» όπως την αποκαλούν, ισχυρίζονται ότι είναι μια προσπάθεια της Κίνας για επέκταση προς τη Δύση, αλλά και την εξάρτηση των κρατών μελών του έργου αυτού, από το καθεστώς του Πεκίνου. Αυτό το σενάριο φυσικά δεν στερείται λογικής, καθώς προκύπτει το εύλογο ερώτημα, ποια μεγάλη δύναμη δεν θα ήθελε να αυξήσει τα οφέλη της από το παγκόσμιο περιβάλλον;
Ωστόσο η θεωρία των επικριτών της κυβέρνησης του Πεκίνου, παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες, καθώς η πραγματικότητα είναι ότι στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, συνήθως υπάρχουν σχέσεις αλληλεξάρτησης και όχι μονομερής εξάρτηση. Το ίδιο λοιπόν ισχύει και στην περίπτωση αυτού του δικτύου που καλύπτει μεγάλο μέρος του πλανήτη. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με μια σύντομη ανάλυση του οράματος του έργου αυτού. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το όραμα της επένδυσης είναι η σύνδεση λαών του κόσμου, σε όρους οικονομίας, πολιτικής και πολιτισμού. Οι κύριοι στόχοι του έργου είναι η πολιτική συνεργασίας μεταξύ των κρατών που το απαρτίζουν, η ανάπτυξη υποδομών για την διευκόλυνση των διασυνοριακών συναλλαγών, η προώθηση του εμπορίου, καθώς και η ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών. Φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η διευκόλυνση του ελεύθερου εμπορίου και η κατάργηση ή ο περιορισμός των προστατευτικών πολιτικών (όπως δασμοί, ποσοστώσεις κ.λ.π.), που περιορίζουν το εμπόριο.
Φυσικά όμως, όταν ένας επενδυτής, όταν αναλαμβάνει την διεκπεραίωση μιας επένδυσης και ειδικά ένα τόσο μεγάλο έργο, πρέπει να λάβει υπόψη του και εξωτερικούς κινδύνους που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτυχία. Έτσι λοιπόν και το Πεκίνο έρχεται αντιμέτωπο με ισχυρές προκλήσεις από το παγκόσμιο, πολιτικό, οικονομικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Η πρώτη πρόκληση αφορά την χρηματοδότηση και τα κεφάλαια τα οποία δεσμεύονται και το κόστος ευκαιρίας αυτών των κεφαλαίων. Λέγοντας κόστος ευκαιρίας εννοούμε το κέρδος που θα μπορούσε να έχει αποκομίσει το Πεκίνο εάν είχε διαθέσει τα κεφάλαια σε άλλη επένδυση, αντί για αυτήν που επέλεξε εν τέλει (OBOR). Ο ίδιος κίνδυνος μάλιστα, εγκυμονεί και για κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συμμετείχε στην προσφορά κεφαλαίων. Παράλληλα κάθε επενδυτικό έργο έχει και τον κίνδυνο επιτυχίας ή αποτυχίας, ως αποτέλεσμα των διαφόρων παραγόντων του εξωτερικού περιβάλλοντος.
Άλλη πρόκληση είναι ο χρόνος που απαιτείται για την ανάκτηση των κεφαλαίων που επενδύθηκαν. Στην πραγματικότητα κανένας επενδυτής δεν λαμβάνει αποφάσεις επειδή έχει καλή καρδιά, αλλά επειδή έχει την πεποίθηση και τον σκοπό, τόσο να ανακτήσουν το ποσό του κεφαλαίου που προσέφεραν, όσο και ένα κέρδος. Αυτό αν και ευκολονόητο, πρέπει να αναφερθεί γιατί τα ποσά της επένδυσης φεύγουν από την διάθεσή μας και αυτό αποτελεί επίσης έναν σημαντικό κίνδυνο.
Η τελευταία πρόκληση που είναι σημαντικό να ειπωθεί, είναι η γεωπολιτική και η αποσταθεροποίηση. Μάλιστα αυτό μπορεί να γίνει ιδιαίτερα κατανοητό με τις πρόσφατες εξελίξεις στην σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, καθώς και πιο πριν στο Καζακστάν. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών που το συναποτελούν, άρα οποιαδήποτε απόπειρα αποσταθεροποίησης του καθεστώτος, ή κάποια πολεμική σύγκρουση, ενδέχεται να έχουν καταστροφικές συνέπειες. επίσης, το Πεκίνο θα πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο προσεκτικό διότι οι ΗΠΑ έχουν μεγάλη ισχύ και δύναμη, ώστε να ρίχνουν και να εγκαθιδρύουν καθεστώτα. Μεγάλα παραδείγματα που το αποδεικνύουν αυτό είναι, οι αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ από τους ταραξίες καθώς και η φιλοαμερικανική στάση της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν).
Πολλοί ενδέχεται να ρωτήσουν «τι σημασία έχουν όλα αυτά και τι μας νοιάζει για την Κίνα». Πράγματι τα μάτια μας θα πρέπει να είναι διαρκώς στραμμένα στο εθνικό συμφέρον, όμως είναι σημαντικό να γνωρίζεις και να μπορείς να ερμηνεύεις φαινόμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος, ειδικότερα όταν σε αφορούν άμεσα ή έμμεσα.
Στην πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η Κίνα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και ας μην είναι ιδιαίτερα φανερό. Το Πεκίνο βρίσκεται στην δύσκολη θέση να πάρει αναγκαστικά μια θέση υπέρ ή κατά της συμμάχου της, δηλαδή την Ρωσία, η οποία αποτελεί και κόμβο του OBOR. Η Κίνα, ωστόσο, δείχνει να διαχειρίζεται την κατάσταση με την γνωστή στρατηγική της να μιλάει υπέρ της ειρήνης, καθώς δεν επιθυμεί καταστάσεις που πλήττουν την οικονομική της δραστηριότητα, χωρίς όμως, να καταδικάζει την Ρωσία, όπως απαιτούν οι δυτικές ελίτ.
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα ανωτέρω, είναι χρήσιμο να γίνει μια σύγκριση Ρωσίας και Κίνας. Η πρώτη είναι της παλιάς σχολής και αντιμετωπίζει κινδύνους με την χρήση της πολεμικής βιομηχανίας, ενώ η οικονομία της δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Η δεύτερη περίπτωση, είναι της νέας σχολής και δεν εμπλέκεται ιδιαίτερα στην γεωπολιτική σκακιέρα. Την ενδιαφέρει πρωτίστως η ευημερία των οικονομικών της δραστηριοτήτων και προσπαθεί μέσω αυτού να κυριαρχήσει.
Η γνώση του OBOR απαντάει μάλιστα και σε πολλά επιχειρήματα υπέρ της ΕΕ. Πολύ θεωρούν ότι είμαστε εξαρτημένοι από αυτήν την διακρατική ένωση και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε οι Ευρωπαίοι την Κινεζική οικονομία. Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα έπρεπε να μας ανησυχεί το πως θα αντιμετωπίσουμε ως Ευρώπη την κινεζική απειλή, αλλά πως θα επωφεληθούμε από αυτό το έργο που αναπτύσσεται διαρκώς. Όπως είδαμε και πριν, το επενδυτικό αυτό σχέδιο διανύει τρεις ηπείρους (Ασία, Ευρώπη, Αφρική).
Η Ελλάδα αποτελεί κόμβο αυτών των τριών ηπείρων, πράγμα το οποίο για μια σωστή κυβέρνηση θα ήτανε μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Η Ελλάδα όμως, έχει ορισμένα βαρίδια που δεν της το επιτρέπουν αυτό. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ελλάδας είναι προβληματικό, επομένως η Ελλάδα δεν αποτελεί παράδεισο επένδυσης ούτε για τον ναυτιλιακό τομέα. Μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων εφοπλιστών έχουν σημαίες ευκολίας, δηλαδή τα πλοία τους δεν συνεισφέρουν στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά της εκάστοτε χώρας που έχει για σημαία.
Βιβλιογραφία
*Sarker, M.N.I., Hossin, M.A., Yin, X.H. and Sarkar, M.K., (2018) One Belt One Road Initiate of China: Implication for Future of Global Development. Modern Economy,9, 623-638
*Αντώνης Χριστοπούλος, (2006) Η ραγδαία πολιτική και οικονομική άνοδος της Κίνας και οι επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή.