
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Στην επιστήμη της Ιστορίας δεν χωράνε ιδεοληψίες και ιστορικοί αναχρονισμοί. Εδώ και χρόνια χρησιμοποιούνται μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού κάποια αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη με περιεχόμενο που εναντιώνεται στους Έλληνες. Αυτό γίνεται με στόχο και σκοπό να διχάσουν θρησκευτικά τους Έλληνες διάφοροι επιτήδειοι που μάχονται τον χριστιανισμό, είτε για λόγους απωθημένων κι ημιμάθειας, είτε επειδή αυτή είναι η αποστολή τους. Κυρίως, όμως, επιχειρούν να παρουσιάσουν τον χριστιανισμό ως μια εβραϊκή ανθελληνική θρησκεία που επιβλήθηκε στους Έλληνες. Η Σπάρτη όμως είχε άριστες σχέσεις με τους Μακκαβαίους, κι αυτό αποσιωπάται επιμελώς. Αυτό διαπιστώνεται από τα βιβλία των Μακκαβαίων που περιέχονται στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και από όσα κατέγραψε ο ελληνιστής Ιουδαίος Φλάβιος Ιώσηπος στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε αυτή την αποσιωπημένη πτυχή της σπαρτιατικής ιστορίας που αφορά τη φιλία Σπαρτιατών και Μακκαβαίων. Παρουσιάζονται τόσο καιρό μόνο τμήματα από τα βιβλία των Μακκαβαίων που αφορούν την επανάσταση που έκαναν εναντίον του Αντιόχου. Ας δούμε και τα υπόλοιπα που καταγράφονται όμως και σκόπιμα αποσιωπούνται.
Ο ελληνιστής Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος
Σε αυτή την περίεργη σχέση της Σπάρτης και των Ιουδαίων αναφέρεται ο ελληνιστής ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, ο οποίος γεννήθηκε το 37 μ.Χ και πέθανε το 100 μ.Χ.. Ήταν ο πρώτος που έγραψε την ιστορία των Ιουδαίων. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από ιερατική οικογένεια, ενώ η μητέρα του καταγόταν από τον Ασμοναίο αρχιερέα Ιωνάθαν. Εκτός από ιστορικός ήταν και στρατιωτικός διοικητής, διπλωμάτης, Φαρισαίος και μελετητής του Μωσαϊκού Νόμου. Ανέλυσε μάλιστα τρεις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού, τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους.

Η αναφορά του Ιώσηπου στις σχέσεις Σπαρτιατών και Ιουδαίων
Έχει τεράστιο ενδιαφέρον η αναφορά του Ιώσηπου στις άριστες σχέσεις των Ιουδαίων με τους Λακεδαιμονίους, κάτι που επιβεβαιώνεται κι από τα βιβλία των Μακκαβαίων Α’ και Β’, τα οποία θα δούμε παρακάτω. Στο σημείο αυτό προέχει να δούμε τι κατέγραψε ο Ιώσηπος στη ιστορία του για την ιουδαιοσπαρτιατική φιλία:
«Έχοντας λοιπόν κερδίσει λαμπρή νίκη, κατά τη οποία σκότωσε δύο χιλιάδες από τους αντιπάλους του, ο Ιωνάθης επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας λοιπόν ότι με τη βοήθεια του Θεού όλες του οι υποθέσεις πήγαιναν κατ’ ευχήν, έστειλε πρεσβευτές στους Ρωμαίους, θέλοντας να ανανεώσει τη φιλία που το έθνος του είχε παλαιότερα συνάψει με αυτούς. Στους ίδιους πρεσβευτές έδωσε εντολή να επισκεφτούν και τους Σπαρτιάτες επιστρέφοντας από τη Ρώμη και να τους υπενθυμίσουν τη φιλία και τη συγγένεια των Ιουδαίων μαζί τους. Ετούτοι, μόλις έφτασαν στη Ρώμη, εμφανίστηκαν ενώπιον της συγκλήτου και παρέδωσαν το μήνυμα του αρχιερέα Ιωνάθη, λέγοντας ότι τους είχε στείλει για να επιβεβαιώσουν τη συμμαχία. Η σύγκλητος επικύρωσε τα παλαιότερα διατάγματά της, που αφορούσαν στη φιλία με τους Ιουδαίους, και τους παρέδωσε επιστολές προς όλους τους βασιλιάδες της Ασίας και Ευρώπης και τους ηγεμόνες των πόλεων, ώστε μέσω αυτών να πετύχαιναν ασφαλή επιστροφή στη χώρα τους. Κατά την επιστροφή τους πήγαν στη Σπάρτη και τους παρέδωσαν τις επιστολές που είχαν λάβει από τον Ιωνάθη. Αντίγραφο των οποίων είναι το εξής:
«Ο Ιωνάθης, αρχιερέας του Ιουδαϊκού έθνους, η γερουσία και το συμβούλιο των ιερέων χαιρετούν τους αδελφούς τους εφόρους και λαός των Λακεδαιμονίων. Αν είστε καλά, και οι δημόσιες και οι ιδιωτικές υποθέσεις σας πηγαίνουν καλά, πράγμα που είναι σύμφωνο με την επιθυμία μας, είμαστε κι εμείς καλά. Όταν σε παλιότερες εποχές παραδόθηκε από τον Δημοτέλη στον Ονία, που ήταν αρχιερέας μας, επιστολή από τον Αρείο, τον τότε βασιλιά σας, αντίγραφο της οποίας είχε συναφθεί, και αφορούσε τη συγγένεια που υπάρχει ανάμεσά μας, με χαρά λάβαμε το γράμμα και δείξαμε καλή θέληση τόσο προς τον Δημοτέλη όσο και προς τον Άρειο, μολονότι δε χρειαζόμασταν τέτοια απόδειξη καθώς η συγγένεια αποδεικνυόταν από τα ιερά κείμενά μας, εμείς δε είχαμε θεωρήσει σκόπιμο να προβούμε προκαταβολικά στην αναγνώριση της συγγένειας, μήπως φανεί ότι πάμε να αποσπάσουμε την τιμή που μας κάνατε, και μολονότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η συγγένειά μας συζητήθηκε για πρώτη φορά, οπότε προσφέρουμε θυσίες στο Θεό, κατά την διάρκεια των ιερέων και των επιμνημόσυνων ημερών, συνεχίζουμε να Τον παρακαλούμε υπέρ της δικής σας σωτηρίας και νίκης. Κι ενώ πολλές φορές εμπλακήκαμε σε πολέμους, εξαιτίας της πλεονεξίας των γειτόνων μας, αποφασίσαμε να μην ενοχλήσουμε εσάς ούτε όποιον άλλο συνδέεται μαζί μας. Αλλά καθώς επικρατήσαμε τω εχθρών μας, στείλαμε στους Ρωμαίους τον Νουμήνιο, τον γιο του Αντιόχου, και τον Αντίπατρο, τον γιο του Ιάσονα, που είναι μέλη της γερουσίας μας και τιμούνται από εμάς, και τους δώσαμε επίσης επιστολή προς εσάς, ώστε α μπορέσουν να ανανεώσουν τους δεσμούς μας μαζί σας. Θα κάνατε καλά λοιπόν αν μας γράφατε επίσης και μας ζητούσατε οτιδήποτε θέλετε, μένοντας βέβαιοι ότι ανυπομονούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες σας με κάθε τρόπο». Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν δέχτηκαν φιλόφρονα τους πρεσβευτές και, αφού έβγαλαν ψήφισμα περί συμμαχίας και φιλίας με τους Ιουδαίους, τους το έστειλαν» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, τ.12, σελ73-77 βιβλ.ΙΓ’, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ)
Συμμαχίες Μακκαβαίων με Έλληνες και Ρωμαίους
Στο βιβλίο Μακκαβαίοι Α’ διαβάζουμε ότι ο Αντίοχος ο Δ’ ο Επιφανής επιχείρησε να εξαλείψει την διαφορετικότητα των εθνών καταργώντας τα ήθη κι τα έθιμά τους. Επρόκειτο για μια πολιτική καθαρά αντιφυλετική η οποία οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του στρατού των Σελευκιδών και των Ιουδαίων. Οι Σελευκίδες μάλιστα είχαν και την υποστήριξη των ελληνιστών Ιουδαίων στις μάχες αυτές, οι οποίοι πολέμησαν ενάντια στους ομοεθνείς τους Μακκαβαίους:. Αυτά τα είδαμε στο προηγούμενο άρθρο «Οι Μακκαβαίοι και η παρερμηνεία της ιστορίας».
Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα και σύναψαν συμμαχία με τον Ιούδα τον Μακκαβαίο εναντίον των Σελευκιδών (Α Μακ 8, 9-32). Λίγο αργότερα ο Ιούδας ο Μακκαβαίος πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Ιωνάθαν. Οι Ιουδαίοι με ηγέτη τον Ιωνάθαν σύναψαν συμμαχία με τον Δημήτριο εναντίον του Αλέξανδρου του Επιφανούς, υιού του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς. Ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει την Πτολεμαΐδα κι ο Δημήτριος συγκέντρωσε στρατό προκειμένου να κερδίσει και πάλι την περιοχή. Ο Αλέξανδρος όμως θέλησε να κερδίσει τη φιλία και να συνάψει συμμαχία με τον Ιωνάθαν και τους Ιουδαίους εναντίον του Δημητρίου. Απέστειλε την εξής επιστολή λοιπόν:
«Ο βασιλεύς Αλέξανδρος αποστέλλει τους χαιρετισμούς του προς τον αδελφόν του Ιωνάθαν. Επληροφορήθημεν δια σέ, ότι είσαι άνθρωπος γενναίος και άξιος να είσαι φίλος μας. Δια τούτο σε εγκαθιστώμεν από σήμερον αρχιερέα στο έθνος σου και ορίζομεν να ονομάζεσαι φίλος του βασιλέως (μαζή δε με την επιπτολήν έστειλεν ο βασιλεύς εις αυτόν βασιλικήν πορφύραν και χρυσούν στέφανον). Επιθυμούμεν, λοιπόν, να διακατέχεσαι από τα αυτά με ημάς φρονήματα και να φυλάττης την φιλίαν σου προς ημάς”. Ο Ιωνάθαν ενεδύθη την αγίαν αρχιερατικήν στολήν κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, τον έβδομον μήνα, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Συνεκέντρωσε δε στρατόν και κατεσκεύασεν όπλα πολλά.» (Α Μακ 10, 18-21)
Εν συνεχεία, ο Δημήτριος θέλησε να ξανακερδίσει την φιλία και τη συμμαχία των Μακκαβαίων και έστειλε επιστολή προσφέροντας ουσιαστικά γη και ύδωρ, φοροαπαλλαγές και πολλά άλλα προνόμια. Οι Μακκαβαίοι δεν τον πίστεψαν και απέρριψαν τις προτάσεις του διατηρώντας την συμμαχία με τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος νίκησε τον Δημήτριο, ο οποίος μάλιστα σκοτώθηκε, και πήρε ξανά την Πτολεμαΐδα. Ο Αλέξανδρος έκατσε στον θρόνο και έστειλε στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο επιστολή όπου του ζητούσε την κόρη του σε γάμο. Η πρόταση έγινε δεκτή από τον Πτολεμαίο. Στον γάμο του ο Αλέξανδρος κάλεσε τον Ιωνάθαν και τον έθεσε τιμητικά εκ δεξιών του τιμώντας τη φιλία και τη συμμαχία μαζί του. Ο γιος του Δημητρίου, ο Δημήτριος, επέστρεψε από την Κρήτη και με τον στρατηγό Απολλώνιο εξεστράτευσε εναντίον των εδαφών του Αλεξάνδρου. Τον Απολλώνιο πολέμησε και νίκησε ο Ιωνάθαν: «Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, παρεχώρησε νέας τιμάς στον Ιωνάθαν. Εστειλεν εις αυτόν μίαν χρυσήν πόρπην, η οποία κατά κρατούσαν συνήθειαν εδίδετο στους συγγενείς των βασιλέων. Εδωκεν επίσης στον Ιωνάθαν ως ιδιοκτησίαν του την Ακκαρών και τα περίχωρά της» (Α Μακ 10, 88-89)
Ο βασιλιάς Πτολεμαίος έπειτα αποφάσισε να κατακτήσει τα εδάφη που είχε υπό την εξουσία του ο γαμπρός του ο Αλέξανδρος. Εξεστράτευσε εναντίον του και ο Αλέξανδρος αποκεφαλίστηκε από τον Ζαβδιήλ τον Άραβα. Τρεις μέρες πέθανε κι ο Πτολεμαίος και η εξουσία των εδαφών αυτών πέρασε στα χέρια του Δημητρίου. Ο Δημήτριος σύναψε συμμαχία με τον Ιωνάθαν και παρεχώρησε πολλά προνόμια στους Ιουδαίους. Σε μια κρίσιμη στιγμή για την εξουσία του ενισχύθηκε στρατιωτικώς από τον Ιωνάθαν και κατάφερε να κυβερνήσει και πάλι με ηρεμία. Μετά από αυτό όμως δεν τήρησε όσα υποσχέθηκε στον Ιωνάθαν. Όμως ο Δημήτριος ανετράπη μετά από μάχη με τον Τρύφωνα, άνδρα που άνηκε στις τάξεις του Αλεξάνδρου του Επιφανούς. Αφού νίκησε τον Δημήτριο ο Τρύφων έδωσε τον θρόνο στον νεαρό Αντίοχο, τον υιό του Αλεξάνδρου του Επιφανούς. Ο τελευταίος μάλιστα έστειλε επιστολή στον Ιωνάθαν όπου έγραφε τα εξής: «Σου δίδω την αρχιερωσύνην, σε καθιστώ διοικητήν στους τέσσαρας νομούς και θέλω να είσαι συ μεταξύ των στενών φίλων του βασιλέως» (A Maκ 11,57) ‘Επειτα ο Ιωνάθαν πολέμησε τους στρατηγούς του Δημητρίου και αφού τους νίκησε επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.

Ο Ιωνάθαν και οι επιστολές με τον βασιλιά της Σπάρτης
Όπως είδαμε και στο βιβλίο του Ιώσηπου, μετά τη νίκη του αυτή σύναψε συμμαχία με τους Ρωμαίους και τους Σπαρτιάτες. Στο δωδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου Μακαβαίοι Α’ υπάρχουν οι επιστολές που αντάλλαξε ο Ιωνάθαν με τον βασιλιά της Σπάρτης Άρειο ή Αρεύς. Επρόκειτο για τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«Είδεν ο Ιωνάθαν, ότι αι περιστάσεις ήσαν δι’ αυτόν ευνοϊκαί. Εξέλεξε, λοιπόν, μερικούς άνδρας και τους έστειλεν εις την Ρώμην να επικυρώση και ανανέωση την φιλίαν του με τους Ρωμαίους. Εστειλεν επίσης άλλους απεσταλμένους με επιστολάς, ομοίου περιεχομένου και προς τον αυτόν σκοπόν, στους Σπαρτιάτας και προς άλλας χώρας. Ήλθαν, λοιπόν, εις την Ρώμην οι απεσταλμένοι του, εισήλθαν εις την σύγκλητον και είπαν: «ο αρχιερεύς Ιωνάθαν και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν να ανανεώσωμεν με σας την φιλίαν μας και την συμμαχίαν μας, όπως ήτο και προηγουμένως». Η σύγκλητος εδέχθη τας προτάσεις, συνήψε προς αυτούς συμφωνίαν και τους έδωκεν επιστολάς προς τους κατά τόπους Ρωμαίους άρχοντας, δια να τους προπέμπουν με ειρήνην και τιμήν εις την χώραν της Ιουδαίας.
Αυτό δε είναι και το αντίγραφον της επιστολής, που έγραψεν ο Ιωνάθαν προς τους Σπαρτιάτας: «Ο Ιωνάθαν, ο αρχιερεύς, και η γερουσία του έθνους, οι ιερείς και ο άλλος λαός των Ιουδαίων, χαιρετίζει τους αδελφούς Σπαρτιάτας. Και προηγουμένως είχαν αποσταλή επιστολαί προς τον αρχιερέα μας τον Ονίαν εκ μέρους του Δαρείου, ο οποίος ήτο βασιλεύς εις σας, αι οποίαι εβεβαίωναν ότι είσθε αδελφοί μας, όπως μαρτυρεί και το επισυναπτόμενον αντίγραφαν. Ο Ονίας εδέχθη τον άνδρα, που εστείλατε με πολλήν τιμήν, επήρε τας επιστολάς, εις τας οποίας εγίνετο σαφώς και ρητώς λόγος περί συμμαχίας και φιλίας μεταξύ μας. Ημείς σήμερον, καίτοι δεν έχομεν ανάγκην αυτών των πραγμάτων, διότι ως παρηγορίαν και ενίσχυσιν έχομεν τα άγια βιβλία που ευρίσκονται εις τα χέρια μας, εν τούτοις απεφασίσαμεν και αποστέλλομεν προς σας την πρεσβείαν αυτήν, δια να ανανεώσωμεν την αδελφικήν και φιλικήν μας αγάπην και να μη αποξενωθώμεν μεταξύ μας. Πολλοί χρόνοι έχουν παρέλθει από τότε, που σεις εστείλατε προς ημάς την πρότασιν της φιλίας. Ημεις λοιπόν καθ’ όλον τον καιρόν σας ενθυμούμεθα αδιαλείπτως κατά τας εορτάς μας και κατά τας άλλας καθιερωμένας εις λατρείαν του Θεού ημέρας, κατά τας θυσίας τας οποίας προσφέρομεν, και εις τας προσευχάς μας, όπως είναι δίκαιον και πρέπον να ενθυμούμεθα αδελφούς. Ευφραινόμεθα δε πληροφορούμενοι την δόξαν σας. Αλλά θλίψεις πολλαί και πόλεμοι πολλοί μας εκύκλωσαν, διότι μας επολέμησαν οι γύρω μας άρχοντες και λαοί. Δεν ηθελήσαμεν όμως στους πολέμους αυτούς να παρενοχλήσωμεν σας και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας. Διότι έχομεν την βοήθειαν παρά του Θεού του ουρανού, που μας ενίσχυσε συνεχώς, και εγλυτώσαμεν από τους εχθρούς μας, οι δε εχθροί μας συνετρίβησαν και εξηυτελίσθησαν. Δια τούτο, λοιπόν, εξελέξαμεν τον Νουμήνιον υιόν του Αντιόχου, και τον Αντίπατρον υιόν του Ιάσωνος, και τους εστείλαμεν στους Ρωμαίους, δια να ανανεώσωμεν την προηγουμένην μας προς αυτούς φιλίαν και συμμαχίαν. Τους εδώσαμεν δε την εντολήν να περάσουν και από σας, να σας χαιρετήσουν και να σας φέρουν την επιστολήν μας αυτήν, η οποία κάμνει λόγον δια την ανανέωσιν της αδελφικής μας αγάπης. Και τώρα καλώς θα πράξετε και σεις, να μας απαντήσετε εις τας προτάσεις μας αυτάς”. Το αντιγράφον της επιστολής, την οποίαν οι Σπαρτιάται έστειλαν προς τον Ονίαν είναι το εξής·
“Ο Αρειος ο βασιλεύς των Σπαρτιατών χαιρετίζει τον Ονίαν, τον μέγαν αρχιερέα. Ευρέθη εις κάποιο αρχαίον έγγραφον, ότι οι Σπαρτιάται και οι Ιουδαίοι είναι αδελφοί και ότι αμφότεροι κατάγονται από την γενεάν του Αβραάμ. Και τώρα, αφού εμάθαμεν πλέον αυτά, καλώς θα πράξετε σεις να μας γράψετε σχετικώς με την ειρηνικήν και ευημερούσαν ζωήν σας. Και ημείς επίσης σας γράφομεν, ότι τα ποίμνιά σας και όλα τα υπάρχοντά σας είναι ιδικά μας, και τα ιδικά μας είναι ιδικά σας. Εδώσαμεν δε εντολήν στους κομιστάς της επιστολής, να σας είπουν αυτά και προφορικώς”. (Α Μακ 12, 1-23)
Προφανώς η αναφορά για κοινή καταγωγή από την γενιά του Αβραάμ είναι μια υπερβολή την οποία και δε χρειάζεται να λάβουμε σοβαρά. Πάντως για ακόμα μια φορά φαίνεται ότι υπάρχει μια θετική προσέγγιση από τους Μακκαβαίους προς άλλους Έλληνες, πλην των Σελευκιδών.

Στη συνέχεια του εν λόγω βιβλίου στο κεφάλαιο 14 γίνεται αναφορά στον θάνατο του Ιωνάθαν και στις αντιδράσεις Ρωμαίων και Σπαρτιάτων κατά το άκουσμα του γεγονότος. Τότε οι Σπαρτιάτες απέστειλαν εκ νέου επιστολή προς τους Ιουδαίους:
«Οταν ηκούσθη έως εις την Ρώμην και εις την Σπάρτην, ότι ο Ιωνάθαν απέθανεν, ελυπήθησαν πάρα πολύ και οι Ρωμαίοι και οι Σπαρτιάται. Οταν όμως έμαθαν ότι ο Σίμων ο αδελφός του τον διεδέχθη εις την αρχιερωσύνην και ότι αυτός είναι άρχων της Ιουδαίας και των πόλεων, που ευρίσκοντο εις αυτήν, έγραψαν προς αυτόν επιστολήν επάνω εις χαλκίνας πλάκας, δια να ανανεώσουν την φιλίαν και συμμαχίαν των προς αυτόν, την οποίαν προηγουμένως είχον συνάψει με τον Ιούδαν και τον Ιωνάθαν, τους αδελφούς του. Αι επιστολαί αυταί ανεγνώσθησαν ενώπιον της συγκεντρώσεως όλων των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ.
Αυτό δε είναι το περιεχόμενον της επιστολής, την οποίαν έστειλαν οι Σπαρτιάται· «Οι άρχοντες των Σπαρτιατών και όλη η πόλις χαιρετούν τον Σιμωνα, τον μέγαν αρχιερέα, τους πρεσβυτέρους, τους ιερείς και τους άλλους άνδρας των Ιουδαίων, τους αδελφούς μας. Οι πρεσβευταί, τους οποίους εστείλατε στον λαόν μας, ανήγγειλαν εις ημάς την δόξαν σας και την τιμήν, που απολαμβάνετε σήμερον, ημείς δε ηυχαριστήθημεν πολύ δια την έλευσίν των. Ανεκοινώσαμεν και κατεχωρήσαμεν τα λεχθέντα από αυτούς εις τας αποφάσεις του δήμου ως εξής· Ο Νουμήνιος ο υιός του Αντιόχου, και ο Αντίπατρος ο υιός του Ιάσωνος, πρεσβευταί από τους Ιουδαίους ήλθον προς ημάς με τον σκοπόν να ανανεώσουν την προς ημάς φιλίαν. Ήρεσε και ενέκρινεν ο δήμος να υποδεχθώμεν τους άνδρας αυτούς με κάθε τιμήν και να καταθέσωμεν αντίγραφον των προτάσεών των εις τα επίσημα βιβλία του δήμου, ώστε ο δήμος να διατηρή την ανάμνησιν αυτών. Αντίγραφον δε τούτων εγράψαμεν και αποστέλλομεν στον Σίμωνα τον αρχιερέα». (Α Μακ 14, 16-23)
Στο βιβλίο Μακκαβαίοι Β’ μάλιστα αναφέρεται ότι ο Ιάσων, ένας αποστάτης των Ιουδαίων που είχε εξαγοράσει το αξίωμα του αρχιερέα, όταν έχασε τα προνόμια και την εξουσία του επί των Ιουδαίων κατέφυγε στην πόλη των Λακεδαιμονίων: «Και αυτός, ο οποίος πολλούς απεξένωσεν από την πατρίδα των, απωλέσθη εις ξένην χώραν, εις την Λακεδαίμονα, όπου είχε μεταβή με την ελπίδα, ότι θα εύρη καταφύγιον στηριζόμενος εις την προς αυτούς συγγένειάν του» (Β’ Μακ 5,9)
Στο βιβλίο Μακκαβαίοι Γ’ αναφέρεται επίσης ότι οι Έλληνες υποστήριζαν τους Ιουδαίους σε όσα συνέβαιναν εναντίον τους από τον Πτολεμαίο Φιλοπάτωρα, πράγμα που καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε μίσος ανάμεσα στους δύο λαούς παρά μόνο έχθρα με κάποιους βασιλείς κατά διαστήματα: «Οι άλλοι όμως από τους Ελληνας, που κατοικούσαν εις την πόλιν και οι οποίοι δεν είχαν καθόλου αδικηθή από τους Ιουδαίους, όταν έβλεπαν την απροσδόκητον αυτήν αναταραχήν εναντίον των Ιουδαίων και ανεμπόδιστον την γενικήν καταφοράν εναντίον των, δεν είχαν μεν την δυνατότητα να τους βοηθήσουν φανερώς, διότι η κρατούσα κατάστασις ήτο τυραννική, τους παρηγορούσαν όμως και εδυσφορούσαν οι ίδιοι και παρηγορούσαν τους Ιουδαίους και τους έλεγον, ότι δεν ημπορεί παρά θα μεταβληθή η κατάστασις» (Γ’ Μακ, 3,8)

Συμπεράσματα
Οι Ιουδαίοι με ηγέτη τον Ιούδα Μακκαβαίο, ο οποίος ξεσήκωσε τους Ιουδαίους κατά των Σελευκιδών και του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, διατηρούσαν άριστες σχέσεις με Έλληνες, Ρωμαίους και Σπαρτιάτες. Το ίδιο κι ο αδερφός του ο Ιωνάθαν. Τρία εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποιούνται με φανατισμό από διάφορους ημιμαθείς και εμμονικούς πολέμιους της Ορθοδοξίας, με απώτερο στόχο να αποδείξουν τον δήθεν ανθελληνισμό του Χριστιανισμού. Είδαμε όμως μέσα από τα βιβλία των Μακκαβαίων, που τόσος λόγος γίνεται για το «ανθελληνικό» τους περιεχόμενο ότι, εν τέλει, οι Μακκαβαίοι ήταν αντισελευκίδες κι όχι συλλήβδην ανθέλληνες. Υπήρξαν μάλιστα φίλοι και σύμμαχοι των Σπαρτιατών, σύμφωνα πάντα με τις συγκεκριμένες πηγές που υπάρχουν, ενώ συμμάχησαν με αρκετούς Έλληνες βασιλείς εναντίον μόνο των Σελευκιδών. Άλλωστε η μία πηγή, η Παλαιά Διαθήκη, είναι καθαρά θρησκευτική κι εδώ παρουσιάσαμε μια πλήρη οπτική των Μακκαβαίων με βάση τα δικά τους κείμενα. Σκοπός ήταν να δούμε πως σε όλα τα θέματα υπάρχουν δύο πλευρές προς εξέταση. Δεν ελέγξαμε την ελληνιστική εποχή με σκοπό να καταδείξουμε την ιστορία των Επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά να παρουσιάσουμε τα όσα γράφονται στην ιστορία των Μακκαβαίων που μέσω της Παλαιάς Διαθήκης έχει συνδεθεί με τον ελληνικό χώρο είτε θέλουμε είτε όχι.
Όπως παρουσιάστηκε και στο προηγούμενο άρθρο, ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής επιχείρησε να εξαλείψει κάθε διαφορετικότητα ανάμεσα στους λαούς που είχε υπό την εξουσία του, ώστε να δημιουργήσει έναν λαό εξελληνισμένο μεν, αλλά με στοιχεία πανσπερμίας δε. Σε αυτό επαναστάτησαν οι Μακκαβαίοι υπερασπιζόμενοι το δικό τους έθνος.
Η Σπάρτη δεν μπορεί να ερμηνεύεται αυθαίρετα ως πρόδρομος του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού, διότι, οι Σπαρτιάτες δεν υπήρξαν αντισημίτες, όπως αποδεικνύει η ιστορία. Άλλωστε, μια τέτοια ερμηνεία για την αρχαία Σπάρτη εκτός του ότι είναι αυθαίρετη και δεν ευσταθεί, πρόκειται και για ιστορικό αναχρονισμό. Η ιστορία πρέπει να μελετάται χωρίς φανατισμό, χωρίς πάθος και τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να κρίνονται με βάση τις συνθήκες της εποχής στην οποία εξελίχθηκαν.
Τίθενται και εύλογα ερωτήματα βέβαια: Γιατί οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας που μάχονται τον χριστιανισμό λόγω αντισημιτισμού, αποσιωπούν τόσα χρόνια τις συμμαχίες των Μακκαβαίων με Έλληνες βασιλείς και τη φιλία τους με τους Σπαρτιάτες; Γιατί καταδεικνύουν συνεχώς μόνο την εξέγερσή τους εναντίον του πολυφυλετιστή Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς και τον οποίο εκθειάζουν; Ως δήθεν υπέρμαχοι του φυλετισμού ενοχλούνται από τους γάμους των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου με γυναίκες της Περσίας, αλλά δεν ενοχλούνται από την πολυφυλετική πολιτική του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς; Το τυφλό τους μίσος για τον χριστιανισμό και ο αντισημιτισμός τους θολώνουν την κρίση τους. Για πολλοστή φορά αποδεικνύεται ότι οι φανατικοί νοσταλγοί κάθε είδους ολοκληρωτισμού δεν φημίζονται για την ευφυία τους.
