Στου Μέλη του τραγουδημένου τις οχτιές
Στις ρεματοθρεμένες φτέρες, τις λεπτόφυλλες
Σκυφτός ανακλαδώνει ο βάρδος των αιώνων
Ο Μελησιγενής.
Σκυφτός, βουβός, λες κι έχασε τη λάλο λύρα του
Λες και την άρπαξε το ρέμα.
Κόμποι χοντροί πέφτουν τα δάκρυά του
Μέσα στο ρέμα, που θλιβερά μονολογεί
«τα πάντα ρει».
Μα εδώ σταμάτησεν ο χρόνος κι έδεσε κόμπο τη ψυχή.
Κλαίει ο τυφλός τραγουδιστής
όχι τη ξακουσμένη Τροία την εφτάπυλη,
που έπεσε θυσία σ’ ένα ψεύτικο άλογο
στην πονηριά ενούς Δυσσέα.
Κλαίει βουβά και πιο σπαραχτικά
έναν χαμό γιγάντιο
που δεν είναι στόρισμα ή φαντασία
που είναι αλήθεια ματωμένη
και καφτή πληγή ανοιγμένη.
Ποιοι Πρίαμοι σοφοί
ποιοι Έκτορες, και ποιοι Αινείες θα μάχονταν
για τη νέα Τροία ;
Έχτρα κι αμάχητα την έκαψε και φθόνος.
Φωτιές κι από τη φλόγα πιο τρανές.
Οι Πρίαμοι ανήμποροι
και οι Έκτορες νεκροί.
Οι Κασάνδρες δεν ακούστηκαν και μόνον οι Εκάβες
θρηνολογούν,
μοιρολογούν
Πάνω σ’ αποκαϊδια και σε ερείπια.
«Τα πάντα ρει» : Όχι, εδώ δεν ρει.
Κι ας ξαναλέει του Μελή το ρέμα το μονόλογο.
Σταμάτησεν εδώ πια ο χρόνος
για το λαό που βίαια ξεριζώθηκε.
Δεν ρει. Και δεν ξεχνά του αποδιωχμένου λαού η ψυχή.
Τέλος κι αρχή.
Μες τους καπνούς και μες τις φλόγες
σταμάτησε η ζωή κι η μνήμη
Κι όσο αν το ρέμα του Μέλητα κυλά
και θλιβερά μονολογεί
«τα πάντα ρει»
εδώ ο λόγος ο σοφός δεν εφαρμόζεται
γιατί συμβιβασμό δεν δέχεται τέτοια πίκρα μεγάλη.
Σταμάτησεν εκεί και πέτρωσε για χρόνια και για αιώνες
εικόνα αξέχαστη που δεν μπορεί να σβύση
Φλόγες θεόρατες ως τα ουράνια.
Στου νου το εικονοστάσι
στέκουν οι μαύρες Μνήμες ζωγραφιστές με πυρ.
Φωτιά η πολιτεία, φωτιά η θάλασσα, φωτιά τα ουράνια.
φωτιά οι τρεμάμενες ψυχές
και τα κορμιά φωτιά και στάχτη.
Οι Μνήμες μαυροφορεμένες
τα αιματοβαμένα αυτά προσκυνούν εικονίσματα
στου νου το εικονοστάσι.
Δεν θα μπορέσει να ξεχάσει
του αποδιωγμένου εκείνου λαού ψυχή το χαλασμό
και τον τεράστιο χαμό
που μύριζε αποκάλυψη και δεύτερη παρούσία.
Κάθεται στις οχτιές του Μελή
που τον γέννησεν, ο μέγας βάρδος των αιώνων,
Στάζουν μόνο τα δάκρυα του βουβά στο ρέμα μέσα
που από κουφάρια κι από γαίμα φούσκωσε
πιότερο κι από τον Σκάμανδρο
στην Τροία από τριάντα αιώνες πριν.
Βαρύτερος ο χαλασμός κι αβάσταχτη είναι η πίκρα
που θα περνάει τις ψυχές των γενεών
πέρα κι από τριάντα αιώνες
σαν θρύλλος σκοτεινός
με ανατριχιαστικά χιλιάδες παραμύθια
κείνα που ήτανε στα χρόνια μας
φαρμακερή κι αποκαλυπτική αλήθεια.
Ούτε κι ο βάρδος των αιώνων ο τρανός
το χαλασμό μπορούσε να ιστορήσει.
Κλαίει μόνο για μιαν ωραιότη που εχάθηκε
για έναν Παράδεισο που δεν γυρίζει.
Από το βιβλίο «Αφανισμένες Ατλαντίδες, η θλιβερή μπαλάντα του διωγμού»