Ο Περικλής Γιαννόπουλος συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να εμπνέει τους Έλληνες εθνικιστές. Πολλοί γνωρίζουν μερικά αποσπάσματα από αυτόν και πολλοί τον κρίνουν χωρίς να τον έχουν μελετήσει. Κυρίως όμως δεν έχουν μελετήσει την εποχή του. Οι Έλληνες της εποχής του δεν κατανοούσαν την πνευματική επανάσταση του Περικλή Γιαννόπουλου. Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Ο Περικλής Γιαννόπουλος όμως κατανόησε απόλυτα τον ελληνικό λαό αλλά και τη φύση του Έλληνα.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος συκοφαντείται στις μέρες μας ότι αυτοκτόνησε λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Ο καλύτερος του φίλος, ο Ίων Δραγούμης, γράφει στο ημερολόγιό του τον Απρίλιο του 1910:
«Σήμερα πρωί 8 του Απρίλη είναι σταχτερώτατος ανοιξιάτικος καιρός που θα βρέξει. Κ’ έλαβα από τον Περικλή Γιαννόπουλο ένα χαρτί που λέει: «Τι κρίμα να μη Σας ιδώ. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα!». Και αποπίσω έχει από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα ένα άλογο που αγρίεψε και πάει να τραβήξει έναν έφηβο που βαστά καλά και δεν το αφίνει να φύγει. Το κεφάλι του νέου είναι χαλασμένο και φαίνεται επάνω στο μάρμαρο μονάχα το σχήμα του ελληνικού κεφαλιού. Τα φορέματα του νέου τα παίρνει ο αέρας. Φοβούμαι πως ο νέος – ο Περικλής Γιαννόπουλος – νοιώθοντας πως γερνάει και μη θέλοντας να γεράσει, θα κόψει ο ίδιος τη ζωή του».
Ο Ίων είχε αντιληφθεί τον συμβολισμό του γράμματος του ρομαντικού Περικλή. Στις 10 Απριλίου του 1910, δηλαδή δύο ημέρες αργότερα, γράφει: «Ο Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχτές την Πέμπτη στην θάλασσα. ‘Εβρεχε εκείνη την ημέρα».
Ο Ίων γνώριζε πολύ καλά τον Γιαννόπουλο. Είχε απόλυτο δίκιο ότι δεν ήθελε να γεράσει. Ο Γιαννόπουλος είχε δώσει το μήνυμα από το 1903 σε άρθρο του στο «Νουμά»:
«Ἐγὼ τίποτε δὲν σᾶς ζητῶ καὶ τίποτε δὲν ἔχετε νὰ μοῦ δώσετε. Ἐπαίνους δὲν θέλω. Δόξαν σᾶς τὴν χαρίζω. Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀδειάσω εἰς τὸ κεφάλι ὅ,τι εἶναι χρήσιμον, κινητικόν, ἡδονικὸν τῆς ζωῆς σας· γρήγορα, γρήγορα καὶ ἔπειτα χαίρετε, χαίρετε. Ἐγὼ μίαν φορὰν θὰ ζήσω, δὲν θὰ ζήσω δυό. Καὶ ὅταν περάσῃ ἡ νεότης, τὰ ρέστα σᾶς τὰ χαρίζω. Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ φάω τὰ νειάτα μου μὲ σᾶς. Ἐγὼ τὴν μόνην δόξαν ποὺ ἐζήλευσα εἶναι ἡ δόξα τῶν φιλιῶν. Θέλω νὰ αἰσθάνομαι τὸ κεφάλι μου ἄδειο, κούφιο, φορτωμένο μὲ τὸ στεφάνι τῶν φιλιῶν. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω νέος. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω ὀρθός. Θὰ κάμω ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ σᾶς πείσω νὰ τὰ πάρετε, γιὰ νὰ σᾶς δείξω ὅτι εἶναι χρήσιμα διὰ σᾶς. Θέλετε νὰ τὰ πάρετε; Πάρετέ τα, εἶναι ἰδικά σας. Δὲν θέλετε; Τύφλα σας!».
Δεν υπερασπιζόμαστε τον λόγο για τον οποίο αυτοκτόνησε. Υπερασπιζόμαστε όμως την αλήθεια.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξε ιδεολόγος. Υπήρξε άνθρωπος ιδεών επαναστατικών και μαχόταν με το ξίφος του πνεύματος ενάντια στην πνευματική παρακμή. «Πεθαίνετε διότι εσκοτώσατε το Πνεύμα» έλεγε, μια αλήθεια η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Ως επιθυμία είχε αυτό το οποίο λείπει σήμερα από τους Έλληνες αλλά και γενικότερα στον ελληνικό εθνικισμό:
«Θέλω νὰ εἰσαγάγω τὴν ἀλήθειαν, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν ἀνδρικότητα καὶ τὴν Πραγματικότητα, εἰς ὅλα καὶ πρωτίστως καὶ κυρίως θέλω νὰ εἴμεθα Ἄνδρες καὶ Ἰδεολόγοι Πραγματικοί».
Ήξερε την φύση του Έλληνα όπως είπαμε και παραπάνω. Προσέξτε πόσο είχε εμβαθύνει στην ψυχή του Έλληνα μέσα από τα λόγια του που αποτύπωσε στο χαρτί ο Ίων Δραγούμης:
«Ο Γιαννόπουλος με είπε: ”Οι Έλληνες είμαστε συζητητικοί. Έπρεπε, καθώς βλέπομε και στον αρχαίον καιρό, για να δώση κάποιος στον άλλο να καταλάβη, να τα παραστήση τα πράγματα σα διάλογο, να προλάβει τις αντιρρήσεις, τις αντιλογίες εκείνου προς τον οποίο μιλεί και να του τις παραστήση σαν απαντήσεις, και σ’ αυτές τις απαντήσεις να του δώση άλλες απαντήσεις. Και δεν είναι που μας ενδιαφέρει το θέμα της συζητήσεως της ομιλίας, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Μας ενδιαφέρει μόνο η συζήτηση, η σύγκρουση των ιδεών: σου ρίχνω εγώ μιαν αντιλογία, μιαν ιδέα, για να δω πως θα την συναντήσης, πως θα την κτυπήσης, πως θα πιαστούν και θα μαλλώσουν. Και τίποτε άλλο».
Εδώ έγκειται το πρόβλημα της σημερινής καταστάσεως στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτή την υπέροχη διατύπωση του Περικλή Γιαννόπουλου βρίσκεται η διάγνωση του προβλήματος των Ελλήνων. Αναλώνεται ο Έλληνας σε κουβέντες και τις πράξεις τις ξεχνά. Ο Ιωάννης Μεταξάς στις 7 Απριλίου του 1897 σημείωνε κι αυτός στο ημερολόγιό του την ίδια διάγνωση: «Οι Έλληνες φωνάζουν πολύ και ενεργούν ολίγον».
Ο Περικλής Γιαννόπουλος επιθυμούσε όχι απλά μια αλλαγή για την Ελλάδα, αλλά μια αναγέννηση της Ελλάδος και της ελληνικής φυλής. Και ήξερε πως αυτή η αναγέννηση θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από ανθρώπους ιδεολόγους:
«Ἡμεῖς οἱ Ἰδεολόγοι εἴμεθα οἱ πνευματικοὶ πατέρες τοῦ λαοῦ. Ἡμεῖς εἴμεθα οἱ πραγματικοὶ ποιμένες αὐτοῦ. Ἡμεῖς κρατοῦμεν εἰς τὰ χέρια μας, τὴν ψυχήν του, τὴν καρδιά του, τὸ πνεῦμά του. Ἡμεῖς ἂν θέλωμεν τὸν διαφθείρομεν ἔως τὸ κόκκαλον. Ἡμεῖς ἐὰν θέλωμεν τὸν ναρώνομεν, τὸν ἀρρωσταίνομεν, τὸν πεθαίνομεν, τοῦ κόπτομεν κάθε καλόν, κάθε χαράν».
Μελετώντας τον Περικλή Γιαννόπουλο ξεδιπλώνεται σιγά – σιγά μπροστά μας ένας ιδεαλισμός σπάνιος, μια ψυχολογία, μια κατεύθυνση προς ένα Ιδανικό. Αυτό το Ιδανικό το οποίο ακόμα δεν δημιουργήθηκε στον ελληνικό εθνικισμό – διότι ο εθνικισμός μας ως τώρα αποτελείται μόνο από συναισθήματα και στερείται ιδεών – έχει έρθει ο καιρός να το δημιουργήσουμε και να προσπαθήσουμε να φτάσει βαθιά μέσα στον ελληνικό λαό. Γιατί δεν μας αφήνει όμως το κοινοβουλευτικό λιμπεραλιστικό καθεστώς να μιλήσουμε; Ακριβώς για αυτό που γνώριζε ο Γιαννόπουλος: «Διότι ὅσον δύσκολον εἶνε, νὰ ριζοβολήσῃ εἰς ἀνθρώπους πολλοὺς μία Ἰδέα, τόσον ἀπείρως δυσκολώτερον, ἄπαξ ριζωθεῖσα καὶ κατακτήσασα ἔδαφος νὰ ἀποσπασθῇ ὅσον προφανῶς στραβὴ καὶ ἂν εἶνε».
Χρειάζεται όμως πίστη για έναν ιδεολογικό αγώνα, ειδικά σήμερα που η προπαγάνδα γίνεται με την παραπληροφόρηση και την υπερπληροφόρηση. Στην ψυχή του ελληνικού λαού έχει επικρατήσει σύγχυση. Η αιτία είναι το κοινοβουλευτικό κράτος, αυτό το κράτος το οποίο τόσο μισεί το ελληνικό έθνος και που τόσο οι Έλληνες εθνικιστές το μισούν για τους λόγους που είχε καταγράψει ο Γιαννόπουλος:
«Καταφωτίζουσα, ὅτι ἐφόσον ὑπάρχει ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ, ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ ΝΟΜΟΣ. Καταφωτίζουσα, ὅτι ἐφόσον δὲν ὑπάρξῃ Νόμος, ἀδύνατον Λαὸς διεφθαρμένος ἤδη ἕως τὸ κόκκαλον, νὰ ἐκλέξῃ ἀντιπροσώπους ἀνθρωπίνους. Διότι ὅταν ὁ Νόμος εἶναι ΛΗΣΤΗΣ, ὁ Λαὸς εὐφυέστατα καὶ αὐτοσυντηρητικώτατα, ἔχει ἀνάγκην Ληστοῦ ἄλλου, διὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ κατὰ τοῦ τοιούτου Νόμου».
«Ἐπανάστασις ἀποδεικνύουσα, καθιστῶσα ἀδιάσειστον, ὅτι ὅπου ἐκατήντησαν τὰ πράγματα, Ἑλλὰς δὲν θὰ δημιουργηθῇ ποτέ, μὲ Κλέφτας καὶ μεταμφιεσμένους Κλέφτας, τριακοσίους ἢ διακοσίους ἢ ἑκατόν, μὲ Βουλάς, Συντάγματα, Ἐθνοσυνελεύσεις, ψηφοφορίας Λαϊκάς, Ἐκλογὰς καὶ τὰ παρόμοια προαιώνια ἐμπαικτικώτατα ξεράσματα, καὶ μὲ Λαόν, συστηματικῶς διαφθαρέντα ἕως τὸ κόκκαλον, ἀπὸ τῶν ἀνωτάτων στρωμάτων ἕως τῶν κατωτάτων, Λαὸν ἀποβλακωθέντα εἰς τοιοῦτον σημεῖον, ὥστε νὰ ἐμπαίζεται χυδαιότατα ὅτι ἔχει Ἐλευθερίας!! διότι ἔχει ψῆφον, ἐνῷ εἶναι Σκλάβος ἐλεεινότατος, ἑκατομμυρίων Ἀτίμων Σκλαβιῶν, ἐνῷ ὁ κάθε ἔχων ὄρεξιν, νὰ φορτώσῃ ἕνα κάρρο σκουπιδιῶν, μὲ σάπια μονόδραχμα, δύναται νὰ ἀγοράσῃ καὶ τὰς Ἐλευθερίας του καὶ τὴν ψῆφόν του καὶ αὐτὸν ὁλόκληρον, νὰ ἀγοράσῃ ὁλόκληρον τὴν πόλιν πρὸς ΠΕΝΤΕ ΔΡΑΧΜΑΣ τὸ ΚΕΦΑΛΙ».
Η σκέψη του Περικλή Γιαννόπουλου δικαιώνεται σήμερα έπειτα από 107 χρόνια. Όσο κι αν κάποιοι εχθροί του ελληνικού εθνικισμού προσπαθούν να πλήξουν την προσωπικότητά του και να τον περιφρονήσουν αποκαλώντας τον τρελό, ένα καταφέρνουν: εκτίθενται! Ο Περικλής Γιαννόπουλος αν ζούσε σήμερα κι έγραφε σαν να μην είχε ζήσει το 1900 πάλι θα παρότρυνε για την Ελληνική Αναγέννηση μέσω μιας Πνευματικής και Ηθικής Επανάστασης και πάλι θα αποτύπωνε το ίδιο σύνθημα:
«Καὶ ἡ Ἐπανάστασις, αὐτή, ζητοῦσα ὁλόκληρον τὴν Πνευματικήν Ἠθικὴν καὶ Ὑλικὴν Δύναμιν τῆς φυλῆς πρὸς τὸν Ὡρισμένον καὶ Μοναδικὸν αὐτὸν Σκοπόν: τῆς Ἀναγεννήσεως Ἑλλάδος καὶ Ἑλληνισμοῦ, πρέπει νὰ ἔχῃ ὡς Σύμβολον τελειωτικόν:
Ἢ ΕΛΛΑΣ Ἢ ΤΕΦΡΑ».
Ο χρόνος έχει δικαιώσει τον Περικλή Γιαννόπουλο. Κι αφού άντεξε στον χρόνο το Πνεύμα του, θα αντέξει και στις συκοφαντίες. Η φωνή του ηχεί ακόμα: «Κάτω ἡ Ἑλλὰς τῶν: ΨΗΦΩΝ, τῶν ΜΙΣΘΩΝ, τῶν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ καὶ τῶν ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ».
Αλέξανδρος Καρράς