
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Αγαπητέ Θόδωρε, επιμένεις για ένα τόσο απλό ζήτημα και ακόμα δεν έχεις βρει την απάντηση σε αυτό που σου υπέδειξα. Θα σου αποδείξω λοιπόν πόσο λάθος κάνεις για ακόμα μία φορά. Ο Αλέξης είναι ο ήρωας που εμφανίζεται στα βιβλία του Δραγούμη: «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», «Το Μονοπάτι» και «Όσοι ζωντανοί». Έργα ημιαυτοβιογραφικά με πλήθος σκέψεων του Δραγούμη που εντοπίζονται στο προσωπικό του ημερολόγιο και στα βιβλία του παρουσιάζονται δια στόματος του ήρωα «Αλέξη». Ο Σουλιώτης δεν έχει καμία θέση στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» (1907) και «Το Μονοπάτι» (1902).
Υπενθυμίζω και πάλι ότι οι σκέψεις του Δραγούμη που είναι καταγεγραμμένες ως σημειώσεις στα ημερολόγιά του εντοπίζονται πολλές φορές στα λογοτεχνικά του βιβλία και παρουσιάζονται σε τρίτο πρόσωπο δια στόματος του ήρωα «Αλέξη». Μια ακόμα απόδειξη λοιπόν υπάρχει και για το βιβλίο «Όσοι ζωντανοί», ότι δηλαδή ο Αλέξης είναι ο Δραγούμης που συνομιλεί με τον φίλο του, δηλαδή τον Σουλιώτη. Παραθέτω απόσπασμα διαλόγου από το «Όσοι ζωντανοί»:
«Ὁ Ἀλέξης ἦταν πολὺ γαλήνιος καὶ εἶπε τοῦ φίλου του˙
– Αὐτὲς οἱ ταραχὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς Πόλης γιὰ τὸ σύνταγμα, τὴν ἐλευτεριὰ καὶ ἄλλα τέτοια χαρτιὰ καὶ λόγια δὲ μὲ συγκινοῦν ἐμένα, μοῦ φαίνονται σὰν ξένα πράματα, ποὺ τὰ κυτάζω ἀπὸ μακρύτερα καὶ ἀπ’ ὄξω. Μὴν ταράζεσαι τόσο ἀπὸ τὶς φωνές, τὰ «Ζήτω» καὶ τὶς βυζαντινές σου θύμησες. Ἦρθε ἀπάντεχη ἡ ἐλευτεριὰ καὶ συνεπῆρε τους ἀνθρώπους, μὰ ποιὰ εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ ἐλευτεριὰ τούτη; Ἡ γλῶσσα τους ποὺ ἤτανε δεμένη ὡς στὰ τώρα, μονομιᾶς λύθηκε, καὶ οἱ κατάσκοποι ποὺ κάθονταν στὸ σβέρκο τῶν ἀνθρώπων ἔσθυσαν καὶ πᾶνε. Μὰ στάσου νὰ δοῦμε ὡς πότε θὰ βαστάξει τὸ ἀνάσασμα αὐτό. Ἔπειτα δὲν μπορῶ νὰ χαρῶ μὲ τους ῥαγιάδες τοὺς Ρωμιούς γιατὶ δὲν ἐκοπιάσαμε μεῖς γιὰ νὰ ἀνασάνουμε, δὲν εἴμαστε ἄξιοι γιὰ τὴν ἐλευτεριά, ποὺ μᾶς δίνουν τάχα.
Καὶ κεῖνος ἀποκρίθηκε:
– Γέρασες, μωρὲ παιδί, καὶ δὲ θὰ κάμεις τίποτα. Σοῦ εἶπα μερικὲς φορὲς ἐσένα πὼς μ᾽ ἀρέσεις καὶ σ᾽ ἀγαπῶ ἐπειδὴ ἔχεις κάτι τι προφητικό. Μὰ τώρα μοῦ φαίνεσαι σὰν τὸν Πατριάρχη ποὺ δὲν ταράζεται ἀπ᾽ αὐτά, παρὰ καθούμενος μεγαλόπρεπα στὸ θρόνο τοῦ λέει ἀτάραχος ψυχρὰ πὼς δὲν εἶναι καὶ τόσο μεγάλο εὐτύχημα γιὰ τὸ ἔθνος τὸ σύνταγμα τῶν Τούρκων, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀλλάζουν.»
Το λοιπόν, στο Δ’ ημερολόγιο του Δραγούμη τον Ιούλιο του 1908 βρίσκουμε τα ίδια λόγια γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο Ίων σημειώνει τη συζήτηση αυτή:
«Είπα του φίλου μου πως αυτές οι ταραχές των ανθρώπων της Πόλης για το σύνταγμα, την ελευθεριά και γι’ άλλα τέτοια λόγια, δε με συγκίνησαν και μου φαίνονται σαν ξένα πράματα που τα βλέπω από μακρειά κι απ’ έξω. Επειδή αυτός ήταν ταραγμένος από τις φωνές, τα «Ζήτω», και από κάτι όνειρα που είχε για να γίνει η Τουρκιά από τους Έλληνες Βυζαντινό κράτος πάλι, μου είπε: «Γέρασες μωρέ παιδί, δε θα κάμεις τίποτε». Όμως δεν είναι αλήθεια.»
Οπότε το κλείσαμε και το θέμα «Αλέξης» πλέον.
Το «Μονοπάτι» το έγραψε όταν ήταν πολύ νέος, περίπου στα 20 του χρόνια και τότε δεν είχε γνωρίσει τον Σουλιώτη. Είχε γνωρίσει όμως τον Maurice Βarrès τον οποίο ξενάγησε στην Αθήνα και μελετούσε τα βιβλία του. Στο «Μονοπάτι» λοιπόν αναφέρεται σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Βarrès» στη γνωριμία του με τον Γάλλο διανοούμενο κι εθνικιστή, αλλά και στη μελέτη της σκέψης του. Σου παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα που αποδεικνύει του λόγου το αληθές:
«Ἄλλοτε εἶχε γνωρίσει ὁ Ἀλέξης τὸν Βarrès, που ἔγραψε τόσα βιβλία γιὰ τὸ δρόμο τῆς ψυχῆς του καὶ πάντα θὰ γράφη. Ὁ Ἀλέξης θυμοῦνταν πως εἶχε δείξει τοῦ Barrès τὴν Πνύκα καὶ τὸν Κεραμεικό καὶ τὸ θέατρο τοῦ Διονύσου, που τόσο τὸν ἄρεσε, γιατὶ αὐτὸ ἤθελε νὰ δῆ περισσότερο. Εἶχαν πάγει μαζὶ καὶ στὰ Μέγαρα ἕνα Πάσχα καὶ εἶδαν τὴν τράτα τῶν γυναικῶν˙ εἶχαν πάγει καὶ στὴ Δεκέλεια καὶ πάρα πέρα στὸν Ἅγιο Μερκούριο, ὥς ἐκεῖ που γυρίζει ὁ δρόμος καὶ κλώθει καὶ κατεβαίνει καὶ κεῖνος που στέκεται πάνω βλέπει τὴ θάλασσα καὶ τὴν Εὔβοια.»
Στο ημερολόγιό του αναφέρει και πάλι την επικοινωνία του με τον Βarrès με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1901: «Ο Βarrès μια μέρα που τον ρώτησα αν θα γράψει τίποτα για την Ελλάδα, με είπε πως δεν τον αρέσει να γράφει τις εντυπώσεις του». Τελικά ο Βarrès έγραψε το βιβλίο «Ταξίδι στην Σπάρτη». Στο «Μονοπάτι» αναφέρει επίσης ότι ο Barrès του έστειλε το βιβλίο του: «Ὁ Ἀλέξης ἕνα βράδυ τοῦ Μαϊοῦ ἔλαβε ἕνα γράμμα καὶ ἕνα δέμα. Τὸ δέμα ἦταν βιβλίο˙ λέγονταν˙ «Scènes et doctrines du nationalisme»˙ τοῦ τὸ ἔστειλε ὁ Barrès.»
Στο ίδιο βιβλίο, δηλαδή στο «Μονοπάτι» εντοπίζουμε και άλλα στοιχεία από το ημερολόγιό του που ταυτίζονται με τον ήρωα «Αλέξη» κι είναι ο ίδιος ο Δραγούμης. Από το βιβλίο παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«Σήκωσε τὸ κεφάλι ὁ Ἀλέξης καὶ εἶδε ἔξαφνα τὸν Παρθενῶνα. – Εἶναι κοντά μου, ἀλήθεια; Πῶς μὲ γεμίζει δύναμη καὶ ζέστη. Ὑπάρχει χαρὰ στὸν κόσμο, ἀφοῦ στέκεται ἐδῶ καὶ τὸν ἔχω τόσο κοντά μου τὸν Παρθενῶνα. Πῶς δὲν εἶμ’ εὐτυχισμένος κάθε μέρα, ἀφοῦ μπορῶ ἐγώ, Ἀθηναῖος, νὰ ἔχω κάθε μέρα τοῦ Θεοῦ, ὅποταν θέλω, νὰ ἔχω κοντά μου τὸν Παρθενῶνα; Ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσμο!»
Σε παραπέμπω στο ημερολόγιό του στην ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 1902 στις σελίδες 166-167 των εκδόσεων «Ερμής», όπου γράφει ακριβώς τα ίδια που παρέθεσα από το βιβλίο «Το Μονοπάτι» και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ενώ στο βιβλίο γράφει σε τρίτο πρόσωπο κι αναφέρεται στον ήρωα «Αλέξη» βάζοντας στο στόμα του τα λόγια του προσωπικού ημερολογίου του.
Όσο για τα όσα αναφέρεις περί Κρήτης κι ότι ο Δραγούμης δεν ήθελε την ένωση με την Ελλάδα είναι επίσης λανθασμένα. Στο «Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες» που αποτελεί αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του γράφει για την Κρήτη τα εξής:
«Σκοπός μιας ζωής […] Νὰ πολεμήσω γιὰ νὰ ξαναφυτρώσουν ἐλεύθερα οἱ κοινότητες μέσα στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κρήτη, καὶ νὰ συνδεθοῦν ὅλες οἱ κοινότητες τοῦ Ἑλληνισμοῦ˙ (ὁμοσπονδία, κοινόν, πολιτεία ἑλληνικὴ μεγάλη). Γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνω, γιὰ λίγον καιρό, καὶ πολιτικὸς στὴν Ἑλλάδα.»
Αναφέρει επίσης ότι θαυμάζει τον αγώνα των Κρητικών αναφερόμενος στην Κύπρο και την Κρήτη: «Τὰ δύο νησιὰ ζητοῦν τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ ζητοῦν μὲ πεῖσμα – ὅπως μ’ ἀρέσει – καλλίτερα ὅμως ἡ Κρήτη, γιατὶ σηκώνει καὶ τουφέκια.» Αξίζει να σημειώσω ότι στις 11 Οκτωβρίου του 1912 με Βασιλικό Διάταγμα ο πατέρας του Δραγούμη, Στέφανος, διορίστηκε Γενικός Διοικητής Κρήτης και η Κρήτη ενώθηκε με το ελλαδικό κράτος.
Όσο για το αν ήταν μασόνος ο Δραγούμης σου παραθέτω σημαντικό απόσπασμα από το «Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες»:
«Δὲν εἶναι οἱ Ρῶσσοι, οἱ Βούλγαροι, οἱ Ρουμάνοι, οἱ Αὐστριακοί, οἱ Ἰταλοί, οἱ Τοῦρκοι, ποὺ μᾶς ἐπιβουλεύονται. Ἡ εἰσβολὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱ ἀρπαγές τους δὲν εἶναι τίποτα. Μᾶς ἐπιβουλεύονται οἱ idéesmodernes, ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μὲ τὸν μασονισμό του, μὲ τὴν φιλανθρωπία του, μὲ τὴν ἀλληλοβοήθειά του, μὲ τὸν κοινοβουλευτισμό του, μὲ τὸ ἰσοπέδωμά του, ποὺ κάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἴσους μὲ τοὺς μικρότερους, ὅλος αὐτὸς ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ποὺ μᾶς κάνει μέτριους, ἄκακους καὶ μικρότερους, ποὺ σβήνει τὶς διαφορές, κόβει τὶς γωνίες καὶ μᾶς στρογγυλεύει σὰν τὶς πέτρες τοῦ ποταμιοῦ, ποὺ τὶς κάνει χαλίκια τὸ νερό. Αὐτοῦ τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ ἡ εἰσβολή, καὶ ὄχι τῶν Βουλγάρων καὶ Ἰταλῶν, μᾶς σαπίζει καὶ μᾶς μολύνει καὶ πάγει νὰ μᾶς διαλύση. Αὐτὸς εἶναι ὁ πολιτισμὸς ποὺ μᾶς κάνει ζῶα κοπαδιοῦ, καθὼς λέγει ὁ Nietzsche. Καὶ αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ τὴν ἐπίδραση πρέπει νὰ πολεμήσωμε, ἂν θέλωμε νὰ ζήσωμε.»
Γιατί στο παραθέτω αυτό; Γιατί αυτά ακριβώς αναφέρει ο Δραγούμης ως «Αλέξης» στο «Όσοι ζωντανοί» και καταλήγει στο «κάτω οι μασόνοι, οι Εβραίοι, οι σοσιαλιστές». Ιδού λοιπόν όλο το απόσπασμα που υπάρχει στο «Όσοι ζωντανοί» και ταυτίζεται με τις ιδέες και τις σκέψεις του Δραγούμη που σου παρέθεσα πιο πάνω και τα γράφει δια στόματος του ήρωα «Αλέξη» σε τρίτο πρόσωπο και πάλι. Εϊναι μια ακόμα απτή απόδειξη ότι ο «Αλέξης» δεν είναι ο Σουλιώτης όπως ισχυρίζεσαι, αλλά ο ίδιος ο Δραγούμης:
«Καὶ κεῖνα τὰ ἔθνη φτωχαίνουν καὶ καταντοῦν κοινωνίες ὅπου οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἰσοπεδόνονται μικραίνοντας καὶ γενάμενοι φιλήσυχοι χωρὶς ὁρμὲς πολλὲς καὶ ἔντονες, χωρὶς πλούτη ἀπὸ νιάτα, δίχως τρέλλα καὶ λαχτάρες καὶ καρδιοχτύπια, δίχως τυχοδιωχτικὴ ὄρεξη, χωρὶς λάμψη, χωρὶς πολεμικὴ μανία. Οἱ κουρασμένοι κάνουν κοινωνίες ἑβρέϊκες μὲ μόνο τὴ γενικὴ ἀλληλοβοήθεια, οἱ κουρασμένοι ποὺ δὲν ἔχουν πιὰ ὁρμὲς παρὰ μόνο γοῦστα, οἱ κουρασμένοι ποὺ μόνο τὴ ζωούλα τους κυτάζουν, ποὺ ἀλτρουίζουν μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν καλλίτερα τὸ μικροσυμφέρο τους, οἱ κουρασμένοι ποὺ βαστιοῦνται ἀπὸ τὰ χέρια σὲ μιὰν ἀλληλεγγύη γιατὶ φοβοῦνται νὰ περπατήσουν μοναχοί τους μὴν τύχει καὶ κοπιάσουν παρὰ πολύ, οἱ κουρασμένοι ποὺ τὸ στρατιωτικὸ γι’ αὐτοὺς εἶναι βάσανο γιατὶ δὲν ὑπηρετεῖ τὴ ζωούλα τους, οἱ κουρασμένοι ποὺ ἐχθροὺς δὲν ἔχουν.
Τοῦ Ἀλέξη ἡ ψυχή, συναρπασμένη ἀπὸ σιχαμάρα γιὰ τὸ μικράνθρωπο, φώναζε ὁλημερίς˙ – Κάτω οἱ Μασόνοι, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Σοσιαλιστές!»
Ιδού και πάλι από το βιβλίο «Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες» πως αποδεικνύεται ότι σιχαινόταν τις idées modernes λέγοντας «ανόητες πόζες και ιδέες τωρινές» και τονίζει ότι αν ο ελληνικός λαός έχανε τη θρησκεία του μπορεί να γινόταν μασόνος ή να ασπαζόταν όλα αυτά που ο ίδιος καταδίκαζε και περιφρονούσε, όπως στα παρέθεσα πιο πάνω:
«Καὶ ὑποστηρίζω τὴν θρησκεία μας, καὶ ἐπειδή, ἂν δὲν τὴν εἶχαν αὐτήν, θὰ εἶχαν ἄλλη καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἂν ἔπαιρνα ἀπὸ μερικοὺς Ἕλληνες τὴ θρησκεία τους, θὰ γίνονταν ἢ ἄθεοι ἢ μασόνοι ἢ δῆθεν φιλόσοφοι ἢ θὰ ἔπαιρναν ἄλλες ἀνόητες πόζες καὶ ἰδέες τωρινές, ποὺ τὶς σιχαίνομαι.»
Και εν πάση περιπτώσει ποιος είναι αυτός πολιτισμός και οι ιδέες που ο απεχθανόταν ο Δραγούμης κι έλεγε ότι πρέπει να πολεμήσουμε προκειμένου να σωθούμε; Γράφει λοιπόν στη «Σαμοθράκη»:
«Οἱ Ἑβραῖοι, οἱ τωρινοὶ καὶ ὄχι οἱ ἀρχαῖοι, μὲ τὰ σαχλὰ ἰδανικά τους καὶ χωρὶς ὅπλα φονικά, πᾶν νὰ καταχτήσουν τὴν Εὐρώπη. Καὶ ὅμως δὲν ξιππάζομαι. Τὰ ἰδανικά τους – ὁ ἀντιστρατιωτισμός, ὁ σοσιαλισμός, ἡ ἰσότητα, ἡ δικαιοσύνη, ἡ συμπονιὰ γιὰ κάθε ἀδυναμία ἢ ἀρρώστια, τὸ ἰσοπέδωμα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν δυνατῶν – ἰδανικὰ ἀνθρώπων ἀπόλεμων, δὲν μποροῦσαν νὰ μὴν ἐπικρατήσουν τώρα στὴν Εὐρώπη ἀφοῦ εἶναι σαχλά.»
Νομίζω ότι είναι καταφανέστατη η ταύτιση των όσων παρέθεσα παραπάνω από το «Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες». Άλλωστε την περίοδο που βρισκόταν στο Βερολίνο κατά τον Μάρτιο του 1914 σημειώνει και πάλι στο ημερολόγιό του: «Το πνεύμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι κατά πολύ Εβρέϊκο. Διευθύνουν τις κοινωνίες της Ευρώπης οι επιστημονικοί Φιλισταίοι και η μπουρζουαζική τάξι με ιδανικά Εβρέϊκα.»
Στο ημερολόγιό του γράφει επίσης τον Φεβρουάριο του 1914, περίοδος κατά την οποία βρισκόταν στη Βιέννη, την απάντησή του στο ερώτημα κάποιου γιατί δε γίνεται μασόνος: «Μα αν ήταν να αλλάξω θρησκεία, θα γινόμουν βουδιστής καλύτερα».
Κρατώ λοιπόν το διαχρονικό μήνυμα του Ίωνος Δραγούμη: «Καὶ αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ τὴν ἐπίδραση πρέπει νὰ πολεμήσωμε, ἂν θέλωμε νὰ ζήσωμε». Δηλαδή την επίδραση των εβραϊκών ιδεών και του μασονισμού που επικράτησαν στην Ευρώπη, καθώς έλεγε ο Δραγούμης. Στα συμπεράσματα αυτά ο Δραγούμης οδηγήθηκε από τη μελέτη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, καθώς ο Γερμανός φιλόσοφος απεχθανόταν κάθε ιδέα ισότητας, σοσιαλισμού, αλληλεγγύης, κοινοβουλευτισμού και φιλελευθερισμού, αλλά και τον όχλο. Αρκεί να διαβάσει κανείς το «Λυκόφως των ειδώλων» ή τον «Αντίχριστο». Άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου «Όσοι ζωντανοί» προέρχεται από την επίδραση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας στη σκέψη του Ίωνα. «Την τελευταία φορά που μίλησα μπροστά σε πλήθος, μίλησα σε ένα πτώμα», είπε ο Νίτσε μέσα από το “Ζαρατούστρα” του. Ο Δραγούμης, ως μαθητής του Νίτσε και βαθύτατα επηρεασμένος από το “Ζαρατούστρα”, στο τέλος του βιβλίου του γράφει: «Πρώτα το κράτος τους κι ύστερα τον πολιτισμό τους, αυτά έχουν να φτιάξουν ομαδιακά οι Έλληνες. Και τώρα, όσοι ζωντανοί, προσέλθετε!».