
Δεν πιστεύω πως θα κατανοήσουμε την αντιπαράθεση μεταξύ της Δύσεως και του ριζοσπαστικού Ισλάμ εάν δεν αναγνωρίσουμε την τεράστια πολιτισμική αλλαγή που συνέβη στην Ευρώπη και την Αμερική μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Οι πολίτες των Δυτικών κρατών έχουν χάσει κάθε όρεξη για ξένους πολέμους· έχουν αποσείσει την ελπίδα σημείωσης οποιαδήποτε νίκης πέραν των προσωρινών· και έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στον τρόπο ζωής τους, και πράγματι δεν είναι πλέον σίγουροι ως προς το τι ζητά απ’ αυτούς αυτός ο τρόπος ζωής.
Την ίδια στιγμή οι λαοί τους αντιμετωπίζουν έναν νέο αντίπαλο, που πιστεύει ότι ο Δυτικός τρόπος ζωής είναι βαθειά ελαττωματικός, και ίσως προσβλητικός εναντίον του Θεού. Σε μιαν «απουσία του νου» οι Δυτικές κοινωνίες έχουν επιτρέψει σε αυτόν τον αντίπαλο να βρεθεί ανάμεσά τους, κάποιες φορές, όπως στην Γαλλία, την Βρετανία και την Ολλανδία, σε γκέτο που έχουν μόνο ανίσχυρες και αρκετά ανταγωνιστικές σχέσεις με την περιβάλλουσα πολιτική τάξη. Και στην Αμερική και την Ευρώπη παρατηρείται μια αυξανόμενη επιθυμία κατευνασμού: καλλιεργείται η δημόσια μετάνοια, η αποδοχή, αν και με βαριά καρδιά, των περιοριστικών διαταγμάτων των Μουλάδων, και η περαιτέρω κλιμάκωση της επίσημης αποκήρυξης της πολιτισμικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς. Είκοσι χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητο ένας Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι να εκφωνήσει δημόσια μιαν ομιλία υποστηρίζοντας την ενσωμάτωση του νόμου της Σαρία στο νομικό σύστημα της Αγγλίας. Σήμερα, πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως κάτι τέτοιο είναι ένα θέμα προς συζήτηση, κι ενδεχομένως το επόμενο βήμα προς έναν ειρηνικό συμβιβασμό.
Για μένα, όλα αυτά σημαίνουν πως η Δύση θα διανύσει μια επικίνδυνη περίοδο κατευνασμού, κατά την οποία το νόμιμο δικαίωμα της κουλτούρας και της κληρονομιάς μας θα αγνοείται ή θα υποβαθμίζεται, σε μια προσπάθεια απόδειξης των ειρηνικών μας προθέσεων. Θα περάσει λίγος καιρός έως ότου η αλήθεια να διαδραματίσει τον σημαντικό της ρόλο, να διορθώσει τα τωρινά μας λάθη, προετοιμάζοντας τον δρόμο για ο,τι επίκειται. Αυτό σημαίνει ότι είναι παραπάνω από αναγκαίο για μας, η επανάληψη της αλήθειας και η αντικειμενική κατανόηση του τιθέμενου θέματος. Για αυτό τον λόγο θα παραθέσω μερικά κρίσιμα χαρακτηριστικά της Δυτικής κληρονομιάς, τα οποία θα πρέπει να κατανοηθούν και να υποστηριχθούν εν προκειμένω. Καθένα απ’ αυτά, τονίζει κι ένα σημείο αντίθεσης, πιθανώς και σύγκρουσης, με την παραδοσιακή ισλαμική οπτική της κοινωνίας. Και κάθε ένα έχει παίξει ζωτικής σημασίας ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου. Η ισλαμική επιθετικότητα πηγάζει από το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι δεν βρίσκουν ασφαλές μέρος στον κόσμο, αναζητώντας καταφύγιο σε κανόνες και αξίες που είναι σε σύγκρουση με τον Δυτικό τρόπο ζωής. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αποκηρύξουμε ή να απαρνηθούμε τα διακριτά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας, όπως πολλοί θα έλεγαν να κάνουμε, αλλά ότι θα πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή για την υπεράσπισή τους.
Το πρώτο εκ των χαρακτηριστικών που έχω κατά νου είναι η ιδιότητα του πολίτη. Η κοινή συναίνεση ανάμεσα στους Δυτικούς λαούς είναι πως ο νόμος νομιμοποιείται από τη συναίνεση αυτών που θα πρέπει να τον υπακούσουν. Η συναίνεση προκύπτει μέσω μιας πολιτικής διαδικασίας διά της οποίας κάθε άνθρωπος συμμετέχει στην διαμόρφωση και εφαρμογή του νόμου. Με την έννοια του «πολίτη» εννοούμε το δικαίωμα στη (και το καθήκον για) συμμετοχή, ενώ η διάκριση μεταξύ πολιτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί να συνοψιστεί στο ότι οι πολιτικές κοινωνίες αποτελούνται από πολίτες, οι θρησκευτικές από υποκείμενα – απ’ αυτούς που έχουν «υποταχθεί» (το οποίο είναι το κύριο νόημα της λέξης ισλάμ ). Και αν θέλουμε έναν απλό ορισμό της Δύσης όπως είναι σήμερα, θα ήταν σοφό να ξεκινήσουμε από την έννοια του πολίτη. Αυτό αναζητούν εκατομμύρια μεταναστών που γυρνούν ανά τον κόσμο: μια τάξη που να αποδίδει ασφάλεια και ελευθερία με αντάλλαγμα τη συναίνεση.
Παραδοσιακά, η Ισλαμική κοινωνία βλέπει τον νόμο ως ένα σύστημα εντολών και συστάσεων καθορισμένων απ’ τον Θεό. Οι εντολές αυτές δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή τους περιλαμβάνει νομολογικές διαφωνίες. Ο νόμος, όπως τον βλέπει το Ισλάμ, απαιτεί την υπακοή μας, ενώ δημιουργός του είναι ο Θεός. Κατά μία έννοια αυτό αντιτίθεται στην έννοια του νόμου που έχουμε κληρονομήσει μέσω της έννοιας του πολίτη. Ο νόμος για εμάς αποτελεί μιαν εγγύηση των ελευθεριών μας. Δεν δημιουργείται απ’ τον Θεό, αλλά από τον άνθρωπο, ακολουθώντας το κληρονομικό στην ανθρώπινη συνθήκη ένστικτο περί του δικαίου. Δεν πρόκειται για σύστημα ιερών εντολών· αντιθέτως, αποτελεί κατάλοιπο ανθρώπινων συμφωνιών.

Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους Βρετανούς και Αμερικανούς πολίτες, οι οποίοι απολαμβάνουν τα ανυπολόγιστα κέρδη από την ύπαρξη ενός κοινού νόμου – ένα σύστημα το οποίο δεν έχει προκύψει από την κρατική εξουσία, αλλά αντιθέτως διαμορφώθηκε από τα δικαστήρια στην προσπάθειά τους να αποδώσουν δικαιοσύνη σε ατομικές διαμάχες. Ο νόμος μας είναι ένα σύστημα «από τα κάτω», το οποίο απευθύνεται στο κράτος με τον ίδιο τόνο που απευθύνεται στον πολίτη – επιμένοντας, δηλαδή, αναφορικά με το ότι θα επικρατήσει η δικαιοσύνη, κι όχι η εξουσία του ισχυρού. Γι’ αυτό είναι αποδεδειγμένο ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια ότι ο ίδιος ο νόμος, ακόμα κι αν η εφαρμογή του εξαρτάται από τον κυβερνήτη, μπορεί να εκθρονίσει τον τελευταίο, αν εκείνος προσπαθήσει να τον καταλύσει.
Όπως έχει διαμορφωθεί ο νόμος μάς έχει επιτρέψει την ιδιωτικοποίηση της θρησκείας, και μεγάλου μέρους της ηθικής. Για εμάς είναι απλώς αδιανόητη και καταπιεστική η ύπαρξη ενός νόμου που τιμωρεί τη μοιχεία. Ασφαλώς, δεν τν εγκρίνουμε · αλλά την ίδια στιγμή, δεν πιστεύουμε ότι είναι υπόθεση του νόμου η τιμωρία της αμαρτίας, απλά και μόνον επειδή είναι αμαρτία. Στη σαρία, ωστόσο, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ ηθικής και νόμου: και τα δύο πηγάζουν από τον Θεό, κι εφαρμόζονται από τις θρησκευτικές αρχές, εν υπακοή της δεδηλωμένης θέλησης του Θεού. Η σκληρότητα αυτή μετριάζεται ώς έναν βαθμό από την παράδοση, η οποία επιτρέπει συστάσεις, όπως επίσης και υποχρεώσεις ως αποφάσεις του Ιερού Νόμου. Όπως και να ’χει όμως, στη σαρία δεν υπάρχει περιθώριο ιδιωτικοποίησης των ηθικών, και ακόμα λιγότερο των θρησκευτικών, πτυχών της ζωής.
Φυσικά, οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι δεν ζούνε υπό τον νόμο της σαρία: σε μερικά μόνο σημεία, όπως για παράδειγμα στην Σαουδική Αραβία και το Αφγανιστάν, γίνονται προσπάθειες εφαρμογής της. Αλλού, έχουν υιοθετηθεί Δυτικοί κώδικες αστικού και ποινικού δικαίου, ακολουθώντας μια παράδοση που ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς. Ωστόσο, αυτή η αναγνώριση του Δυτικού πολιτισμού από τα Ισλαμικά κράτη ενέχει τους κινδύνους της: κι αυτό γιατί οδηγεί αναπόφευκτα στη σκέψη ότι ο νόμος της κοσμικής εξουσίας δεν είναι στ’ αλήθεια νόμος· ότι δεν διαθέτει δηλαδή πραγματική εξουσία, κι ακόμα ότι είναι κατά κάποιον τρόπο βλάσφημος, όπως υποστηρίζει κι ο Sayyid Qutb, πρώην ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στη θεμελιώδη εργασία του Milestones (=Ορόσημα). Η εξέγερση εναντίον της κοσμικής εξουσίας δικαιολογείται εύκολα, εφόσον θεωρηθεί ότι ο νόμος της σφετερίζεται την εξουσία του Θεού.
Άρα από καταβολής του, το Ισλάμ δυσκολεύεται να δεχθεί την ανάγκη ύπαρξης οποιουδήποτε άλλου νόμου, ή οποιασδήποτε άλλης εξουσίας, πλην όσων αποκαλύπτονται στο Κοράνι· εξ ου και το μεγάλο σχίσμα που χώρισε τους Σιίτες από τους Σουνίτες, σχετικά με το ζήτημα της νομιμότητας της διαδοχής. Από τη σκοπιά της κοσμικής κυβέρνησης, ενδεχόμενα ερωτήματα σχετικά με τη νόμιμη διαδοχή διευθετούνται από τον ίδιο θεσμό που ορίζει την καθημερινή λειτουργία του νόμου: είναι επομένως ζήτημα ανθρώπινης συμφωνίας. Ωστόσο, μια κοινωνία που πιστεύει πως κυβερνάται από τον Θεό, με τους όρους που μεταδίδονται από τον προφήτη Του, αντιμετωπίζει ουσιαστικό πρόβλημα όταν ο προφήτης πεθαίνει: ποιος και πώς αναλαμβάνει την εξουσία; Το γεγονός ότι οι ηγέτες Ισλαμικών κοινωνιών καταλήγουν δολοφονημένοι σε ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο, δεν είναι ασύνδετο με αυτές τις ερωτήσεις. Οι Σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης περιβάλλονταν από μιαν οικιακή φρουρά, από Γενίτσαρους διαλεγμένους από τους Χριστιανούς υπηκόους τους, ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν Μουσουλμάνο, μιας και δεν ήταν σίγουροι ότι ο τελευταίος δεν θα αγνοούσε την ευκαιρία να διορθώσει την προσβολή κατά του Θεού, η οποία εμπεριέχεται στο πρόσωπο ενός ηγέτη που είναι κοινός θνητός. Το ίδιο το Κοράνι διαπραγματεύεται το ζήτημα στο 3,64, απευθυνόμενο στους Εβραίους και τους Χριστιανούς, με την εντολή να μην θεωρούν θεϊκό οτιδήποτε άλλο πέραν του ενός Θεού και να μην έχουν άρχοντες (ārbābān) που προέρχονται από τους κόλπους τους.
Η ιδιότητα του πολίτη και ο κοσμικός νόμος πάνε χέρι-χέρι. Συμμετέχουμε όλοι στη διαδικασία της νομοθεσίας: γι’ αυτό μπορούμε να αντικρίσουμε ο ένας τον άλλον ως ελεύθερο πολίτη, το οποίου τα δικαιώματα πρέπει να είναι σεβαστά, και του οποίου η προσωπική ζωή αποτελεί προσωπικό του ζήτημα. Και είναι αυτό το οποίο έκανε δυνατή την ιδιωτικοποίηση της θρησκείας στις Δυτικές κοινωνίες και τη διαμόρφωση πολιτικών συστημάτων, στα οποία τα καθήκοντα του πολίτη υπερέχουν της θρησκευτικής ηθικής. Το πώς αυτό καθίσταται δυνατό είναι ένα βαθύ και απαιτητικό ερώτημα για την πολιτική θεωρία· το ότι είναι δυνατόν όμως, είναι γεγονός, κι ο Δυτικός πολιτισμός φέρει αναμφισβήτητες αποδείξεις περί αυτού.
Αλλά αυτό με οδηγεί στο δεύτερο χαρακτηριστικό που αναγνωρίζω ως κεντρικό στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, το οποίο είναι η εθνικότητα. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να επιτύχει τη σταθερότητα αν δεν καταφέρνει να επικαλεστεί μια κοινή πίστη, ένα «α΄ πρόσωπο πληθυντικού» που να διαχωρίζει αυτούς που μοιράζονται τα οφέλη και τα βάρη της ιδιότητας του πολίτη, από εκείνους που βρίσκονται έξω απ’ το «μαντρί». Σε καιρούς πολέμου η ανάγκη για κάτι τέτοιο είναι αυταπόδεικτη· όμως, είναι εξίσου απαραίτητο και σε καιρούς ειρήνης, αν οι άνθρωποι πράγματι αντιμετωπίζουν την έννοια του πολίτη ως αυτό που καθορίζει τις δημόσιες υποχρεώσεις τους. Η αφοσίωση στο Έθνος συμπυκνώνει την αφοσίωση στην οικογένεια, τη φυλή και την πίστη, και τοποθετεί προ των οφθαλμών του πολίτη, εστιάζοντας στο πατριωτικό του αίσθημα, όχι έναν άνθρωπο ή μιαν ομάδα, αλλά μιαν ολόκληρη χώρα. Η χώρα αυτή καθορίζεται από μια περιοχή, και από την ιστορία, την κουλτούρα και τον νόμο που καθιστούν την περιοχή αυτή δική μας. Η εθνικότητα αποτελείται από τη γη, συνοδευόμενη από το αφήγημα της αποκτήσεώς της.
Αυτή η μορφή εδαφικής πίστεως έχει επιτρέψει στους ανθρώπους των δυτικών δημοκρατιών να συνυπάρχουν, σεβόμενοι τα δικαιώματά τους ως πολίτες, παρά τις ριζοσπαστικές διαφορές πίστεως, δίχως οι οικογενειακοί δεσμοί, η συγγένεια ή μακροπρόθεσμα τοπικά έθιμα να διατηρούν την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Η εθνική αφοσίωση δεν είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο. Και δεν είναι γνωστή στα μέρη όπου είναι εγκατεστημένοι μουσουλμάνοι. Σκεφτείτε την Σομαλία. Οι άνθρωποι αναφέρονται καμιά φορά στην Σομαλία ως το πλέον «αποτυχημένο κράτος», εφόσον στερείται μιας κεντρικής κυβέρνησης, η οποία θα ήταν ικανή να λάβει αποφάσεις εκ μέρους του λαού ως σύνολο, ή να επιβάλλει οποιουδήποτε είδους έννομη τάξη. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα με την Σομαλία έγκειται στο γεγονός πως είναι ένα αποτυχημένο έθνος. Δεν ανέπτυξε ποτέ το είδος της κοσμικής, εδαφικής και νομοταγούς αφοσίωσης που καθιστά δυνατή για μια χώρα τη διαμόρφωση ενός εθνικού κράτους αντί μιας συγκέντρωσης ανταγωνιστικών μεταξύ τους φυλών και φατριών.
Το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα μέρη όπου κατοικούν μουσουλμάνοι: ακόμη και αν λειτουργούν ως κράτη, όπως το Πακιστάν, είναι συχνά αποτυχημένα ως έθνη. Δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν το είδος της εδαφικής πίστης που επιτρέπει σε ανθρώπους διαφορετικών πίστεων, δικτύων συγγένειας ή φυλών να συζούν ειρηνικά, ή ακόμη να μάχονται για το συμφέρον της κοινής τους πατρίδας. Κι η πρόσφατη ιστορία τους είναι σε θέση να μας οδηγήσει στο ερώτημα περί του αν υπάρχει ή όχι, εν τέλει, μια βαθιά σύγκρουση μεταξύ της ισλαμικής αντίληψης της κοινωνίας και των εννοιών που τροφοδότησαν την δική μας ιδέα περί εθνικής διακυβέρνησης. Ίσως το έθνος-κράτος να είναι μια αντι-ισλαμική ιδέα.
Αυτή η παρατήρηση αρμόζει, φυσικά, στη Μέση Ανατολή σήμερα, όπου βρίσκουμε τα απομεινάρια μιας μεγάλης Ισλαμικής Αυτοκρατορίας η οποία είναι χωρισμένη σε έθνη-κράτη. Με ελάχιστες εξαιρέσεις η διαίρεσή της είναι αποτέλεσμα οριοθετήσεων χαραγμένων στον χάρτη από τις Δυτικές δυνάμεις, κυρίως δε από την Βρετανία και την Γαλλία ως αποτέλεσμα της συμφωνίας Σάικς-Πικό του 1917. Δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη ότι το Ιράκ, για παράδειγμα, έχει τόσο περιπετειώδη ιστορία ως εθνικό κράτος, μιας κι έχει υπάρξει αποσπασματικά μόνον ως κράτος, και ποτέ ως έθνος. Θα μπορούσαν οι Κούρδοι, οι Σουνίτες Άραβες και οι Σιίτες του Ιράκ να καταλήξουν, εν καιρώ, να θεωρούν τους εαυτούς τους Ιρακινούς. Ωστόσο, η ταυτότητα αυτή θα είναι εύθραυστη, με διασπαστικές τάσεις, ενώ σε μιαν ενδεχόμενη διαμάχη η κάθε ομάδα θα θεωρεί ότι βρίσκεται αντίπαλη προς τις άλλες. Πράγματι μόνον οι Κούρδοι φαίνονται να έχουν αναπτύξει εθνική ταυτότητα, και είναι μια ταυτότητα η οποία βρίσκεται σε αντιδιαστολή με εκείνη του κράτους στο οποίο συμπεριλαμβάνονται. Όσο για τους Σιίτες, η πρωτεύουσα πίστη τους είναι στη θρησκεία, προσβλέποντας στην πατρίδα των Σιιτών, το Ιράν, ως μοντέλο σε δύσκολους καιρούς. Επομένως, στην παρούσα σύγκρουσή τους με το Ισλαμικό Κράτος, είναι οι Ιρακινοί Σιίτες, μαζί με τους Ιρανούς και Λιβανέζους ομόθρησκους, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
Δεν διαμορφώθηκαν όλα τα κράτη που προέκυψαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τόσο αυθαίρετα όσο το Ιράκ. Η Τουρκία, η οποία σώθηκε ώς το τέλος της Αυτοκρατορίας, κατάφερε να αναδημιουργηθεί ως ένα πραγματικό έθνος-κράτος – κάτι που συνέβη δια του εκτοπισμού και της σφαγής των μη-τουρκικών μειονοτήτων. Ο Λίβανος και η Αίγυπτος απολαμβάνουν ένα είδος ημι-εθνικής ταυτότητας υπό δυτική προστασία από τα μέσα του 19ου αιώνα. Και φυσικά το Ισραήλ έχει εγκαθιδρύσει μια πλήρως δυτικού τύπου μορφή εθνικής διακυβέρνησης, σε μια περιοχή που το αντικείμενο διαμάχης έχει ακριβώς αυτό το διακύβευμα. Ωστόσο, τα παραδείγματα αυτά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μετριάζουν την υποψία ότι το Ισλάμ αντιτίθεται στην ιδέα της εθνικής ενότητας, και σίγουρα προς την ιδέα ότι, σε περίοδο κρίσης, είναι το εθνικό παρά το πνευματικό καθήκον που θα πρέπει να κυριαρχήσει.
Σκεφτείτε την Τουρκία. Ο Ατατούρκ δημιούργησε το τούρκικο έθνος-κράτος εφαρμόζοντας ένα κοσμικό σύνταγμα, υιοθετώντας ένα κοσμικό νομικό σύστημα βασισμένο στο γαλλικό και στο βέλγικο μοντέλο, θέτοντας εκτός νόμου το ισλαμικό ντύσιμο, αποβάλλοντας τον «Ουλεμά» από τη δημόσια διοίκηση, απαγορεύοντας την πολυγαμία, ξεριζώνοντας αραβικές λέξεις από την τουρκική και υιοθετώντας το λατινικό αλφάβητο, αποκόβοντας έτσι τη γλώσσα από τους πολιτισμικούς προγόνους της. Η διαμάχη μεταξύ της κοσμικής εξουσίας και του Ισλάμ παρέμεινε έτσι υπόγεια, και για πολύ καιρό φαινόταν πως ένας σταθερός συμβιβασμός είχε επιτευχθεί. Τώρα, ωστόσο, η σύγκρουση εκρήγνυται ξανά. Έχει γίνει μια προσπάθεια από κοσμικούς να θέσουν εκτός νόμου το κυβερνών ισλαμικό κόμμα, τους πρόσφατους εκλογικούς νικητές στις ασταθείς εκλογές, και μια προσπάθεια της κυβέρνησης να καταγγείλει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης σε δίκες για τρομοκρατία αμφίβολης νομιμότητας.

Ο Λίβανος χρωστά την εξαιρετική του κατάσταση στην πρότερη χριστιανική πλειοψηφία του, και στη μακρόχρονη συμμαχία Μαρωνίτων και Δρούζων ενάντια στον Οθωμανό Σουλτάνο· η παρούσα ασταθής του κατάσταση έγκειται κυρίως στην Χεζμπολάχ, η οποία συμμαχεί με το Ιράν και την Συρία, απορρίπτοντας τον Λίβανο ως εθνική οντότητα στην οποία οφείλει αφοσίωση. Η Αίγυπτος έχει επιβιώσει ως έθνος-κράτος ένεκα των ριζοσπαστικών μέτρων που έχουν ληφθεί εναντίον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στηριζόμενη μόνον σε μια νομική και πολιτική κληρονομιά, η οποία πιθανότατα θα απορριπτόταν από τον μουσουλμανικό πληθυσμό (όχι όμως από τους Κόπτες) σε οποιαδήποτε ελεύθερη ψηφοφορία. Όσο για το Ισραήλ, έχει καταδικαστεί από τους γείτονές του να ζει σε μια μόνιμη κατάσταση πολιορκίας.
Αυτό με οδηγεί στο τρίτο κεντρικό χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού: τον χριστιανισμό. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως οι πολλοί αιώνες χριστιανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη έθεσαν τα θεμέλια της εθνικής ενότητας, υπό τη μορφή μιας αφοσίωσης υψηλότερης από εκείνη προς την οικογένεια ή την πίστη· μιαν αφοσίωση όπου η κοσμική νομιμότητα και η πολιτική τάξη των πολιτών μπορεί να δομηθεί. Ίσως ακούγεται παράδοξο το να αναγνωρίζεις μια θρησκεία ως την κύρια δύναμη πίσω από την ανάπτυξη της κοσμικής κυβέρνησης. Ωστόσο, θα πρέπει να θυμηθούμε τις περίεργες περιστάσεις υπό τις οποίες ο χριστιανισμός εισήλθε στον κόσμο. Οι Εβραίοι ήταν μια κλειστή κοινωνία, δεμένη με ισχυρούς δεσμούς θρησκευτικών νόμων, η οποία όμως κυβερνούταν από την Ρώμη μ’ έναν νόμο, ο οποίος δεν έκανε καμία αναφορά στους Θεούς, προσφέροντας μιαν ιδεατή εκδοχή του πολίτη, από την οποία θα μπορούσε να εμπνευστεί οποιοσδήποτε ελεύθερος υπήκοος της Αυτοκρατορίας.
Ο Χριστός βρέθηκε σε διαμάχη με τη νομιμοφροσύνη των συμπατριωτών του Εβραίων, και σε ευρεία συμπάθεια με την ιδέα της κοσμικής εξουσίας – εξ ου και τα διάσημα λόγια του στην παραβολή των χρημάτων για τους φόρους: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Η χριστιανική πίστη διαμορφώθηκε από τον Απόστολο Παύλο για τη χρήση κοινοτήτων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, οι οποίες αναζητούσαν χώρο εξάσκησης της λατρείας τους, δίχως πρόθεση πρόκλησης της εξουσίας. Και αυτή η ιδέα της διπλής πίστης συνεχίστηκε και μετά τον Κωνσταντίνο, υποστηριζόμενη από τον Πάπα Γελάσιο Α΄ τον 6ο αι., από το δόγμα του για τα δύο σπαθιά που δόθηκαν στους ανθρώπους για τη διακυβέρνησή τους: αυτό που φυλά το πολιτικό σώμα κι εκείνο που φυλά την ατομική ψυχή. Είναι αυτή η βαθιά υποστήριξη του κοσμικού νόμου από την πρώιμη Επίσημη Εκκλησία που είναι υπεύθυνη για τις επακόλουθες εξελίξεις στην Ευρώπη – μέσω της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού στον καθαρά εδαφικό νόμο που επικρατεί στην Δύση σήμερα.
Κατά τους πρώιμους αιώνες του Ισλάμ, οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια θεωρία για το τέλειο κράτος. Ωστόσο, πάντοτε στον πυρήνα τους βρισκόταν η θρησκεία· ο Αλ-Φαράμπι προσπάθησε ακόμα και να υιοθετήσει την πρόταση της Πολιτείας του Πλάτωνα, με τον Προφήτη ως τον φιλόσοφο-Βασιλιά. Όταν τελικά έπαψε κάθε συζήτηση, τον καιρό του Ibn Taymiyyah στον 14ο αιώνα της εποχής μας, ήταν ξεκάθαρο πως το Ισλάμ είχε γυρίσει την πλάτη του στην κοσμική εξουσία, και θα ήταν από κει και πέρα ανίκανο να διαμορφώσει οποιαδήποτε παρόμοια σαν την εθνική, εν αντιθέσει με τη θρησκευτική, μορφή ενότητας. Ο πιο σημαντικός υποστηρικτής του αραβικού εθνικισμού στη σύγχρονη εποχή, ο Μισέλ Αφλάκ, δεν ήταν Μουσουλμάνος αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος, γεννημένος στην Συρία, με εκπαίδευση στην Γαλλία, και ο οποίος πέθανε στο Ιράκ απογοητευμένος από το κόμμα Μπα’αθ στου οποίου την ίδρυση βοήθησε. Αν σήμερα έχουν αναδυθεί ορισμένες μορφές εθνικής ενότητας, αυτό ενδεχομένως να συμβαίνει μέσα στο Ισλάμ, όχι όμως χάριν του Ισλάμ. Και μάλιστα, φαίνονται ιδιαίτερα εύθραυστες και επιρρεπείς προς διάσπαση, όπως παρατηρήθηκε στην περίπτωση των παλαιστινιακών προσπαθειών για εθνική συγκρότηση, και στην ταραγμένη ιστορία του Πακιστάν.
Ο χριστιανισμός περιγράφεται καμιά φορά ως μια σύνθεση της εβραϊκής μεταφυσικής και των ελληνικών ιδεών περί πολιτικής ελευθερίας. Κι αναμφίβολα υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό – το οποίο δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα, δεδομένου του ιστορικού περιβάλλοντος του ξεκινήματός του. Και είναι ίσως η ελληνική προσθήκη που είναι υπεύθυνη για το τέταρτο από τα κεντρικά χαρακτηριστικά που πιστεύω πως αξίζει να τους δοθεί κάποια έμφαση, στην αντιπαραβολή αυτή με το Ισλάμ, κι αυτό είναι η ειρωνεία. Υπάρχει ήδη μια υπό διαμόρφωση γραμμή ειρωνείας στην εβραϊκή Βίβλο, η οποία ενισχύεται από το Ταλμούδ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα νέο είδος ειρωνείας στις κρίσεις και τις παραβολές του Χριστού, η οποία αφορά στο θέαμα της ανθρώπινης βλακείας δείχνοντάς μας πικρόχολα πώς να καταφέρουμε να ζήσουμε με αυτήν. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η ετυμηγορία του Χριστού για τη μοιχαλίδα: «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»· με άλλα λόγια: «Παραδεχτείτε το· δε θελήσατε να κάνετε ο,τι έκανε, και δεν το έχετε ήδη κάνει στις καρδιές σας;» Έχει γίνει η υπόθεση πως αυτή η ιστορία αποτελεί ύστερη προσθήκη – μια απ’ τις πολλές που διάλεξαν οι πρώτοι Χριστιανοί από το απόθεμα της κληρονομημένης σοφίας που αποδόθηκε μετά θάνατον στον Λυτρωτή. Ακόμη και αν αυτό αληθεύει, απλώς επιβεβαιώνει την άποψη πως η χριστιανική θρησκεία κρατά μια κεντρική θέση για την ειρωνεία στο μήνυμα της. Η ειρωνεία αυτή είναι κοινή στους μεγάλους ποιητές Σούφι, και ειδικά στην ποίηση του Ρουμί και του Χαφίζ. Ωστόσο, φαίνεται να είναι εντελώς άγνωστη στις εκδοχές του Ισλάμ που διαμορφώνουν τις καρδιές των Ισλαμιστών: η θρησκεία τους είναι μια θρησκεία που αρνείται να δει τον εαυτό της απ’ έξω, και που δεν μπορεί να ανεχτεί την κριτική, πολλώ δε μάλλον να είναι αντικείμενο γέλιου – γεγονός για το οποίο είχαμε άφθονες μαρτυρίες τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι αυτό δεν είναι πουθενά προφανέστερο απ’ ότι στο ζήτημα που προκάλεσε την ειρωνική κρίση του Χριστού. Ο λιθοβολισμός, όχι μόνο παραμένει επίσημη πρακτική σε πολλά κομμάτια του ισλαμικού κόσμου ως τιμωρία για την μοιχεία· σε πολλές ισλαμικές κοινωνίες οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως πόρνες μόλις υπερβούν τα όρια που έχουν ορίσει γι’ αυτές οι άνδρες. Το ζήτημα του σεξ, που δεν μπορεί να συζητηθεί ουσιαστικά χωρίς ένα μέτρο ειρωνείας, έχει ως αποτέλεσμα να αποτελεί ένα επίπονο θέμα μεταξύ των Μουσουλμάνων, καθώς αναπόφευκτα έρχονται αντιμέτωποι με τη χαλαρή ηθική και την σεξουαλική σύγχυση των δυτικών κοινωνιών. Οι μουλάδες μας δεν μπορούν να σκεφτούν τις γυναίκες ως σεξουαλικά όντα, και είναι ανίκανοι να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο για πολύ καιρό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας τεράστιας έντασης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων των δυτικών πόλεων, με τους νεαρούς άνδρες να απολαμβάνουν τις ελευθερίες στον περίγυρό τους, και τις νεαρές γυναίκες να είναι αποτραβηγμένες και συχνά να κακοποιούνται γι’ αυτό.
Ο αποθανών Ρίτσαρντ Ρόρτι έβλεπε την ειρωνεία ως μια νοητική κατάσταση στενά συνδεδεμένη με την μεταμοντέρνα θεώρηση του κόσμου – μια υποχώρηση από την κρίση, η οποία όμως στοχεύει σ’ ενός είδους συναίνεση, μια κοινή συμφωνία αποφυγής της κρίσεως. Μου φαίνεται, ωστόσο, πως η ειρωνεία, παρόλο που μολύνει τη σκέψη μας, είναι καλύτερα κατανοητή ως μια αρετή – μια διάθεση που έχει ως στόχο μια τρόπον τινά πρακτικής εκπλήρωσης και ηθικής επιτυχίας. Εάν τολμούσα να δώσω έναν ορισμό αυτής της αρετής, θα την περιέγραφα ως μια συνήθεια αναγνώρισης της διαφορετικότητας των πάντων, περιλαμβάνοντας και τον ίδιον τον εαυτό τού ασκούντος αυτή. Όσο πεπεισμένος και αν είσαι για την δικαιοσύνη των πράξεών σου και την αλήθεια των απόψεών σου, οφείλεις να τις δεις ως να ήταν απόψεις τις πράξεις κάποιου άλλου, και να τις επαναδιατυπώσεις βάσει αυτού. Ορισμένη έτσι, η ειρωνεία γίνεται διακριτή από τον σαρκασμό: πρόκειται για μια μορφή αποδοχής, αντί για μια μορφή απόρριψης. Και στοχεύει σε δύο πλευρές: Μέσω της ειρωνείας μαθαίνω να δέχομαι τον άλλον, στον οποίο στρέφω το βλέμμα μου, και επίσης τον ίδιο τον εαυτό μου – αυτόν που στρέφει το βλέμμα. Η ειρωνεία δεν είναι απαλλαγμένη από την επίκριση: απλά αναγνωρίζει πως αυτός που κρίνει κρίνεται επίσης, και κρίνεται από τον εαυτό του.
Και αυτό με φέρνει στο πέμπτο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού που διακυβεύεται στην παρούσα αντιπαράθεση: το χαρακτηριστικό της αυτο-κριτικής. Είναι η δεύτερή μας φύση, όποτε δηλώνουμε κάτι, να δίνουμε βήμα σ’ αυτόν που αντιτίθεται. Η αντιφατική μέθοδος της συζήτησης υποστηρίζεται από τους νόμους μας, τις μορφές εκπαίδευσης, και από τα πολιτικά συστήματα που έχουμε συγκροτήσει προκειμένου να εκπροσωπούν τα συμφέροντά μας και να διευθετούν τις διαφορές μας. Σκεφτείτε αυτούς τους κραυγαλέους επικριτές του δυτικού πολιτισμού όπως ήταν ο εκλιπών Έντουαρντ Σαΐντ και ο πανταχού παρών Νόαμ Τσόμσκι. Ο Σαΐντ, για παράδειγμα, μιλούσε με ανένδοτους και ανά καιρούς δηλητηριώδεις όρους εκ μέρους του ισλαμικού κόσμου ενάντια στην κληροδοτημένη οπτική, όπως το έβλεπε, από τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Οπότε τι του συνέβη; Ανταμείφθηκε με μια θέση κύρους σε ένα εξέχον πανεπιστήμιο, και με αμέτρητες ευκαιρίες για δημόσιες ομιλίες στην Αμερική και σε όλο τον δυτικό κόσμο: όπως ακριβώς και ο Τσόμσκι. Η συνήθεια τού να ανταμείβουμε τους επικριτές μας είναι, θεωρώ, μοναδική στον δυτικό πολιτισμό, και το μόνο κακό είναι πως, στα αμερικανικά πανεπιστήμια, τα πράγματα έχουν προχωρήσει τόσο που δεν ανταμείβεται πλέον κανένας άλλος. Τα βραβεία μοιράζονται στην αριστερά, επειδή αυτό τροφοδοτεί την επικρατούσα ψευδαίσθηση, πως η αυτοκριτική μάς προσφέρει ασφάλεια, και πως όλες οι απειλές προέρχονται από εμάς τους ίδιους κι από την επιθυμία μας να προστατέψουμε τα κεκτημένα μας.
Υπάρχει κι άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού που αναπτύσσεται μέσω της συνήθειας της αυτοκριτικής, κι αυτό είναι η αντιπροσώπευση. Η Δύση, και κατά κύριο λόγο οι αγγλόφωνοι λαοί, είμαστε κληρονόμοι μιας μακρόχρονης παράδοσης του συνέρχεσθαι, όπου ενωνόμαστε σε ομάδες, επιχειρήσεις, ομάδες (πολιτικής) πίεσης, και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτή η συνήθεια του συνεταιρίζεσθαι, έλαβε ιδιαίτερη προσοχή από τον Ντε Τοκβίλ στα ταξίδια του στην Αμερική, και διευκολύνεται από το μοναδικό παρακλάδι του αγγλικού δικαίου –ισότητα και νόμος των τραστ– που επιτρέπει στους ανθρώπους να βάζουν από κοινού κεφάλαια και να τα διαχειρίζονται χωρίς να ζητούν άδεια από καμία ανώτερη εξουσία.
Αυτή η συνήθεια συνεταιρισμού πηγαίνει μαζί με την παράδοση της αντιπροσώπευσης. Όταν σχηματίζουμε μια λέσχη ή μια κοινότητα που έχει δημόσιο χαρακτήρα έχουμε την τάση να αναθέτουμε σε κάποιον να την εκπροσωπεί. Οι αποφάσεις των αξιωματούχων αναμένονται να είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη, ενώ δεν μπορεί κανείς να τις απορρίψει χωρίς να βγει απ’ την ομάδα. Με αυτό τον τρόπο ένα μεμονωμένο άτομο μπορεί να έχει τη δυνατότητα να μιλά εκ μέρους της ομάδας, και κάνοντάς το να τους δεσμεύει να δεχτούν τις αποφάσεις που λαμβάνονται εξ’ ονόματός τους. Δεν βρίσκουμε τίποτα παράξενο σε αυτό, και έχει επηρεάσει ανυπολόγιστα τους πολιτικούς, εκπαιδευτικούς, οικονομικούς και άλλους θεσμούς της κοινωνίας μας, ώστε θα ήταν ανιαρό να δείξουμε πόσο. Έχει επίσης επηρεάσει τη διακυβέρνηση των θρησκευτικών μας θεσμών, τόσο των Καθολικών όσο και των Προτεσταντών. Πράγματι, ήταν ανάμεσα στους προτεστάντες θεολόγους του 19ου αιώνα, όπου αναπτύχθηκε η θεωρία της εταιρείας ως ηθικής ιδέας. Ξέρουμε ότι η ιεραρχία της Εκκλησίας μας, είτε είναι κανείς Βαπτιστής, είτε Επισκοπικός, είτε Καθολικός, είναι εξουσιοδοτημένη να πάρει αποφάσεις εκ μέρους μας, και μπορεί να κάνει διάλογο με δομές σε άλλα μέρη του κόσμου, ώστε να εξασφαλίσει τον χώρο που χρειαζόμαστε για να εξασκήσουμε τη λατρεία μας.
Ο συνεταιρισμός παίρνει μια πολύ διαφορετική μορφή στις παραδοσιακές ισλαμικές κοινωνίες. Οι λέσχες και οι συνομαδώσεις μεταξύ αγνώστων είναι κάτι το σπάνιο, ενώ η πρωτεύουσα κοινωνική μονάδα δεν είναι οι ελεύθεροι συνεταιρισμοί, αλλά η οικογένεια. Οι εταιρίες δεν απολαμβάνουν ένα ανεπτυγμένο νομικό πλαίσιο στον ισλαμικό νόμο, και έχει υποστηριχθεί από τον Μαλίς Ρύθβεν αλλά και άλλους, ότι η έννοια του ανθρώπου που συνεταιρίζεται δεν βρίσκει το αντίστοιχό της σε αυτόν τον νόμο. Οι φιλανθρωπίες οργανώνονται με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο – όχι ως περιουσία που φυλάσσεται για αυτούς που θα ωφεληθούν, αλλά ως περιουσία που έχει «πάψει να επεκτείνεται» (waqf)· και όλες οι δημόσιες οντότητες, όπως τα σχολεία και τα νοσοκομεία, αντιμετωπίζονται ως βοηθητικά για τα τεμένη κτίσματα που κυβερνώνται από τις θρησκευτικές αρχές. Στο μεταξύ το ίδιο το τζαμί δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, ούτε υπάρχει μια οντότητα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Το Τζαμί», κατ’ αναλογία με το «Η Εκκλησία» – μια οντότητα της οποίας οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τα μέλη της, η οποία μπορεί να διαπραγματευτεί εκ μέρους τους, ευρισκόμενη ενδεχομένως έως και υπόλογη για τα ατοπήματα και τις καταχρήσεις της εξουσίας της.
Ως αποτέλεσμα αυτής της μακράς περιόδου των συναθροίσεων μόνον υπό την αιγίδα του τεμένους ή της οικογένειας, οι ισλαμικές κοινότητες δεν έχουν συλλάβει την έννοια του αντιπροσώπου. Όταν υπάρχουν σοβαρές διαμάχες μεταξύ των μουσουλμανικών μειονοτήτων και της περιβάλλουσας κοινωνίας στις πόλεις μας έχουμε δυσκολευτεί, όταν αυτό δεν είναι ακατόρθωτο, να διαπραγματευτούμε, εφόσον δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μιλήσει εξ ονόματός τους ή να αναλάβει την ευθύνη της εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης. Αν τύχει κάποιος να βγει μπροστά, τότε τα μεμονωμένα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας νοιώθουν ελεύθεροι να δεχτούν ή να απορρίψουν την απόφασή του κατά βούληση. Και το ίδιο πρόβλημα μαρτυρείται στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν και άλλα μέρη με ριζοσπαστικοποιημένο μουσουλμανικό πληθυσμό. Όταν κάποιος βγει μπροστά για να μιλήσει εκ μέρους μιας διαφωνούσας ομάδας το κάνει πολύ συχνά με δική του πρωτοβουλία, και χωρίς κάποια διαδικασία που να νομιμοποιεί το αξίωμά του. Και όπως και αν δεν το κάνει, αν συμφωνήσει σε κάποια λύση, θα δολοφονηθεί, ή σε οποιοδήποτε βαθμό θα αποκηρυχθεί, από τα ριζοσπαστικά μέλη της ομάδας την οποία δηλώνει πως εκπροσωπεί.
Αυτό με οδηγεί στο να αναφερθώ ξανά στην ιδέα του πολίτη. Ένας σημαντικός λόγος για τη σταθερότητα και τον ειρηνικό χαρακτήρα των κοινωνιών που βασίζονται σε αυτήν είναι πως τα άτομα υπάρχουν σε αυτές τις κοινωνίες έχοντας πλήρη προστασία των δικαιωμάτων τους – αποκομμένοι από τους γείτονές τους στη σφαίρα της προσωπικής τους κυριαρχίας, όπου οι ίδιοι μόνοι τους λαμβάνουν τις αποφάσεις. Αυτό σημαίνει πως μια κοινωνία πολιτών, μπορεί να εγκαθιδρύσει καλές σχέσεις και αφοσίωση μεταξύ αγνώστων. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τον συμπολίτη σου για να εξασφαλίσεις τα δικαιώματά σου εναντίον του ή τα καθήκοντά σου απέναντί του, και το γεγονός πως αυτός είναι ένας άγνωστος δεν αλλάζει με κανέναν τρόπο το γεγονός πως είστε ο καθένας προετοιμασμένος να πεθάνει για την περιοχή που περιλαμβάνει εσάς και τον νόμο τον οποίο απολαμβάνετε. Αυτή η αξιοθαύμαστη ιδιότητα των πολιτών εντός των κρατών, διατηρείται από τα πράγματα στα οποία αναφέρθηκα: από την αυτοκριτική, την αντιπροσώπευση και την συνεταιριστική ζωή, και δεν παρατηρείται στις παραδοσιακές ισλαμικές κοινωνίες. Αυτό το οποίο τα ισλαμικά κινήματα υπόσχονται στους υποστηρικτές τους δεν είναι η ιδιότητα του πολίτη αλλά η αδελφότητα (ikhwān)· ένα συνολικά θερμότερο, στενότερο και μεταφυσικά ικανοποιητικότερο πράγμα.
Ωστόσο, όσο πιο θερμή και στενή είναι μια σύνδεση, τόσο μικρότερο το εύρος στο οποίο μπορεί να διαδοθεί. Η αδελφοσύνη είναι επιλεκτική και αποκλειστική· δεν μπορεί να διαδοθεί ευρέως δίχως να εκτεθεί σε ξαφνική και βίαιη αναίρεση. Εξ ου και η αραβική παροιμία: «εγώ και ο αδερφός μου εναντίον του ξαδέρφου μου, εγώ και ο ξάδερφός μου εναντίον του κόσμου». Η σύνδεση αδελφών δεν είναι μια νέα οντότητα, μια εταιρεία, που μπορεί να διαπραγματευτεί για τα μέλη της. Παραμένει στην ουσία της πληθυντικού αριθμού – και πράγματι ikhwān είναι απλώς ο πληθυντικός της λέξης akh, αδερφός, και χρησιμοποιείται για να δείξει την συνέλευση ομοϊδεατών που τους συνδέει η κοινή τους αφοσίωση, αντί για κάποιον θεσμό που έχει εξουσία επάνω τους. Αυτό έχει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Όταν ο διάδοχος του Νάσερ ως πρόεδρος της Αιγύπτου, Ανουάρ Σαντάτ, έδωσε θέσεις στο Αιγυπτιακό Κοινοβούλιο στην Μουσουλμανική αδελφότητα, αυτές κατελήφθησαν αμέσως από εκείνους που κρίθηκαν κατάλληλοι από τον πρόεδρο, οι οποίοι είχαν αποκηρυχθεί από την πραγματική αδελφότητα, που συνέχισε τη βίαιη δραστηριότητά της, έως ότου κατάφερε τη δολοφονία του Σαντάτ. Τα αδέρφια δεν παίρνουν διαταγές: δρουν μαζί ως οικογένεια, ώσπου να τσακωθούν και να παλέψουν.

Αυτή η τελευταία αντίθεση μεταξύ δυτικών και παραδοσιακών ισλαμικών κοινωνιών με φέρνει προ ενός τελευταίου και σημαντικού σημείου διαφοράς. Εμείς ζούμε σε μια κοινωνία αγνώστων, που σχετίζονται ταχύτατα και ανέχονται τις μεταξύ τους διαφορές. Η κοινωνία μας δεν είναι κοινωνία εκδικητικής συμμόρφωσης· έχει ελάχιστες δημόσιες απαιτήσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους νόμους· και επιτρέπει στους ανθρώπους να μετακινούνται γρήγορα απ’ τη μία ομάδα στην άλλη, από μια σχέση σε μιαν άλλη, μιαν επιχείρηση, θρησκεία ή τρόπο ζωής. Είναι ατελείωτα δημιουργική στο να βρίσκει τους θεσμούς και τις σχέσεις που θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να ζουν με τις διαφορές τους και να παραμένουν σε ειρηνικές συνθήκες, χωρίς την ανάγκη οικειότητας, αδελφότητας ή φυλετικής νομιμοφροσύνης. Δεν λέω πως αυτό είναι κάτι καλό· ωστόσο, έτσι έχουν τα πράγματα, κι αυτή είναι η αναπόφευκτη συνθήκη της ιδέας του πολίτη, όπως την περιέγραψα. Οπότε τι καθιστά δυνατό το να ζούμε έτσι; Η απάντηση είναι απλή, κι αυτή είναι το ποτό. Αυτό το οποίο το Κοράνι υπόσχεται στον παράδεισο, μα απαγορεύει εδώ κάτω είναι το απαραίτητο λιπαντικό του δυτικού κινητήρα. Το βλέπουμε ξεκάθαρα στην Αμερική, όπου τα κοκτέιλ πάρτι σπάνε αμέσως τον πάγο μεταξύ αγνώστων, και ξεκινούν κάθε μεγάλη συγκέντρωση, εγείροντας μια συλλογική επιθυμία για συμφωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους που λίγες στιγμές πριν δεν γνωρίζονταν. Αυτός ο τρόπος του να ερχόμαστε γρήγορα στο θέμα εξαρτάται από πολλές πτυχές της κουλτούρας μας εκτός από το ποτό: ωστόσο το ποτό είναι σημαντικό, και αυτοί που έχουν μελετήσει το φαινόμενο είναι αρκετά πεπεισμένοι πως, παρά το κόστος που έχει πληρώσει ο πολιτισμός μας σε όρους αλκοολισμού, ατυχημάτων και κατεστραμμένων σπιτιών, χάρη στο ποτό είμαστε, μακροπρόθεσμα, τόσο επιτυχημένοι. Φυσικά οι ισλαμικές κοινωνίες έχουν τους δικούς τους τρόπους να δημιουργούν φευγαλέες συναθροίσεις – τον ναργιλέ, τα καφενεία, και τα παραδοσιακά λουτρά, που επαινέθηκαν από τη Λαίδη Μαίρη Μόνταγκιου, ότι οικοδομούν αλληλεγγύη μεταξύ γυναικών· κάτι που δεν έχει ισοδύναμο στον χριστιανικό κόσμο. Ωστόσο, αυτές οι μορφές συναναστροφής είναι επίσης μορφές απόσυρσης, ένα διάλειμμα από τα ζητήματα της διακυβέρνησης σε μια στάση γαλήνιας παραίτησης. Το ποτό έχει το αντίθετο αποτέλεσμα – φέρνει ξένους μαζί σε μια κατάσταση ελεγχόμενης επιθετικότητας, ικανούς και πρόθυμους να εμπλακούν σε οτιδήποτε προκύψει από την παρούσα συζήτηση.
Τα χαρακτηριστικά στα οποία έχω αναφερθεί δεν εξηγούν απλώς τη μοναδικότητα του δυτικού πολιτισμού: αποτελούν επίσης μαρτυρία για την επιτυχία του στο να χειριστεί τις τεράστιες αλλαγές που προέκυψαν από την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, όπως ακριβώς και εξηγούν την πολιτική σταθερότητα και το δημοκρατικό ήθος των κρατών που τον απαρτίζουν. Τα χαρακτηριστικά διαχωρίζουν επίσης τον δυτικό πολιτισμό από τις ισλαμικές κοινωνίες, στις οποίες εκκολάπτονται οι τρομοκράτες. Και εξηγούν το μεγάλο μένος αυτών των τρομοκρατών, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν, από τα δικά τους ηθικά και θρησκευτικά αποθέματα, την εύκολη συμβατότητα με τον σύγχρονο κόσμο την οποία συναντάμε στην Ευρώπη και την Αμερική.
Αν είναι έτσι, πώς θα υπερασπιστούμε την Δύση από την ισλαμική τρομοκρατία; Θα προτείνω μια σύντομη απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Πρώτον: πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το τι υπερασπιζόμαστε. Δεν υπερασπιζόμαστε τον πλούτο και την περιοχή μας, εφόσον δεν είναι αυτά το θέμα. Υπερασπιζόμαστε την πολιτική και πολιτισμική μας κληρονομιά – και αυτά ενσαρκώνονται στα επτά χαρακτηριστικά στα οποία εφιστώ την προσοχή. Δεύτερον, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι πως δεν ξεπερνάς την απέχθεια νοιώθοντας ένοχος, ή παραδεχόμενος το φταίξιμό σου. Η αδυναμία προκαλεί, καθότι ενημερώνει τον εχθρό σου πως έχει τη δυνατότητα να σε καταστρέψει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επιβεβαιώσουμε αυτά που έχουμε και να εκφράσουμε την αποφασιστικότητά μας να μείνουμε σε αυτά. Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως δεν είναι φθόνος, μα μνησικακία αυτό που κινητοποιεί τους τρομοκράτες. Φθόνος είναι η επιθυμία να αποκτήσεις αυτό που έχει ο άλλος· μνησικακία η επιθυμία να το καταστρέψεις. Πώς αντιμετωπίζεις τη μνησικακία; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που ελάχιστοι ηγέτες της ανθρωπότητας κατάφεραν να απαντήσουν. Ωστόσο, οι Χριστιανοί είναι τυχεροί που είναι κληρονόμοι της μεγάλης απόπειρας απάντησής του, αυτής του Χριστού, συνεχίζοντας μια μακρά εβραϊκή παράδοση που φτάνει μέχρι την Τορά, και η οποία εκφράστηκε με παρόμοιο τρόπο από τον σύγχρονο του Χριστού, τον ραβίνο Χιλέλ. Ξεπερνάς τη μνησικακία, μας είπε ο Χριστός, συγχωρώντας την. Η προσέγγιση με το πνεύμα της συγχώρεσης δεν είναι να κατηγορείς τον εαυτό σου· είναι να κάνεις ένα δώρο στον άλλον. Και είναι μόνο εδώ, μου φαίνεται, που έχουμε πάρει λάθος πορεία κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Η ψευδαίσθηση ότι είμαστε υπόλογοι, ότι πρέπει να ομολογήσουμε τα λάθη μας και να ενώσουμε τον σκοπό μας με εκείνον του εχθρού, μας εκθέτει σε ένα πολύ πιο αποφασιστικό μίσος. Η αλήθεια είναι πως δεν φταίμε, πως το μίσος του εχθρού είναι απολύτως αδικαιολόγητο, πως η αδυσώπητη εχθρότητά του δεν μπορεί να αποφορτιστεί από το αυτομαστίγωμά μας. Και αυτή η αλήθεια μάς κάνει να φαινόμαστε ανίσχυροι.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαστε ανίσχυροι. Υπάρχουν δύο πόροι τους οποίους μπορούμε να αξιοποιήσουμε στην άμυνά μας: ένας δημόσιος κι ένας ιδιωτικός. Στη δημόσια σφαίρα μπορούμε να στοχεύσουμε στην προστασία των καλών πραγμάτων που κληρονομήσαμε. Και αυτό σημαίνει να μην κάνουμε καμία παραχώρηση σε αυτούς που επιθυμούν να ανταλλάξουν την ιδέα του πολίτη με κείνη του υποκειμένου, την εθνικότητα με τον θρησκευτικό κομφορμισμό, το κοσμικό δίκαιο με την σαρία, την εβραιο-χριστιανική παράδοση με το Ισλάμ, την ειρωνεία με την επισημότητα, την αυτοκριτική με τον δογματισμό, την αντιπροσώπευση με την υποταγή, και την εύθυμη κατανάλωση αλκοόλ με την απαγορευτική αποχή. Θα πρέπει να περιφρονούμε αυτούς που απαιτούν αυτές τις αλλαγές και να τους παρακινήσουμε να ζήσουν εκεί όπου η προτιμότερη για αυτούς πολιτική τάξη είναι ήδη εγκατεστημένη. Και πρέπει να απαντήσουμε στη βία τους με οποιαδήποτε ισχύ είναι απαραίτητη για να την περιορίσει, εάν μπορούμε.
Στην ιδιωτική σφαίρα, ωστόσο, οι Χριστιανοί θα πρέπει να ακολουθήσουν τον δρόμο που μας έδειξε ο Χριστός, και αυτό σημαίνει να βλέπουμε νηφάλια και με ένα πνεύμα συγχώρεσης τα χτυπήματα που δεχόμαστε, και να δείχνουμε, με το παράδειγμα μας, πως τα χτυπήματα αυτά δεν καταφέρνουν τίποτα παρά τη δυσφήμιση αυτού που τα προκαλεί. Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι της αποστολής – δύσκολο να το κάνουμε, δύσκολο να το στηρίξουμε, και δύσκολο να το προτείνουμε σε άλλους.