
Ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε από σφαίρα Τούρκου στο χωριό Στάτιστα – σημερινή ονομασία Μελάς Καστορίας – στις 13 Οκτωβρίου του 1904. Σήμερα οι κομμουνιστές έχουν εξαπολύσει μια προπαγάνδα αποκαθήλωσης του εθνικού ήρωος Παύλου Μελά. Και τι σύμπτωση! Τον ίδιο αγώνα διεξάγουν και οι δήθεν εθνικιστές, αυτοί που δηλώνουν εθνικοσοσιαλιστές αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο εκτός από φθηνοί νεοναζί! Κομμουνιστές και νεοναζί διεξάγουν κοινούς αγώνες αποκαθήλωσης Ελλήνων ηρώων! Όλοι γνωρίζουμε ότι οι κομμουνιστές ανέκαθεν υποστήριζαν κάποιον αόριστο λαό της Μακεδονίας και προπαγάνδιζαν κατά του Μακεδονικού Αγώνος και της ενσωμάτωσης στην ελληνική πατρίδα. Κατά το ΚΚΕ ο Παύλος Μελάς ήταν Έλληνας κομιτατζής που «έσφιγγε τη θηλειά στον λαιμό του μακεδονικού λαού», ο οποίος «στέναξε κάτω από τόσους ζυγούς σκλαβιάς» («Κομμουνιστική Επιθεώρηση», 1 Μαρτίου 1947).
Δείτε από που αντλούν επιχειρήματα οι νεοναζί που μολύνουν τον εθνικιστικό χώρο και υβρίζουν τον Παύλο Μελά: Από το ανθελληνικό πρακτορικό κόμμα του Ουράνιου Τόξου το οποίο θα δείτε εδώ.
Γνωστό το εξώφυλλο του Ριζοσπάστη. Αυτή η γραμμή του ΚΚΕ υποστήριζε την βουλγαρική προπαγάνδα και την βρίσκουμε σε γράμμα του Ίωνος Δραγούμη προς τον Μελά: «…οι Βούλγαροι τους υπόσχονται ελευθερία και τους λέγουν πως και η Ελλάς εγκρίνει την ενέργειά τους και ότι αυτοί δεν ζητούν να κάμουν Μακεδονία βουλγαρική, αλλά να την κάμουν αυτόνομο κράτος. (”η Μακεδονία εις τους Μακεδόνας”).»
Κατανοητή λοιπόν και η συκοφαντική εκστρατεία εξ αυτών κατά του Παύλου Μελά, του πρωτεργάτη του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν γαμπρός του Ίωνος Δραγούμη. Σήμερα ακόμα κι από «εθνικιστές» κατηγορείται ο Μελάς πως δεν πολέμησε ποτέ στην Μακεδονία κι ότι απλά φόρεσε την στολή του Μακεδονομάχου για να βγει μια φωτογραφία. Η καλή συκοφαντία περιλαμβάνει πάντα μισή αλήθεια. Αυτοί που σήμερα αμφισβητούν τον Παύλο Μελά και την ανδρεία του δεν θα μπορούσαν να αντέξουν ούτε τις μισές κακουχίες και τους κινδύνους που βίωσε ο ίδιος μέσα στο εχθρικό έδαφος της Μακεδονίας. Αντιμετώπισε συχνά το φόβο της προδοσίας – πράγμα που δεν γλίτωσε από τον Θανάση Βάγια – και τον φόβο των εγκαταλελειμμένων Ελλήνων. Κινδύνευε συνεχώς να ανακαλυφθεί από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες και τους Τούρκους προχωρώντας πεζός μέσα στη Μακεδονική γη προσπαθώντας να ορκίσει αντάρτες και να προστατεύσει τους Έλληνες.
Ο Μελάς δεν ήταν άκαπνος. Πολέμησε το 1897 κατά των Τούρκων στα Φάρσαλα. Γράφει στην Ναταλία Μελά στις 17 Μαϊου 1898: «Διηυθύνθημεν προς την πόλιν, όπου επέρασα δέκα φρικτάς ημέρας και όπου έλαβα του πυρός το βάπτισμα. Όλαι μου αυταί αι αναμνήσεις ήσαν τόσον ζωηραί, ώστε ενόμιζα ότι βλέπω ακόμη την μάχην, ότι ακούω την βροντήν των κανονιών και το τρομερόν κροτάλισμα των τουφεκιών. Αφήκα τους άλλους και επήγα να εύρω την θέσιν όπου ήσαν τα κανόνια μου κατά την μάχην. Δεν φαντάζεσαι, αγάπη μου, τι είναι τοιαύται αναμνήσεις. Ησθανόμην πόθον ακατάσχετον να ξαναϊδώ την μάχην και να ξανακούσω τον κρότον, με την μωράν ελπίδαν ότι θ’ άλλαζαν ίσως τα πράγματα!»
Για την αποστολή του και τον τρόπο ζωής του τις ημέρες που διάβαινε πεζός στην Μακεδονία οργανώνοντας αντάρτες γράφει στις 19 Μαρτίου 1904: «Δεν φαντάζεσαι πόσον με τρέφει αυτή η αταξία. Αν κρίνω από αυτήν την ευχαρίστησίν μου, ήμουν εκ γενετής προωρισμένος να γίνω αρματωλός». Ενώ ο ίδιος μιλά για τον σκοπό της δράσεως του στην Μακεδονία: «Είμαι εις την Μακεδονίαν όπου αγωνίζομαι προς το παρόν να ετοιμάσω έδαφος, διότι άνευ αυτού ουδέν δύναται να κατορθωθή και η αποστολή απλώς σωμάτων μη πειθαρχούντων και με κοινούς αρχηγούς, άνευ οργανισμού της χώρας, μάλλον βλάβην ημπορεί να προξενήση απέναντι της τελείας οργανώσεως των Βουλγάρων».
Ο Μελάς στον πόλεμο του 1897 λαχταρούσε να πολεμήσει, το σημειώνει συνεχώς στα γράμματά του και στο ημερολόγιο του. Σε γράμμα του προς τον πατέρα του στις 28 Απριλίου 1897 γράφει για την μάχη των Φαρσάλων: «Ο στρατός μας μίαν ακόμη φοράν απέδειξεν εν Φαρσάλοις ότι είναι πρόθυμος να προχωρήση, όταν τον διατάξουν. Κατά την μάχην αυτήν έλαβα επί τέλους και εγώ μέρος. Σας βεβαιώ ότι εφερθήκαμεν όλοι μας ως να εκάμναμεν γυμνάσια πυροβολαρχίας. Επίσης, ειλικρινώς σας λέγω ότι το τελειότερον ευρωπαϊκόν πυροβολικόν δεν θα εφέρετο καλύτερα του ιδικού μας υπό έποψιν ψυχραιμίας, επιτυχίας και πειθαρχίας του πυρός».
Ο Σουηδός υπολοχαγός Κλέεν σημειώνει στο ημερολόγιο του: «Ο Παύλος μου λέγει ότι εζήτησε να μετατεθή εις Λεγεώνα των Ξένων. Αν και δεν μου έδωσε τον λόγον της αιτήσεώς του, εννόησα το διατί. Ο Λεγεών θα ευρίσκεται πάντοτε εκεί όπου είναι δυσκολία και κίνδυνος. Ο φίλος μου, αλήθεια, είναι γεννημένος μαχητής. Προσωπικώς ελπίζω να μη γίνη δεκτή η αίτησίς του. Θα μου έλειπε φοβερά. Εκτός δε τούτου πιστεύω ακραδάντως ότι θα επήγαινε χαμένος, ένας τόσον γενναίος άνδρας, εις μονάδα όπου βέβαια δεν λείπει η ανδρεία – το έδειξαν εις τα Φάρσαλα. – Καλύτερα να κρατηθή ένας τέτοιος αξιωματικός δι’ αναγνωρίσεις και άλλας σπουδαίας αποστολάς». Ο Μελάς απογοητευμένος από το ότι δεν έπαιρνε μέρος σε μάχες και διψώντας για αυτές οδηγήθηκε στο να ζητήσει να καταταγεί στην Λεγεώνα των Ξένων. Η απογοήτευσή του ήταν στρατιωτική και πολιτική: «Δύο λέξεις διά να σας ειπώ ότι είμαι δυστυχώς πολύ καλά. Ευτυχείς εκείνοι οι οποίοι δεν ζουν και δεν βλέπουν τας αλλεπαλλήλους ατιμίας των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών… Ενώ δυνάμεθα κάλλιστα ακόμη να ενεργήσωμεν κάτι γενναίον, όπως εξαλείψομεν την ατιμίαν μας, οι κυβερνώντες δεν σκέπτονται παρά πως να τελειώσουν όπως όπως τα πράγματα…» (28 Απριλίου 1897)
Τόνιζε συνεχώς πως «την ζωή μας δεν την λογαριάζομεν πολύ κατόπιν της ατιμίας μας». Στις 2 Μαϊου προς τον πατέρα του γράφει: «το ηθικόν και πάλιν εξαίρετον μέχρι του βαθμού του λοχαγού, ώστε με ολίγην απόφασιν των ανωτέρων θ’ αποπλύνωμεν το αίσχος. Εγώ δεν απελπίζομαι ακόμη. Μη με παίρνετε διά τρελόν, δεν εννοώ βεβαίως ότι θ’ ανακτήσωμεν παν ότι απωλέσαμεν, αλλ’ έχω την πεποίθησιν ότι, με ολίγον θάρρος και ολίγην φιλοπατρίαν, δυνάμεθα πολλά ακόμη να πράξωμεν όπως ολιγοστεύσωμεν την ατιμίαν της πατρίδος». Το ζήτημα της τιμής τον πονούσε συνεχώς κατά την διάρκεια του πολέμου του 1897 λέγοντας «ίσως ένας απεγνωσμένος πόλεμος κάμη κανένα θαύμα ή τουλάχιστον σώση την τιμήν μας». Προς την γυναικάδελφή του Ζωή Δραγούμη γράφει στις 11 Απριλίου 1898 για το Μαύρο ’97: «έως ότου εξαλείψομεν το αίσχος, η μνήμη των φρικτών αυτών και ατίμων γεγονότων θα βαρύνει την ψυχήν μου». Γράφει στις 8 Μαϊου 1898 στην γυναίκα του: «Όλα αυτά εννοείς, δεν συντελούν στην ευθυμίαν μου. Και εγώ δεν θέλω να τα λησμονήσω. Η θλίψις και ο πόνος που δοκιμάζω, ενισχύουν την λατρείαν μου προς την πατρίδα». Αγωνιούσε αν θα φανεί αντάξιος των περιστάσεων κι αν θα αφήσει όνομα τιμημένο και στις 17 Ιουλίου 1904 γράφει στην Ναταλία: «Τουλάχιστον θα με αξιώση ο Θεός να σας αφήσω όνομα διά το οποίον να υπερηφανεύεσθε;». Αυτή την ανησυχία και φιλοδοξία την εξέφρασε πολύ νωρίς, ήδη από το 1886: «Εκλέγων το στάδιον αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου…Αυτή είναι η όλη μου φιλοδοξία και όπως κάθε καλός στρατιώτης θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμία δυσκολία δεν θα με σταματήση.. Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν άλλως τε δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν παρά πειθαρχίαν ολίγον σκληράν και μερικάς στερήσεις». Ο ηρωικός τρόπος ζωής ήταν βαθιά ριζωμένος στην ψυχή του καθώς υποστήριζε πως «ο στρατιώτης ίσως έχη μίαν επί πλέον πιθανότητα να ζήση και ν’ αποθάνη γενναία».
Των ημερών του πολέμου του ’97 έγραψε στους γονείς του: «Αλλά και δι’ εμέ μην ανησυχήτε και μη με συλλογίζεσθε, να εύχεσθε μόνον διά την καημένην πατρίδα μας. Ημείς θα κάμωμεν το καθήκον μας καλά. Σεις έχετε καθήκον ακόμη υψηλότερον από το ιδικόν μας, να χαίρεσθε διότι έχετε 4 ανδρείους υπερασπιστάς της πατρίδος εις τα σύνορα. Και αν πάθουν δα και τίποτε, να υπερηφανεύεσθε διά τούτο. Αυτό είναι το δύσκολον μεν αλλ’ ωραίον και ευγενές σας καθήκον. Τότε και ημείς θα πολεμήσωμεν μ’ ευχαρίστησιν και ησυχίαν». Το τέλος που είχε ο Μελάς το συλλογιζόταν πολύ νωρίτερα και το εκδήλωνε σε γράμματα του προς τη σύζυγο του στις 16 Απριλίου 1897: «κανείς δεν εσκέφθη να θυσιασθή μαχόμενος….δυστυχώς δεν ελπίζω να παρουσιασθή ευκαιρία να σκοτωθούμε». Δύο ημέρες μετά έγραψε και πάλι: «Σκέπτομαι αδιάκοπα τ’ αγαπημένα μου και παρακαλώ τον Θεόν να μ’ επιτρέψη να σας ξαναϊδώ μόνον αφού σβήσωμεν την φοβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου μας τόπου». Αψηφούσε συνεχώς τον θάνατο μπροστά στην απώλεια της τιμής: «Αλλά και αν πάθωμεν τίποτε, σας βεβαιώ ότι είναι προτιμότερον από την ζωήν μετά τοιαύτην ατιμίαν». Στο σημειωματάριό του στις 18 Απριλίου 1897: «Η ατίμωσίς μας είχεν απελπίσει και καταβάλει τρομερά, αλλά τώρα όπου μας παρουσιάζεται ευκαιρία να ικανοποιηθώμεν, έχω την απόφασιν να συνεισφέρω και εγώ όλον μου το αίμα, την ζωήν μου». Πριν ξεψυχήσει ζήτησε να δοθεί το τουφέκι του στον γιο του και να του πουν ότι έκανε το καθήκον του.
Αυτός ήταν ο Παύλος Μελάς. Ο φλογερός εθνικιστής με τον ηρωικό χαρακτήρα και το ανεπτυγμένο αίσθημα του καθήκοντος προς το Έθνος. Ο άνθρωπος που τόσο ζήτησε τον ηρωικό θάνατο συνδέθηκε εντέλει με την Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το ήθος και η αρετή ακούν στο όνομά του. Καθένας μας οφείλει να κρατήσει τα λόγια του και να τα κάνει πράξη: «Ναι, πρέπει όσοι αγαπούν ακόμη τον δυστυχή τούτον τόπον, να εργασθούν πάση δυνάμει διά να σώσουν το μέλλον του».
«…μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλικαριού, αλλά προπάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του, δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπέφερε…» (Ίων Δραγούμης)
Αλέξανδρος Καρράς