
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Τα μεγάλα κατορθώματα και ο ηρωισμός μένουν ζωντανά μέσα από τα βιβλία των ιστορικών. Οι μεγάλοι άνδρες, οι ήρωες των εθνών, τα αληθινά πρότυπα για τις μεταγενέστερες γενιές, τα πρότυπα εκείνα δηλαδή από τα οποία σε κρίσιμες στιγμές θα πιαστούν οι απόγονοι για να διεξάγουν τον αγώνα της αυτοσυντήρησης, υμνούνται από τους άλλους ιστοριογράφους, τους ποιητές.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο μέγιστος άνδρας της Οικουμένης, στρατηλάτης και κατακτητής, ήταν ο θαυμαστής του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα. Το πρότυπο αυτό ενέπνευσε τον Μακεδόνα στην παιδική ηλικία και ρίζωσε το ηρωικό του στοιχείο βαθιά στην ψυχή του κι όταν πια έγινε άνδρας διεκδίκησε την δόξα του Μυρμιδόνα. Επιθυμούσε να βρεθεί ένας Όμηρος για να υμνήσει τις κατακτήσεις του και τους πολέμους του ώστε να μείνει αθάνατος, όπως ο γιος του Πηλέα.
Ο πόλεμος είναι ο πατήρ των πάντων κι αυτό ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Όπου μάχες, αίμα και θυσία για την Πατρίδα και την Φυλή, εκεί γεννιέται και η τέχνη της ποίησης. Εκεί, πάνω από νεκρούς και ζωντανούς, νικητές και ηττημένους, η Μούσα στέκει πάνω από τις συμφορές των σκλαβωμένων και των απελευθερωμένων και όσα είδε μεταφέρει στον ποιητή για να τα αποτυπώσει στο χαρτί, διαθήκη στους απογόνους των ένδοξων προγόνων.
Από την εποχή της Αλώσεως της Βασιλεύουσας πόσα ποιήματα και λαϊκά δημοτικά τραγούδια κληρονομήσαμε που μνημόνευαν ότι η Πόλη θα γίνει ξανά δική μας με χρόνια και καιρούς; Πόσοι στίχοι μας πρόσφεραν την περιγραφή των τελευταίων ωρών της μεγάλης συμφοράς μιας χιλιετούς αυτοκρατορίας που φυλούσε Θερμοπύλες από τις ανατολικές βάρβαρες μογγολικές ορδές; Το αίμα είναι πνεύμα, έλεγε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, Νίτσε. Το αίμα αλλάζει χρώμα και γίνεται μελάνι στα χέρια κάποιων που είναι προορισμένοι να διατηρήσουν στη μνήμη των λαών τους γενναίους άνδρες. Το έργο τους είναι πολύ μεγάλο, ίσως μεγαλύτερο και από των ηρώων, γιατί χωρίς τους ύμνους των ποιητών και τις καταγραφές των ιστορικών, θα σβήνονταν οι μεγάλες πράξεις από τη μνήμη των ανθρώπων.
Στην εποχή μας όμως έχουμε έλλειψη ηρώων και κατά συνέπεια πραγματική εξαφάνιση των ποιητών. «Πεθαίνετε διότι εσκοτώσατε το Πνεύμα», είπε ο Περικλής Γιαννόπουλος. Και το πνεύμα πέθανε γιατί σήμερα δε χύνεται αίμα για αξίες, ιδανικά, Πατρίδα, Φυλή και Οικογένεια. Το αίμα χύνεται στην άσφαλτο ενώ έχει πρώτα ποτιστεί με αλκοόλ ή διάφορες άλλες ουσίες. Το αίμα πήζει στις φλέβες των κουρασμένων, στα άρρωστα και παχύσαρκα σώματα της φιλελεύθερης καπιταλιστικής εποχής. Η παιδεία στα σχολεία των Ελλήνων έχει φροντίσει να εξαφανίσει τους ποιητές που ξυπνούν την φιλοπατρία στην ψυχή των παιδιών και τους εμφυτεύει στίχους της αριστερής θολοκουλτούρας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μεγάλος μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, είχε γράψει σε ένα άρθρο του πως την ιστορία της Επαναστάσεως δεν την έμαθε από τον Παπαρηγόπουλο, αλλά από την ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου. Ο συγκεκριμένος είναι ένας άγνωστος, ξεχασμένος ποιητής στην σύγχρονη Ελλάδα αφού δεν μνημονεύεται και δεν διδάσκεται στα σχολεία, ούτε γίνονται αφιερώματα στη μνήμη του. Μια προτομή του υπάρχει στο Ζάππειο η οποία παρατηρεί τον λαό να περνάει αδιάφορα από μπροστά της. Προφητικός ο στίχος του: «Είναι πολύ αχάριστος και ασεβής η λήθη». Τον στίχο αυτό τον έγραψε για τους ήρωες που το όνομά τους δεν κέρδισε την αθανασία, για τους άγνωστους στρατιώτες:
Πατέρων κοιμητήριον διέρχομ’ επισήμων
Λειψάνων βλέπω σάβανα βαμμένα εις το αίμα
Είναι το κενοτάφιον ηρώων ανωνύμων
Ηρώων δίχως θρίαμβον, μαρτύρων δίχως στέμμα.
Α. πως λατρεύει μάρτυρας τοιούτους η ψυχή μου
Αυτοί είναι η Μούσα μου, αυτοί και η ωδή μου!
Και πώς άλλωστε να μας διδάξουν τον Παράσχο; Δεν είναι δυνατό να μπει στην σύγχρονη ανθελληνική παιδεία ο ποιητής που έλεγε:
Ναι, τέτοια, τέτοια ήθελα και πάλι την Ελλάδα!
Σκλάβα μ’ ελεύθερο σπαθί, μ’ ακοίμητο μηλιόνι,
Ελλάδα του Πετρόμπεη και του Κολοκοτρώνη.
Τι κρίμα που διαβήκανε κείν’ οι καιροί, τι κρίμα
Αν η πατρίς ελεύθερο δεν είχε τότε Βήμα
Βήμα της είχε τα βουνά, τον Όλυμπο, την Όσσα
Ρητόρευε με το σπαθί και όχι με την γλώσσα!
Ναι, τότε φιλελεύθερα δε διάβαζε βιβλία,
Γιατί της έλεγ’ η σκλαβιά τι είν’ ελευθερία.
Η οργισμένη πένα του Παράσχου κατέγραφε πικρές αλήθειες σαν πρόδρομος του Περικλή Γιαννόπουλου. Δουλειά του ποιητή δεν είναι μόνο να υμνεί περασμένα μεγαλεία, δουλειά του είναι επίσης να ασκεί κριτική στα αίτια μιας επερχόμενης παρακμής. Ο Σουρής μας έχει αφήσει ποιήματα που σατυρίζουν και κρίνουν την ελληνική κοινωνία. Δε μπορώ όμως να μην αναφέρω και πάλι στίχους του Παράσχου που είναι πάντα επίκαιροι, και σήμερα πολύ περισσότερο εύστοχοι από την εποχή του ποιητή:
Φεύ, Νεολαία φθισική με μόνον τα βιβλία,
Με τα βιβλία τα νεκρά δεν γίνεσαι μεγάλη,
Κ’ ειν’ όπλον επικίνδυνον πολλάκις η παιδεία,
Όταν σιγά το αίσθημα και αρετή δεν θάλλη.
Ο Αχιλλέας Παράσχος ήταν ο ποιητής που με τους στίχους του δίδαξε τα επιτεύγματα των ηρώων του Εικοσιένα στον μεγάλο μας Παλαμά. Από που αντλούσε ο τελευταίος την ποιητική του έμπνευση, ο εθνικιστής πατριδολάτρης – κατά δήλωσή του – ποιητής μας; Από την Μεγάλη Ιδέα. Ποιος ήρωας τον κατέκλυζε από τους αγωνιστές του ’21; Ο Καραϊσκάκης.
Για τον Παλαμά, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έβαλε στην ποίηση το «Εμείς». Σε ένα άρθρο του θα αναφέρει ότι «Από μια όψη της η πατριωτική ποίηση είναι ποίηση πολιτική». Ενώ σε άλλο, στο οποίο ανέπτυξε την πολιτική δράση και το ήθος του Βαλαωρίτη, τον «στεφάνωσε» ως εξής: «Αν εθνικόν πνεύμα, ως ορίζει αυτό ο Σίλλερ, καλείται το σύνολον των ιδεών και αισθημάτων έθνους τινός εν σχέσει προς τας αντιθέτου φύσεως ιδέας και αισθήματα ετέρου έθνους, ο Βαλαωρίτης ο κατ’ εξοχήν εκφράζων το πνεύμα τούτο, είναι ο κατ’ εξοχήν εθνικός ποιητής της νεωτέρας Ελλάδος».
«Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη» διδάσκει ο Λευκαδίτης ποιητής. Μας άφησε ποιήματα όπως «Ευαγγελισμός κι Ελληνισμός», «Το σχοινί του πατριάρχη», «Σαμουήλ» και το «Αθανάσιος Διάκος», «Η προς την πατρίδα αγάπη μου» κι επιθυμούσε να ζήσει μέχρι να δει μεγάλη την Ελλάδα για να γράψει το κύκνειο άσμα του. Μα το «Ο Βράχος και το κύμα» είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο αισιόδοξα ποιήματα που δόθηκαν ποτέ στον ελληνικό λαό. Στον συμβολισμό αυτό μας δίνει ως βράχο το οθωμανικό κράτος και ως κύμα τον υπόδουλο ελληνισμό.
Μέσα από τον αγώνα των μεγάλων ηρώων που απελευθέρωσαν την ελληνική πατρίδα, από τον ζυγό των Οθωμανών, δεν γεννήθηκε κι ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός; Χαρακτηρίστηκε από τον Κωστή Παλαμά ως ο ποιητής των «εθνικών παλμών»! Στο ποίημα «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», ο Σολωμός καταγράφει τα λόγια της Μούσας για το Μεσολόγγι: «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο ενδοξότερο από τούτο τ’ αλωνάκι».
Εκπληκτικοί ύμνοι για το Έθνος και την Πατρίδα υπήρξαν και οι «Ωδαί» του Ανδρέα Κάλβου:
Θερμότατον τὸν πόθον
ἐφύτευσας τῆς δόξης
εἰς τὴν καρδίαν τῶν τέκνων σου,
Ὦ Ἑλλάς, καὶ καλεῖσαι
μήτηρ ἡρῴων.
Και πως να μην γίνει αναφορά στον Ρήγα Βελεστινλή; Με τον «Θούριο» και τη δράση του άναψε τη φλόγα της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τα όσα μας λένε ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης κι ο Υψηλάντης, όταν οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να μαθαίνουν ποιοι ήταν οι πρόγονοί τους και πόσο γενναία είχαν πολεμήσει τους Πέρσες αποφάσισαν να τους μοιάσουν. Αυτό προστάζει και στον «Πατριωτικό Ύμνο» ο Ρήγας Φεραίος:
Αὐτοὺς κ’ ἐμεῖς τοὺς θαυμαστούς,
ἥρωας κι ἄλλους ἐκλεκτούς,
ἄς μιμηθῶμεν τώρα,
μὴ χάνωμεν τὴν ὥρα,
ὅτ’ εἶναι πρόγονοί μας.
Στὴ φωτιά, μπρὲ παιδιὰ!
Πράγματι, οι αγωνιστές του Απελευθερωτικού Αγώνα εμπνεύστηκαν και άντλησαν το θάρρος τους από τους ένδοξους αρχαίους προγόνους τους.
Όπως οι υποδουλωμένοι Έλληνες θέλησαν να συνδεθούν με το ένδοξο παρελθόν των προγόνων, έτσι και το μεγάλο φιλελληνικό ρεύμα της εποχής που είχε την έδρα του στο Μόναχο της Βαυαρίας, συνέδεσε τους επαναστατημένους Έλληνες με την αρχαία Ελλάδα.
Ο Φρίχντριχ Χαίλντερλιν, Γερμανός ποιητής, έγραφε «το ξέρω, θα έρθει ο καιρός της εκπλήρωσής τους», εννοώντας τους Έλληνες που ακόμα δεν είχαν ξεσηκωθεί. Κι όταν έμαθε για τον ξεσηκωμό σα να βρήκε ξανά τα λογικά του κι άρχισε να γράφει για την Ελλάδα που τόσο αγαπούσε.
Ο λόρδος Βύρων ήρθε στην Ελλάδα, έγραψε ποιήματα για αυτήν και πέθανε στο Μεσολόγγι. Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε την ποιητική συλλογή «Τα Ανατολικά» με γνωστότερο ποίημα «Το Ελληνόπουλο» που μετέφρασε ο Κωστής Παλαμάς. Ο Άγγλος Πέρσυ Σέλλεϋ έγραψε το λυρικό δράμα «Ελλάς» το 1821. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Α’ της Βαυαρίας σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης έγραφε ποιήματα για την Ελλάδα και χαρακτηρίστηκε ως «εστεμμένος Τυρταίος».
Ο Σατωμπριάν έγραψε ένα υπόμνημα για την Ελλάδα. Ο Κλωντ Φωριέλ έκανε συλλογή των δημοτικών τραγουδιών και μας τα πρόσφερε σε ένα έργο με σχολιασμούς και ιστορικά στοιχεία. Μεταξύ άλλων αναφέρει κάτι εν πολλοίς άγνωστο: «Οι βουνίσιοι αγαπούν μόνο τα κλέφτικα ή αυτά που τους δίνουν κάποια εικόνα για την ζωή των αγρών ή των βοσκών, κοντολογίς αυτά όπου το καθετί είναι περήφανο, απλό και αγνό όπως αυτοί. Τα τραγούδια των πόλεων που τα περισσότερα αναφέρονται σε ερωτικές περιπέτειες ή αισθήματα, δεν τους πολυαρέσουν, αν δεν τους προσβάλλουν κιόλας, συχνά μάλιστα τους προσβάλλει και η παραμικρή ελευθερία έκφρασης ή σκέψης. Περιλαμβάνουν αδιακρίτως όλα τα τραγούδια των πόλεων στην ονομασία “τραγούδια πουστικά”».
Πρέπει να μη ξεχνάμε το μήνυμα που μας άφησε για την αξία του δημοτικού μας τραγουδιού: «Ας βιαστούν να συλλέξουν ότι δεν έχει χαθεί από τα λαϊκά τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους χρωστάει χάρη για ότι θα κάνουν για να τα διατηρήσουν, και μια μέρα θα χαίρονται να μπορούν να συσχετίσουν με τα προϊόντα μιας ποίησης λόγιας και καλλιεργημένης αυτά τα απλά μνημεία της ιδιοφυίας, της ιστορίας και εθίμων των πατέρων τους».
Ο Γκαίτε δε θα μπορούσε να λείψει από τους φιλέλληνες. Εμπνεύστηκε από τις τραγωδίες και την ελληνική φιλοσοφία. Λάτρεψε το δημοτικό μας τραγούδι τόσο ώστε να φωνάζει ζωγράφους στο σπίτι του για να τους βάζει να του ζωγραφίσουν όσα μπορεί να περιγράφονταν στο τραγούδι. Η Σίτσα Καραϊσκάκη σε μια μελέτη της για τον Γκαίτε αναφέρει τα εξής πολύ σημαντικά για τον Γερμανό ποιητή:
«Οι ψυχικές αυτές στενές σχέσεις του Γκαίτε με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και η προσήλωση στις φιλοσοφικές τους θεωρίες είναι δίκαιο να μας πληρούν περηφάνεια και αγαλλίαση. Νοιώθουμε πως ψηλώνουμε και μεις κοντά του ανευρίσκοντας μέσα στο λαμπρό προγονικό μας παρελθόν τον ίδιον τον εαυτό μας. Γελούσε για τις θεωρίες του Φαλμεράγιερ και ενθουσιαζότανε σαν έπαιρνε ένα γράμμα του Μπάυρον από την μαχόμενη Ελλάδα την απόγονη εκείνης της χώρας που του έλαμψε με τον ήλιο του πνεύματος της. Και ήθελε κι αυτός να ήτανε νέος για να πολεμήσει ο ίδιος για την ελευθερία της. Κι απαντούσε στον Μπάυρον με τέτοιους στίχους:
Ο νους φτερό, όμως μολύβι το κορμί.
Αχ, πλάι σου νάμουν με της νιότης την ορμή.
Κι όταν επεσκέφτηκα το σπίτι του στη Βαϊμάρη είδα με μεγάλη συγκίνηση πάνω στον μικρό μαυροπίνακα που κρέμονταν πλάγια στο απλό του κλινάρι ανάμεσα σε άλλα γραμμένες τις λέξεις «Griechenland auferstanden» δηλ. «Η Ελλάδα αναστήθηκε». Ήτανε ανάμεσα στα θέματα που είχε στο νου του να καταπιαστεί».
Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης πάντα ενέπνεε τους ποιητές μας και τον ελληνικό λαό, γι’ αυτό και ο Παλαμάς το 1940 στο περιοδικό της «Νεολαίας» σε ένα τετράστιχο παρότρυνε τους φαντάρους «να μεθύσουν με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα». Στην εποχή μας ένας στίχος του Παράσχου είναι το μήνυμα που πρέπει να μας οδηγήσει μέσα από την ιστορία και τον ηρωισμό του ’21 ώστε η Ελλάς να οδηγηθεί και πάλι στην Δόξα:
«Όποιος είσαι γνώρισε,
εγείρου, αναστήσου!»