
Γράφει ο Χρίστος Γούδης
Σύγχρονη ποίηση με έμφαση στην πατρίδα αποτελεί πλέον rara avis. Σε πείσμα του πνεύματος των καιρών (Zeitgeist) που απαιτεί ύμνους στο όπου γης στρεβλό, παραμορφωμένο και παρακμιακό, υπάρχουν ακόμα στον τόπο μας ποιητικές ψυχές που νιώθουν το σολωμικό πρόταγμα: «κλείσε μέσα στη ψυχή σου την Ελλάδα για να αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο». Σε αυτή την ατμόσφαιρα εμπίπτουν δύο πρόσφατες ποιητικές συλλογές της Ελένης Παπαδοπούλου («Ελληνανθός», Εκδόσεις Νέα Γενεά, Οκτώβριος 2018, και, «Παραμύθια της Ψυχής», Εκδόσεις Έκτωρ, Οκτώβριος 2020). Θα έλεγε κανείς ότι είναι επιστροφή στις μέρες της αθωότητας της μαθητικής ποίησης, όμως αυτή ακριβώς είναι που είναι η αυθεντική ποίηση, η απαλλαγμένη από τις πνευματικές επιμολύνσεις λογοτεχνικών ρευμάτων που στο όνομα ενός ψευδομοντερνισμού επικαλούνται την ακαταληψία ως οδηγό του ανθρώπου προς την άβυσσο του πουθενά.
Τα ποιήματα της Ελένης Παπαδοπούλου, πατριωτικά τα περισσότερα, εμπνευσμένα από το παρελθόν, τη δόξα που κάποτε ήταν η Ελλάδα, αλλά και το (δυστυχώς σπάνιο) ηρωϊκό παρόν της αυτοθυσίας, εθνοδιεγερτικά και στραμμένα με αισιοδοξία προς το μέλλον, δεν είναι τα μόνα στις συλλογές της. Πολλά είναι βιωματικά και ιδιαιτέρως ευαίσθητα γύρω από κάποια πρόσωπα που χάθηκαν για πάντα (κάποια που έφυγαν από τη ζωή, άλλα από την ψυχική της σφαίρα), αλλά και γύρω από κάποια άλλα που αναζητήθηκαν στο πλατωνικό ταξίδι της ανακάλυψης του άλλου μισού στη ζωή.
Η ποίησή της, πέραν της αυθεντικότητας, που αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη γραφή ατόφιας ποίησης, έχουν δύο επιπλέον πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι ο κλασσικός ποιητικός ρυθμός που δημιουργεί κατά περίπτωση ατμόσφαιρα Σολωμού, Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη (έτσι όπως εγώ τουλάχιστον τα προσέλαβα), και το δεύτερο ότι έχουν αρχή, μέση και τέλος, είναι φορείς γεγονότων, συναισθημάτων και διδαγμάτων, μακριά από τις ασάφειες και τις απροσδιοριστίες της πλειονότητας των σύγχρονων ποιητών. Η γραφή της είναι πιστή στις σολωμικές προδιαγραφές της ποίησης: «έργο, λόγος, νόημα», αξίες αναλλοίωτες στην πορεία του χρόνου.
Γνωρίζω από την προσωπική μου εμπειρία ότι για τον καθένα μας που γράφει με ευαισθησίες (αποφεύγω τον όρο ποιητής ή ποιήτρια, αυτό θα το κρίνει ο χρόνος και μόνον αυτός), όλα του τα γραφόμενα τα θεωρεί εξίσου όμορφα, σαν τα παιδιά του. Για τον εξωτερικό όμως αναγνώστη υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην πρόσληψη. Και κάποιο απ’ όλα τον αγγίζει περισσότερο και κατά την υποκειμενική του γνώμη ή αισθαντικότητα, το χαρακτηρίζει κορυφαίο. Ίσως είναι μια παγίδα αυτό, αλλά μια παγίδα ανθρώπινη, όλοι πέφτουμε μέσα σ’ αυτήν. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Κατ’ εμέ ένα της ποίημα της είναι το κορυφαίο (από όλες τις γωνιές θέασης), ως τίτλος και ως περιεχόμενο. «Η Έξοδος της Μάνας» θεωρώ ότι αξίζει να συμπεριληφθεί σε κάθε μελλοντική ανθολογία τόσο της κλασικής όσο και της σύγχρονης ελληνικής μας ποίησης!