
Γράφει ο Αναστάσιος Άρχος
Αναπαράγεται συνεχώς τον τελευταίο καιρό, και ειδικώς μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την ΝΔ, η άποψη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, αφ’ ης στιγμής κυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να ακυρωθεί με νομικά μέσα. Είναι όμως έτσι; Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αντικειμενικά, από καθαρώς νομική σκοπιά και απαλλαγμένοι από ψυχικές φορτίσεις και συναισθηματικές εμπλοκές. Το νομικό έδαφος στο οποίο θα κινηθούμε είναι η Συνθήκη της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στις διατάξεις του παραπάνω νομοθετήματος, διαπιστώνουμε ότι προβλέπονται περιπτώσεις καταγγελίας, ακυρότητας, λήξης και αναστολής εφαρμογής μίας διμερούς ή πολυμερούς συνθήκης. Σημειώνεται εδώ ότι η Σύμβαση της Βιέννης έχει πεδίο εφαρμογής, βάσει του άρθρου 1 αυτής, μόνον όταν άπαντες οι συμβαλλόμενοι είναι κρατικές οντότητες (δεν εφαρμόζεται φερ’ ειπείν σε συνθήκες, στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος είναι κράτος και ο έτερος κάποιος διεθνής οργανισμός).
Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αντισυνταγματικότητα της Συνθήκης των Πρεσπών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 της Σύμβασης της Βιέννης, το συμβαλλόμενο στην συνθήκη μέρος δεν δύναται να επικαλεσθεί τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου ως δικαιολογία για την μη υπ’ αυτού τήρηση της συνθήκης. Ως εκ τούτου, ισχυρισμοί περί της δυνατότητας να αποστούμε, ως Ελληνικό Κράτος, από την εφαρμογή της Συνθήκης των Πρεσπών, βασισμένοι στην αντισυνταγματικότητά της, δεν μπορούν να βρουν νομικό έρεισμα.
Περαιτέρω, δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε ακυρότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι περιπτώσεις ακυρότητας προβλέπονται περιοριστικώς στα άρθρα 44-53 της Σύμβασης της Βιέννης και ορίζουν ως άκυρη μία Συνθήκη, η οποία υπεγράφη συνεπεία πλάνης, απάτης, απειλής άσκησης ένοπλης βίας, άσκησης ένοπλης βίας, δωροδοκίας ή τελεί σε σύγκρουση με αναγκαστικό κανόνα του διεθνούς δικαίου. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, οι οποίες μπορούν να καταστήσουν μία διεθνή Συνθήκη άκυρη.
Εις ότι αφορά τις περιπτώσεις λήξης και αναστολής εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, κινούμαστε πάλι σε άκρως επισφαλή νομικά μονοπάτια, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 54 της Σύμβασης της Βιέννης, η λήξη συνθήκης ή η καταγγελία της μπορούν να λάβουν χώρα, συμφώνως προς τις διατάξεις της και ανά πάσα στιγμή, δια της συναίνεσης όλων των μερών, κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των άλλων συμβαλλομένων κρατών. Καθίσται προφανές ότι μία περίπτωση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων περί παύσης χρήσεως του όρου Μακεδονία από το γειτονικό κρατίδιο είναι μάλλον ένα απίθανο ενδεχόμενο, τουτέστιν δεν μπορεί η Ελληνική πλευρά να χρησιμοποιήσει ως νομικό μέσο το παραπάνω άρθρο. Η Ελλάδα θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί στο άρθρο 56 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο ορίζει ότι, μία συνθήκη, η οποία (όπως και η Συμφωνία των Πρεσπών), δεν περιέχει διάταξη που να αφορά στην λήξη της και δεν προβλέπει ρητώς την δυνατότητα καταγγελίας ή αποχώρησης εξ αυτής, δεν δύναται να καταγγελθεί ή να λυθεί δια αποχωρήσεως, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση να δεχθούν την δυνατότητα καταγγελίας ή αποχωρήσεως ή εάν το δικαίωμα καταγγελίας συνάγεται ως εκ της φύσεως της συνθήκης. Κατά πρώτον, παρατηρούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν προβλέπει την πιθανότητα καταγγελίας ή αποχώρησης, ούτε μία τέτοια δυνατότητα μπορεί να συναχθεί εκ της φύσης της. Θα μπορούσε ενδεχομένως να ευδοκιμήσει ένα ελληνικό επιχείρημα ότι, από το άρθρο 20 παρ. 9 της Συμφωνίας των Πρεσπών, δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι οι συμβαλλόμενοι είχαν την πρόθεση να δεχθούν την δυνατότητα καταγγελίας, καθόσον στην παραπάνω διάταξη ορίζεται η απαγόρευση της τροποποίησης των άρθρων 1 (3) και 1 (4) της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επομένως, οι συμβαλλόμενοι θέλησαν να ορίσουν ότι, ακόμη και σε περίπτωση καταγγελίας, την πιθανότητα της οποίας σιωπηρώς απεδέχθησαν, δια της παραπάνω πρόβλεψης, οι παραπάνω όροι της Συμφωνίας είναι μη τροποποιήσιμοι. Η Ελλάδα λοιπόν θα μπορούσε να καταγγείλει μονομερώς την Συμφωνία των Πρεσπών, εδραζόμενη στο άρθρο 56 παρ. 1Α της Σύμβασης της Βιέννης, ισχυριζόμενη ότι, από το άρθρο 20 (9) της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχθηκαν σιωπηρά και δεν απέκλεισαν ρητώς την δυνατότητα καταγγελίας, εξ ου και τέθηκε ο όρος περί μη τροποποιήσιμων διατάξεων.
Το πιο στερεό επιχείρημα όμως κρίνεται ότι παρέχεται βάσει του άρθρου 60 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, στο οποίο ορίζεται ότι ουσιώδης παραβίαση διμερούς συνθήκης εκ μέρους ενός των μερών παρέχει το δικαίωμα στο έτερο μέρος να επικαλεσθεί την παραβίαση αυτή ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει. Βάσει της παραγράφου 3 του παραπάνω άρθρου, ως ουσιώδης παραβίαση της συνθήκης τυγχάνει η παραβίαση διάταξης ουσιώδους για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της σύμβασης. Καθίσταται πρόδηλο δε, ότι η αναφορά ανώτατων θεσμικών παραγόντων του γειτονικού κρατιδίου στο όνομά του ως “Μακεδονία”, καθώς και οι αναφορές περί “μακεδονικής μεινότητας” στην Ελλάδα συνιστούν ουσιώδη παραβίαση του αντικειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών, εις ότι αφορά το συμπεφωνηθέν όνομα του κρατιδίου. Συγκεκριμένα, υπήρξαν περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν ξεκάθαρα ουσιώδη παραβίαση της Συμφωνίας από μέρους ανώτατων θεσμικών παραγόντων, αλλά και ιδιωτικών φορέων μεγάλης απήχησης του γειτονικού κρατιδίου. Σταχυολογούμε μερικές εξ’ αυτών:
α. Δηλώσεις του Σκοπιανού προέδρου Πενταρόφσκι: «Εχουμε τους ανθρώπους που δηλώνονται ως Μακεδόνες και στην Ελλάδα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν τους εγκαταλείπουμε”.
β. Τιτίβισμα του Ζόραν Ζάεφ «Σήμερα βρίσκομαι στο στάδιο του Άμστερνταμ και δίνω την ισχυρή μου υποστήριξη στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Μακεδονίας».
γ. Αναφορά της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της γειτονικής χώρας ως “Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”. Το σχετικό όνομα φαίνεται στην επίσημη ιστοσελίδα της ομοσπονδίας, το οποίο ακόμη και σήμερα, ένα και πλέον μήνα μετά την επιστολή του Ν. Δένδια στον ΥΠΕΞ των Σκοπίων Μπουγιάρ Οσμάνι, με αίτημα την τροποποίηση της ονομασίας της ομοσπονδίας, δεν έχει αλλάξει, η δε ποδοσφαιρική του ομάδα αγωνίστηκε κανονικά σε όλο το EURO με φανέλες που ανέγραφαν το ΦΦΜ. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι Σκοπιανοί “αρχειοθέτησαν” με συνοπτικές διαδικασίες τα ελληνικά αιτήματα και συνεχίζουν προκλητικά να ονομάζουν την ποδοσφαιρική τους ομοσπονδία ως “Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”, η δε εμφάνιση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με αυτήν την ονομασία στις εμφανίσεις των ποδοσφαιριστών, αγνοώντας επιδεικτικά τις ελληνικές αιτήσεις για αλλαγή του ονόματος, συνιστά κατάφωρη διπλωματική ήττα και εξευτελισμό της Εθνικής μας αξιοπρέπειας. Το επιχείρημα ότι η ποδοσφαιρική ομοσπονδία είναι ιδιωτικός φορέας, μη χρηματοδοτούμενος από το κράτος, κάμπτεται, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 6 (3) της Συμφωνίας των Πρεσπών, το γειτονικό κράτος θα έπρεπε να αποτρέπει και να αποθαρρύνει ενέργειες από ιδιωτικές οντότητες, που πιθανόν υποδαυλίζουν τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος της Ελλάδας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Σκοπιανοί έχουν προβεί, σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο, σε ουσιώδεις παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, τις οποίες, μία πραγματικά εθνική κυβέρνηση, η οποία θα νοιαζόταν για την διατήρηση ακέραιας της Εθνικής μας τιμής, θα χρησιμοποιούσε ως βάση για την λήξη της συνθήκης και δεν θα άφηνε να καταρρακώνεται η Εθνική αξιοπρέπεια με την απροκάλυπτη χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σλάβους σε μία διεθνή ποδοσφαιρική διοργάνωση με εκατομμύρια τηλεθεατές, γεγονός που καθιστά την εθνική ταπείνωση έτι εντονότερη και οδυνηρότερη.
Στο επιχείρημα του κ. Άγγελου Συρίγου, ότι η Συμφωνία είναι εθνικά επωφελής, καθώς, εάν ακυρωθεί, οι Σκοπιανοί θα επανέλθουν στο όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, ανακοινώνοντάς το στον ΟΗΕ, παρατίθεται πως, λύση υφίσταται. Λύση όμως, που απαιτεί πολιτική τόλμη και ευβουλία, εν αντιθέσει με την παθητικότητα και την φοβικότητα που επιδεικνύουν οι Νεοδημοκράτες πολιτικοί παράγοντες, συμπεριφορά που δεν συνάδει με τον Ελληνικό ηρωϊσμό και την ευψυχία. Μετά την ακύρωση της Συμφωνίας, η Ελληνική Βουλή θα πρέπει να εκδώσει ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο, πάσα μελλοντική χρήση του ονόματος Μακεδονία και των παραγώγων του από τους Σκοπιανούς, είτε σε σύνθετη, είτε σε απλή ονομασία του Κράτους, της ιθαγένειας και της γλώσσας τους, θα συνιστά αιτία πολέμου (casus belli). Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε πως η ένοπλη ισχύς είναι το δραστικότερο μέσο ελέγχου της συμπεριφοράς των υποκειμένων στο διεθνές πεδίο. Είναι εγκληματικό να αποκηρύττουμε, άνευ ετέρου, και με πρωτοφανή εμμονικότητα και αδιαλλαξία, την χρήση ένοπλης βίας ή την απειλή αυτής, ως μέσο κάμψης της πολιτικής βούλησης ενός δρώντος, με τον οποίο τελούμε σε διένεξη. Ναι στην παντοιότροπη συνεργασία με τους Σκοπιανούς, αρκεί να μην σφετερίζονται στοιχεία της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας και ιστορικής κληρονομιάς, με υποκρυπτόμενη προώθηση αλυτρωτικών στόχων εξόδου τους στο Αιγαίο.
Διαδικτυακές παραπομπές
https://ffm.mk/en (τελευταία προσπέλαση στις 17 Ιουλίου 2021)