Απόσπασμα από το βιβλίο του Πλουτάρχου «ΑΛέξανδρος – Καίσαρ» που ανήκει στη σειρά «Βίοι Παράλληλοι». Η απόδοση είναι των εκδόσεων «Κάκτος».
«Στο μεταξύ, αφού οι στρατηγοί του Δαρείου είχαν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη και είχαν παραταχθεί στο πέρασμα του Γρανικού, ήταν ανάγκη να δώσουν μάχη για την είσοδο και την κυριαρχία, σαν να ήταν οι πύλες της Ασίας. Όμως το βάθος του ποταμού και την ανωμαλία των απέναντι οχθών, που ήταν δύσβατες και έπρεπε να τις διαβούν με μάχη, οι περισσότεροι τις φοβούνταν και μερικοί πίστευαν ότι έπρεπε να τηρήσουν και τα έθιμα τα σχετικά με τον μήνα (γιατί κατά τον μήνα Δαίσιο οι βασιλείς των Μακεδόνων δεν συνήθιζαν να βγάζουν έξω τον στρατό τους). Τούτο το άλλαξε, με την εντολή να θεωρήσουν τον μήνα αυτόν ως τον δεύτερο Αρτεμίσιο. Όμως ο Παρμενίωνας δεν τους άφησε να το διακινδυνεύσουν, επειδή ήταν ήδη αργά και ο Αλέξανδρος είπε ότι θα ντρεπόταν τον Ελλήσποντο, αν φοβόταν τον Γρανικό, και τον διέσχισε μπαίνοντας στο ρεύμα με δεκατρείς ίλες ιππικού.
Προχωρώντας, αντιμέτωπος με βέλη και σε δύσβατες και απόκρημνες περιοχές, καλυμμένες με πεζικό και ιππικό, διαμέσου ορμητικού και δυνατού ρεύματος, φάνηκε ότι ενεργούσε περισσότερο σαν φρενιασμένος και ανόητος παρά σαν σοφός στρατηγός. Παρ’ όλ’ αυτά επέμεινε στην προσπάθεια του να περάσει και κατάφερε μόλις και με δυσκολία να κρατήσει τις περιοχές, που είχαν γίνει υγρές και γλιστερές από τη λάσπη, και εξαναγκάστηκε να συνεχίσει αμέσως τη μάχη μέσα σε σύγχυση, καθώς οι άνδρες πολεμούσαν ένας προς ένα, προτού μπορέσουν να παραταχθούν όσοι περνούσαν το ποτάμι.
Οι εχθροί έκαναν επίθεση με δυνατές κραυγές, χτυπώντας άλογο με άλογο, χρησιμοποιώντας τα δόρατα, και, όταν έσπαζαν αυτά, τα σπαθιά τους. Αν και έπεσαν πολλοί επάνω του, γιατί ξεχώριζε από την ασπίδα και τη χαίτη της περικεφαλαίας, που και στις δυο πλευρές της υπήρχε υπέροχο φτερό, λευκό και μεγάλο, παρ’ όλα αυτά δεν πληγώθηκε, αν και τον χτύπησε ένα ακόντιο κάτω από τον θώρακα του. Τότε, καθώς έπεσαν επάνω του ταυτόχρονα οι στρατηγοί Ροισάκης και Σπιθριδάτης, τον ένα τον απέφυγε, και στον Ροισάκη έτεινε το δόρυ του, που όμως έσπασε πάνω στο στέρνο του και τότε πήρε το σπαθί του. Πιάστηκαν στα χέρια, και ο Σπιθριδάτης, τοποθετώντας πλάγια το άλογο του, ανασηκώθηκε με δύναμη και χτυπώντας τον μ’ ένα βαρβαρικό κοπίδι, έκοψε το λοφίο της περικεφαλαίας και το ένα φτερό, και η περικεφαλαία μόλις που κράτησε το κοπίδι, που η άκρη του άγγιξε τις πρώτες τρίχες. Αλλά, καθώς ο Σπιθριδάτης σήκωνε πάλι το κοπίδι για άλλο χτύπημα, κατάφερε ο Κλείτος, ο μαύρος, και τον χτύπησε με τη λόγχη του. Συγχρόνως έπεσε ο Ροισάκης που χτυπήθηκε με το σπαθί του Αλέξανδρου. Και ενώ η ιππομαχία βρισκόταν σε τέτοιο κίνδυνο και μανία, η Μακεδονική φάλαγγα πέρασε και μπήκαν στη μάχη οι δυνάμεις του πεζικού.
Οι Πέρσες όμως δεν αντιστάθηκαν σθεναρά ούτε για πολύ χρόνο, αλλά τράπηκαν σε φυγή, εκτός από τους Έλληνες μισθοφόρους. Αυτοί συγκεντρωμένοι σε κάποιον λόφο ζητούσαν εγγυήσεις από τον Αλέξανδρο. Αλλ’ αυτός, με θυμό και χωρίς σκέψη, επιτέθηκε πρώτος και έχασε τ’ άλογο του, που χτυπήθηκε στα πλευρά με ξίφος (ήταν άλλο άλογο, όχι ο Βουκεφάλας). Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, εκεί έπεσαν, πολεμώντας με ανθρώπους απελπισμένους και ικανούς στη μάχη. Λέγεται ότι έπεσαν από τους βαρβάρους είκοσι χιλιάδες πεζοί και δυόμισυ χιλιάδες ιππείς. Ο Αριστόβουλος λέει, ότι από την πλευρά του Αλέξανδρου όλοι. οι νεκροί ήταν τριάντα τέσσερις, και απ’ αυτούς εννέα πεζοί. Έδωσε λοιπόν διαταγή να γίνουν χάλκινα αγάλματα τους, τα οποία έφτιαξε ο Λύσιππος.
Κάνοντας γνωστή αυτή τη νίκη στους Έλληνες, κυρίως στους Αθηναίους, έστειλε τριακόσιες ασπίδες των αιχμαλώτων και στα άλλα λάφυρα διέταξε να γράφουν από κοινού τούτη τη φιλόδοξη επιγραφή: «Ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες εκτός από τους Σπαρτιάτες, από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία». Τα ποτήρια, τις πορφύρες και όλα, όσα τέτοια Περσικά αντικείμενα πήρε, εκτός από λίγα, τα έστειλε στη μητέρα του.»