
Ο ποιητής Gabriele D’Annunzio επισκέφτηκε την Ελλάδα δύο φορές. Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 1895 και η δεύτερη τον Ιανουάριο του 1899. Μάλιστα στην Κέρκυρα έκανε ένα μήνα διακοπές γράφοντας την τραγωδία «La Gloria». Στην επίσκεψή του στην Αθήνα τιμήθηκε από τον Φιλολογικό Όμιλο «Παρνασσός», ενώ απήγγειλε και την «Προσευχή στους Αθηναίους». Ακολουθεί ένα ποίημά του με τίτλο «Αθήνα»:
Ψηλά σα λάμπει η αυγή λευκή, καθάρια,
στης άνοιξης το αγέρι το ζωογόνο,
πέρα ο Υμηττός με βρύσες και χορτάρια
ωραίος γελάει.
Στις όχτες του, όπου πράσινος ο πύξος
κυματίζει κ’ η ιερή μυρτιά τιμιέται
στην ιδάλια Θεά, ο Ιλυσσός κυλάει
μ’ αφρούς γαλάζιος.
Λάμπουν ως τόσο οι μαρμαρένιες άκρες
της Πεντέλης· χαρούμενη με λόφους
ανθόσπαρτους και πόλεις, απ’ το Αιγαίο
η Οινώπια βγαίνει.
Με μάρμαρα, ναούς, βαρειές κολώνες,
φευγαλέες στοές, λαμποκοπώντας,
να η Αθήνα, στη σκιά των αγαλμάτων
άφοβη στέκει.
Ασπρολογά στις ιονικές του στήλες
ο Παρθενών· τ’ ομοίωμα της Παλλάδας
ζωντανό την Ακρόπολη με δόρυ
φρουρεί και κράνος.
Μα ο ήλιος βγήκε: Του Ιλισσού το ρέμα
σπιθοβολάει κι’ από το φως τρεμίζει,
που αντιχτυπώντας στους ιερούς τους βράχους,
αστραπές μοιάζει.
Μακρυά, στο Σούνιο, ο νικητής ο στόλος
απ’ τα πανιά δείχνει λευκός, κ’ οι νάυτες
απ’ τα γερά τα στήθια τους κραυγάζουν:
¬Αθήνα! Αθήνα!¬
Ενώ φαιδρές οι μελαψές οι κόρες
στ’ άσπρα τους πέπλα, τα Μακρυά τα Τείχη
κατεβαίνουν, και στέφανα σε κείνους
τους ήρωες φέρνουν.

Ο Κωστής Παλαμάς έγραψε ένα ποίημα για το πέρασμα του D’Annunzio από την Αθήνα:
Στο Γαβριήλ Ντανούντσιο όταν επέρασε
από την Αθήνα
«… Και μου έδινε την παρθένα και φλογερή ψυχή των αντρειωμένων αγαπητικών που μέσα στα παραμύθια καβαλάρηδες πρόβαιναν προς τις αποκοιμισμένες Πεντάμορφες…
Ω Ποιηταί, κατέχετε την επιστήμη την υπέρτατη,
την υπέρτατη του κόσμου δύναμη· το Λόγο».
(Από τις «Παρθένες των Βράχων»)
Στης Λιόκαλης τη χώρα της μαρμαρωμένης,
(χαίρε, ιερή Κορφή και ιοστέφανα πλάγια!)
φτάνεις, Υπέρκαλε, και στέκεις και διαβαίνεις,
το χρυσόλογο ρίχνεις που τα λει τα μάγια.
5
Στ’ άρμα σου, νικητήριο, τους βαρβάρους δένεις,
με νέα μοσκοβολιά πέρα στη γη την άγια
του Βιργιλίου τα κρίνα τα γοργανασταίνεις,
και την πολύτροπη Ομορφιά μ’ άφθαρτα βάγια
τη στεφανώνεις, και τα βύθη των μνημάτων,
10
ω! και τους ύπνους τους λευκούς των αγαλμάτων
σιγομίλημα κάποιο ταράζει· διαβαίνεις,
από μακριά το θάμπωμά σου· λίγο λίγο
γλυκοξημέρωμα ματιών σα να ξανοίγω
στης Λιόκαλης την όψη της μαρμαρωμένης.
