Μεγάλοι τραγικοί ήταν αυτοί: ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Νίτσε, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόυ, ο Βαν Γκογκ, και πόσοι άλλοι μονάχοι κατεξοχήν, αυτοαναφλεγόμενοι απ’ τη μεγαλοφυΐα στην απόλυτη άνοια ( σαν το Νίτσε), πού είδαν – στο τέλος της ζωής τους (σαν τον Πλατωνικό Σωκράτη), είτε στο άνθος των νιάτων τους (σαν το Χριστό), κι άστραψε μέσα τους κ’ έλαμψε τρομερό το μάταιο της πάλης τους να φωτίσουν τον κοινό διπλανό τους, να τον ελευθερώσουν απ’ την πάσχουσα κτητική του φύση, να τον ανεβάσουν στην πράγματι ανθρώπινη ποιότητα (γιατί, Φρειδερίκε μου, στον «υπεράνθρωπο»; στον άνθρωπο είχαμε πράγματι φτάσει; γιατί πρόσβλεπες κατεξοχήν, Γερμανέ, στη δύναμη σαν πάνω από τη σκέψη; δεν είναι η δύναμη, μόνη, άλλο από προϋπόθεση, απλώς, για γενναία σκέψη!) –λοιπόν συνέλαβαν, οι έρημοι, απογνωσμένα, πως τίποτα δεν κατάφεραν, κ’ είπαν απέλπιδα: Εντάξει! Σταυρώστε με! Δώστε το κώνειό σας, να τελειώνουμε! Να μείνετε για πάντα ένοχοι του μάταιου αίματός μου, σταυρωτήδες μου! Να σας στάζει πάντα στα μάτια, σταγόνα, σταγόνα, αιώνες, και στο αίμα σας θανατηφόρο το κώνειό μου –δώστε το λοιπόν, «ήματι κεν τριτάτω Φθίην ερίβωλον ίκοιο», καθώς πρόσταξε το δαιμόνιο του ονείρου!..
Αυτό ήταν αυτοί, κι όποιοι όμοιοί τους στην ιστορία του κόσμου – μην πλανιέστε, μην ξεγιελέστε, μην αυτοπαρηγοριέστε δειλά· δεν ωφελεί, δε σας σώζει, δε σας ξαναχαρίζει κανένα «πεπρωμένο»! Κι όποιοι τέτοιοι ξανατύχουν, όμοια θα πράξετε!
Πως ο Νίτσε δεν είδε ότι δικοί του ήσαν ο Χριστός κι ο Σωκράτης; Το ίδιο αυτοκτόνοι, δια του ανέφικτου ιδανικού τους: της ιδανικής πολιτείας για πράγματι ανθρώπους; Το ίδιο προδομένοι, αηδιασμένοι και γι’ αυτό πικρή απόγευση πάντ’ απομένει στο πλησίασμά τους, όσοι αιώνες κι αν περάσουν απ’ το κώνειο και το σταυρό τους, απ’ τη φυλακή και την τύφλωση του Γαλιλαίου, απ’ την πυράτου Τζιορντάνο Μπρούνο, απ’ το φίλημα του Φραγκίσκου στο στόμα των λεπρών, κι απ’ το λύκε καλέ που είσαι έρημος τις παγωμένες νύχτες, πεινασμένος κάτω απ’ το φεγγάρι, κι ουρλιάζεις έτσι τη μοναξιά σου!.. («Δεν τα καταλαβαίνουν αυτά», τάχα «κάποιοι»; «Δεν είν’ επαρκώς τεκμηριωμένα; Δεν τα γράφουν έτσι ακριβώς τα κείμενα;» Ε, ας μείνουν οι υποκριτές αιώνια να γυρεύουν τ’ ακριβέστερα τεκμήρια – όσο ακριβέστατα ήταν παρασκευασμένο και το κώνειο απ’ τον πειθαρχικό στην Πολιτεία φύλακα που «ευσυνείδητα» του το ετοίμασε πρωί-πρωί του Γέρου, όσο ακριβέστατα καρφώθηκαν και τα καρφιά!..)
Επιδίδονται σ’ «ερμηνείες» «ερμηνειών» και σε ακατάσχετες «αναλύσεις», αλλά μόνο αυτό δε βλέπουν που άμεσα μεταδίδεται απ’ το συναίσθημα του κοινού, για κείνον που πίνει το κώνειο αδιάφορος πια για όλα, που αποδέχεται το σταυρό αδιαμαρτύρητα… Αλλά κανένας Χριστός δε σταυρώθηκε ποτέ για σας, μην παρηγοριέστε, μη φωνάζετε να ξανασταυρωθεί, ο τάχα «αίρων» τις ασήκωτες αμαρτίες σας, καθώς σας το τίναξε καλοσημαδεμένο βέλος στην πέτρινη καρδιά σας ο «άπιστος» Γιάκομπσεν (με την Πανούκλα του στο Μπέργκαμο), κανένας δεν ήπιε ποτέ το κώνειο για σας, αντί να φύγει πρωί-πρωί για τη Θεσσαλία με τα φτερωτά τ’ άλογα του Κρίτωνα (και τι ευηργέτηται υπ’ εμού Σώκρατες, ο φτωχοφύλακας της «ιδανικής πολιτείας» σου, της τόσο άδικης, τόσο ανιδανικής λοιπόν, τόσο άθλιας!), πάμε να χαρούμε τον ήλιο που θα δύει στους πράσινους κάμπους της σα φτάσουμε, κι ας τους ανάξιους του σταυρού, του κωνείου σου, των πυρών που σε καίνε.. – ας τους να πληρώνουν στους αιώνες! Ας πρόσεχαν, δάσκαλε! Ας σκέφτονταν!.. Πληρώνονται όλα σ’ αυτό τον κόσμο – εδώ είν’ η «Κόλαση» όλη, όχι αλλού Ντάντε! Άλλο από αυτοκτονίες δεν ήτανε όλων αυτών οι θάνατοι!