
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Οι αναγνωρισμένοι Έλληνες διανοούμενοι των αρχών του 20ού αιώνα επικοινωνούσαν μεταξύ τους και συνεργάζονταν, αλληλογραφούσαν και διάβαζαν ο ένας τα βιβλία του άλλου κι έπειτα ανταποκρίνονταν εκφράζοντας την κριτική τους. Βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι είχαν διαβάσει Νίτσε κι αυτό αποτυπώνεται στα έργα τους και στα γράμματά τους.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο διάλογος δια αλληλογραφίας του Πέτρου Βλαστού με την Πηνελόπη Δέλτα κατά την περίοδο που η τελευταία έγραφε τη «Ζωή του Χριστού». Ο Βλαστός και η Δέλτα συνδέονταν με τον Ίωνα Δραγούμη. Ο πρώτος ως πολύ καλός του φίλος και η δεύτερη με το συναίσθημα του πόνου για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που την στιγμάτισε ως το τέλος της ζωής της.
Ο Πέτρος Βλαστός ήταν γαμπρός του Αλέξανδρου Πάλλη και μαζί εναντιώνονταν έντονα στην ορθόδοξη θρησκεία. Από την άλλη μεριά η Δέλτα και ο Δραγούμης εξέφραζαν μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στη θρησκεία για λόγους πολιτικούς, παρότι νιτσεϊστές, κι εναντιώνονταν απλώς στον κλήρο. Όχι όμως δημόσια.
Από την άλλη ο Αλέξανδρος Πάλλης δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1909 ένα άρθρο σε αγγλική εφημερίδα (The Morning Post) με τίτλο «Οι Ρωμιοί και οι Νεότουρκοι», το οποίο έπειτα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στο περιοδικό των δημοτικιστών «Ο Νουμάς»1. Στο περιοδικό αυτό έγραφαν κι ο Βλαστός (Έρμονας) κι ο Δραγούμης (Ίδας), ακόμα και ο Κωστής Παλαμάς. Το άρθρο αυτό του Πάλλη ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις και γι’ αυτό ο «Νουμάς», δηλαδή ο εκδότης του περιοδικού Δημήτρης Ταγκόπουλος, το προλόγισε με αιχμηρό τόνο:
«Δημοσιεύουμε δώ, μεταφρασμένο από τα Εγγλέζικα, το γράμμα πούστειλε ο κ. Πάλλης στο «Πρωϊνό Ταχυδρόμο» (The Morning Post june3.) και που οι πατριώτες του «Ν. Άστυ» και της «Εστίας» το βρήκανε ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ. Αν όσες ΑΛΗΘΕΙΕΣ λέει ο κ. Πάλλης για τον Ελλην. Κλήρο της Τουρκιάς είναι προδοσία, τότε κρατούμε και μείς για τιμητικό παράσημο μια τέτια προδοσία και τους χαρίζουμε τον πατριωτισμό της Ψευτιάς.»

Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη είχε γίνει η επανάσταση των Νεότουρκων με την οποία απαιτούσαν από τον Σουλτάνο να δώσει Σύνταγμα2.
Σε γενικές γραμμές το άρθρο του Πάλλη κατηγορεί τον κλήρο για το ότι κοιτάζει «τα παπαδίστικα συμφέροντα» του και ότι πληροφορεί λανθασμένα τον διεθνή Τύπο, μαζί με τον Κωνσταντινουπολίτικο τύπο που είναι αφιερωμένος στα συμφέροντα των δεσποτάδων. πώς οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιθυμούν τη διατήρηση του παλαιού καθεστώτος (regime), δηλαδή την ηγεμονία του Σουλτάνου. Ο Πάλλης εκθέτει τον κλήρο διεθνώς κατηγορώντας τον ότι ραδιουργούσε προκειμένου να αποκατασταθεί και πάλι το Απολυταρχικό σύστημα του Σουλτάνου για να μπορέσουν έτσι οι δεσποτάδες να διατηρήσουν την ηγεμονία που τους είχε παραχωρηθεί επί των ελληνικών κοινοτήτων από την τουρκική κυβέρνηση:
«Η πρώτη αρχή αυτού του καλογερικού αιστήματος είναι η ακόλουθη: στην προτητερινή τη Διοίκηση, στο regime δηλ. της Απολυταρχίας, ο Ελλ. Κλήρος κρατούσε μια θέση ξεχωριστη, που και σήμερα ακόμα κρατάει. Η Τουρκική Κυβέρνηση θεμελιωμένη σε θεοκρατικά απάνου θεμέλια, θαρρούσε τους Επισκόπους ως τους μόνος αντιπροσώπους των Ελληνικών κοινοτήτων, και σ’ αυτούς αφίνουνταν η διαχείριση των κοινοτήτων αυτών σ’ όλσα εκείνα τα ζητήματα πόχουνε το δικαίωμα να ενεργούνε μοναχές. Τώρα, όλοι ξέρουνε καλά πώς ο δικός μας κλήρος – και μιλώ ως Ρωμιός- στρατολογιέται από κάτι πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα και πώς, αν βγάλη κανείς λίγες έντιμες εξαίρεσες, κατατάσσουνται σ’ αυτόν οι καλόγεροι όχι από θρησκευτικό ζήλο παρά μόνο με σκοπό να θησαυρίσουνε. Κ’ η θέση η ξεχωριστή που κρατάνε, τους δίνει τη δύναμη να καταφέρνουνε τους εγωιστικούς σκοπούς τους. Αν η καινούργια Διοίκηση πιτύχη, είναι φυσικό πώς οι Ρωμιοί θα χειραφετηθούνε αληθινά από την καλογερική κηδεμονία και πώς οι παπάδες θα χάσουνε τα πλούσια ρουσφέτια που χαίρουνται κι ακριβώς επειδή ξέρουνε πώς τα προνόμια και τα ρουσφέτια αυτά κιντυνεύουνε, βαλθήκανε οι δεσποτάδες να ραδιουργούνε – τέχνη που την κατέχουνε δα αριστοτεχνικά- για ν’ αποκατασταθή πάλι το Απολυταρχικό σύστημα. Μα οι Ρωμιού λαϊκοί, μπορώ να το βεβαιώσω, σιχαίνονται την ιδέα να γυρίσουνε στο Σουλτανισμό.»
Είναι εξαιρετικά σημαντικό, κι εδώ κατανοούμε μάλιστα και τον ρόλο που έπαιξαν με την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο Δραγούμης με τον Σουλιώτη, ότι ο Πάλλης επισημαίνει με αγωνία ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία πώς χωρίς τη συνεργασία και των Ρωμιών και των Αρμένηδων το καινούριο regime στην Τουρκιά δε μπορεί κάνε να σταθή».
Και συνεχίζει υποδεικνύοντας τον βουλγαρικό κίνδυνο: «Κι αν αυτό πέση, τί θα γένη; Δε χρειάζεται και πολλή φιλοσοφία να μαντέψη κανείς το αποτέλεσμα με μαθηματική ακρίβεια. Με την Απολυταρχία τα πράματα θα πέσουνε και πάλι στην προτητερινή αναρχία, και οι Βουργάροι με την πρόφαση να ησυχάσουνε τάχατες τη χώρα θα κατέβουνε τοτε στη Μακεδονία και j’y suis, j’y reste (εδώ ‘μαι και δώ μένω). Η Ρωμιοσύνη θα φάη το coup de grace. Θα φωνάζουμε τότες εμείς (οι Ρωμιοί) στη γίς, στον κόσμο, να δη τη Βουργάρικη αναίδεια και την Ευρωπαϊκή αδιαφορία, μα δε θα μας φταίη κανείς παρά η δική μας η κουταμάρα του να δώσουμε το δικαίωμα σε τέτοιους ανάξιους εγωιστάδες ανθρώπους, σαν τους δικούς μας τους καλογέρους, να διευθύνουνε την πολιτική μας.»
Η αντίδραση της Δέλτα είναι εν μέρει σύμφωνη ως προς τον κλήρο και εκφράζεται με σκληρότητα εναντίον του, αλλά επιμένει στην υποστήριξη του Πατριαρχείου ως θεσμού συνεκτικού για τον Ελληνισμό. Έγραψε στον Πάλλη τα εξής:
«Δεν ξέρω τίποτε απ’ όλα αυτά τα πράγματα και δεν έχω γνώμη να δώσω. Τον κάθε δεσπότη χωριστά θα τον ήθελα να τον κάψω, αν τους είχα στην εξουσία μου. Μα το Πατριαρχείο, ως θεσμό [institution], πρέπει, νομίζω, να υπάρχει και να μας αντιπροσωπεύει στην Τουρκία. Μόνο αυτό μπορεί να μείνει μια δύναμη έχοντάς μας ενωμένους. Το να γκρεμίζομε μια δύναμη, όσο κακή, ψυχρή και ελεεινή και αν είναι, δεν εκάναμε τίποτε ενόσω δεν έχομε τίποτε να βάλομε στην θέση του. Πρακτικώτερο και ωφελιμότερο θα ήταν, ίσως, να καταγίνομε σοβαρά και με πείσμα να βγάλομε από το καθεστώς, σιωπηλά και μοναχοί μας όλα τα σάπια κομμάτια, ως που να γίνει λίγο – λίγο … Θα πείτε πως είναι όνειρα αυτά και πως το σώμα ολόκληρο είναι σάπιο, μα σαν γκρεμίσει τί θα μας μείνει; Η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει καιρό και θέληση και δύναμη και πείσμα, το ξέρω, όλα προτερήματα που μας λείπουν.»3
Ο Πάλλης σε άλλο του γράμμα της ανακοίνωσε ότι σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο στα αγγλικά εναντίον του κλήρου κι η Δέλτα διαφωνούσε θεωρώντας ότι αυτό θα γινόταν όπλο στα χέρια των ξένων εναντίον του Ελληνισμού.

Πάμε λίγο πιο πίσω τώρα, στα 1904. Όταν ο Δραγούμης βρισκόταν στη Φιλιππούπολη εκείνη τη χρονιά παρατηρούσε κι αυτός τις ενέργειες του κλήρου και του Πατριαρχείου και σημείωνε στο ημερολόγιό του τις σκέψεις του και την απέχθειά του για τις πολιτικάντικες και συμφεροντολογικές τους ενέργειες, οι οποίες ήταν πέραν των ελληνικών συμφερόντων. Οι σημειώσεις του αυτές συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο αδερφός του, Φίλιππος Δραγούμης, το οποίο δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του Ίωνος με τον τίτλο «Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες». Σε μία από τις σημειώσεις του καταγράφει όλα τα αρνητικά στοιχεία των δεσποτάδων:
«Ἡ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης νὰ βγάζη ἄνθρωπους μὲ σκοπὸ νὰ σώσουν τὸν Ἑλληνισμό, ὄχι μὲ τὸ σκοπὸ νὰ πλουτίσουν, νὰ καλοζήσουν, νὰ παχύνουν, νὰ καλοπεράσουν. Πῶς μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν καλὰ οἱ μητροπολίτες, ἀφοῦ σκοπός τους δὲν εἶναι νὰ ἐργασθοῦν καλά, ἀλλὰ νὰ ζήσουν εὐχάριστα. Τέτοια εἶναι ἡ ἀνατροφή τους.»4
Ο Ίων ένιωθε βυζαντινός και αυτό θεωρούσε ότι διατηρείτο με το σύστημα της Εκκλησίας. Λίγο παρακάτω λοιπόν σημείωνε μερικές ακόμα σκέψεις του για τον πολιτικαντισμό των μητροπολιτών:
«Καὶ ὅταν σχετίζομαι μὲ τοὺς μητροπολίτες μ᾽ ἀρέσει, γιατὶ νομίζω πὼς ἔγινα Βυζαντινὸς καὶ ἐγώ, καὶ ὅταν τοὺς γράφω, τοὺς γράφω βυζαντινὰ ἑλληνικά, παπαδίστικα, μὲ πολλοὺς τύπους καὶ πολλὰ «σεβασμιώτατε» καὶ «θεόσωστος ἐπαρχία» καὶ «ἱερὰ μητρόπολις» καὶ ἄλλα. Τὰ ἀπομεινάρια τοῦ Βυζαντινισμοῦ σχετίζονται μὲ μένα τὸν νέον Ἕλληνα καὶ ὅπως σὲ κάθε περίσταση οἱ Βυζαντινοὶ κοίταζαν νὰ ὠφελιοῦνται ἀπὸ τοὺς δυνατωτέρους τους μὲ κολακεῖες καὶ πονηρίες, ἔτσι καὶ τώρα ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες τῆς Ἑλλάδος μᾶς ἐκμεταλλεύονται, μᾶς κολακεύουν, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔχωμε κάποια δύναμη στὰ χέρια μας καὶ κάμποσο χρῆμα. Ἂν δὲν εἴμαστε μεῖς, θὰ κολάκευαν ἄλλους, τοὺς Ρώσσους π.χ., ὅπως καὶ τώρα τὸ κάνουν καὶ τοὺς δίνουν δικαιώματα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ γιὰ νὰ ἔχουν τὴ βοήθειά τους. Μποροῦν νὰ θυσιάσουν ὅλα οἱ δεσποτάδες γιὰ νὰ ἔχουν τὴν προστασία τῶν δυνατοτέρων τους. Οἱ δεσποτάδες δὲν εἶναι Ἕλληνες, εἶναι χριστιανοὶ καὶ ἐπικούρειοι.
Θέλω νὰ γράψω ἕνα βιβλιο γιὰ τοὺς δεσποτάδες.
Σ’ ἕνα φάκελλο θὰ φυλάξω ὅλα τὰ γράμματα τῶν δεσποτάδων.
Τὸ περισσότερο ποὺ μᾶς βρίζουν οἱ Βούλγαροι εἶναι γιὰ τὶς πονηρίες καὶ τὶς κακίες τῶν δεσποτάδων μας, ποὺ ἦταν καὶ δεσποτάδες τους.»5
Ο Δραγούμης εν τέλει δεν έγραψε κάποιο βιβλίο για τους δεσποτάδες, αλλά συμπεριέλαβε ένα κεφάλαιο στο «Όσοι ζωντανοί» με τον τίτλο «Πολιτική Φαναριώτικη». Πρωταγωνιστές του κεφαλαίου αυτού είναι ο ίδιος ο Ίων (Αλέξης), ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωακείμ Γ’ κι ένας νεαρός μαρξιστής. Ο νεαρός αυτός επιτίθεται με διάφορα μαρξιστικά επιχειρήματα κατά του Πατριάρχη κι ο Ίων δεν παίρνει το μέρος του και τον διακόπτει λέγοντας «αφήστε τον Μαρξ κατά μέρος, αυτά είναι άλλα ζητήματα…». Τα όσα περιγράφει όμως στο κεφάλαιο αυτό ο Δραγούμης ταυτίζονται με τα όσα έγραψε στην αγγλική εφημερίδα ο Αλέξανδρος Πάλλης το 1909. Μεταξύ άλλων αναφέρει και τις σκέψεις του για την εξουσία του Πατριάρχη:
«Ὅποιος ἀποχτήσει τὴ δύναμη νὰ τὸν ῥίξει ἀπὸ Πατριάρχη, αὐτὸς θὰ τὸν ἐξουσιάζει. Παιδεύτηκε μιὰ στιγμὴ ὁ Ἀλέξης νὰ καταλάβει ἂν αὐτός, ὁ ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἕλληνες, στοχάζεται κατὰ τὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ τρόπο, τὸν ἐθνικιστικό, μὰ ἔνοιωσε ἀμέσως πὼς ὁ ἐξαιρετικὸς αὐτός, ἀκατέργαστος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Ἑλληνισμό παρὰ τόσο μονάχα ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ βασταχτεῖ Πατριάρχης. Μόνο ἔτσι θὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἔπειτα, τί πιὰ νὰ κάμει ἅμα δὲν εἶναι Πατριάρχης; Ὁ δυνατὸς αὐτὸς ἄνθρωπος εἶναι μόνο ἐξουσιαστής. Τί θὰ κάμη ἂν τύχη καὶ τοῦ λείψουν ἄνθρωποι γιὰ νὰ ὁρίσει, καὶ ἂν χάσει τελειωτικὰ τὴν ἐλπίδα νὰ ξανακαθήσει στὸν ὑψηλό του θρόνο; Θὰ μαραθεῖ! […] Κοντὰ στὸν Πατριάρχη αἰσθάνθηκε καὶ κάτι ἄλλο˙ κάποια ντροπὴ τὸν συνεπῆρε γιὰ τοὺς βυζαντινούς του ῥωμαντισμοὺς ποὺ βέβαια ὁ Πατριάρχης δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς χωρέσει ὁ νοῦς του, γιατὶ πιὸ πολὺ ἀσύνειδα παρὰ συνειδητὰ ἦταν συνέχεια τῶν Βυζαντινῶν ὁ Πατριάρχης.»6
Ο Δραγούμης όμως δεν τα έβαζε με την θρησκεία εξαιτίας του κλήρου. Έκανε τον διαχωρισμό αυτό και πίστευε ότι αυτή η ορθόδοξη θρησκεία πρέπει να υποστηριχτεί για λόγους εθνικούς και παραδοσιακούς και, κυρίως, για να μη στραφεί ο ελληνικός λαός προς άλλες ιδέες μοντέρνες (μαρξισμός, σοσιαλισμός, μασονισμός) ή καταλήξει άθεος.
«Ὑποστηρίζω τὴν θρησκεία μας, ἐπειδὴ εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας τοῦ γένους. Καὶ ὑποστηρίζω τὴν θρησκεία μας, καὶ ἐπειδή, ἂν δὲν τὴν εἶχαν αὐτήν, θὰ εἶχαν ἄλλη καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἂν ἔπαιρνα ἀπὸ μερικοὺς Ἕλληνες τὴ θρησκεία τους, θὰ γίνονταν ἢ ἄθεοι ἢ μασόνοι ἢ δῆθεν φιλόσοφοι ἢ θὰ ἔπαιρναν ἄλλες ἀνόητες πόζες καὶ ἰδέες τωρινές, ποὺ τὶς σιχαίνομαι. Καλλίτερα ἔχω νὰ μένω προσκυνῶντας ἕνα εἴδωλο παλιό, παρὰ ἕνα καινούργιο. Ὅταν κάνω τὸν σταυρό μου, δὲν συλλογίζομαι τὸν ἐσταυρωμένο οὔτε τὴν θρησκεία του˙ μπορεῖ νὰ μὴν συλλογίζομαι τίποτε ἢ νὰ συλλογίζομαι παλιά, πολὺ παλιὰ καὶ νεώτερα πράγματα, εἰκόνες ἀπὸ τὴιν ἱστορία μου. Καὶ τὴν θρησκεία μας τὴν ὑποστηρίζω πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, κάνοντας τὸν σταυρό μου, ἀνάβοντας ἕνα κερί δίνοντας τὴν πεντάρα μου στὸν δίσκο, στεκόμενος μιὰ δύο ὧρες ὄρθιος. Ἴσως ἔχει καὶ τὸ καλὸ ἡ θρησκεία μας, πὼς τὴν ἔχομε τόσο συνηθισμένη, ποὺ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴ συλλογιζόμαστε. Τίποτε δὲ μᾶς ξαφνίζει μέσα της.»7
Για τον Ίωνα Δραγούμη ο θεσμός της Εκκλησίας ήταν χρήσιμος γιατί ένωνε τους σκλαβωμένους Έλληνες και θεωρούσε ότι οι γυναίκες έπαιζαν σημαντικό ρόλο σε αυτό, αφού τους άντρες στην εκκλησία εκείνες τους φέρνουν. Συγκεκριμένα:
«Ὑποστηρίζω τὸ σύστημα τῆς ἐκκλησίας. Στὸν ὑπόδουλο Ἑλληνισμὸ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα κέντρο καὶ δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Πνευματικὴ ζωὴ σὲ πολλὰ μέρη καὶ γιὰ πολὺν καιρό, ἑλληνική, δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἀπὸ τὶς λειτουργίες στὴν ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὸ μάζωμα τοῦ κόσμου ἐκεῖ. Ἦταν τὸ μόνο ἑλληνικὸ ἀνθρωπομάζωμα, ἡ μόνη ἐθνικὴ διαδήλωση. Καὶ ἀκόμη εἶναι, σὲ πολλὰ μέρη. Ἐδῶ στὸ Δεδέαγατς, ποὺ ἦλθαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν καὶ νὰ προκόψουν, ἐδῶ ποὺ εἶναι κάθε, καρυδιᾶς καρύδι, τί ἑνώνει τοὺς Ἕλληνες, τί ἀπαλαίνει τὶς διαφορές τους, ἂν ὄχι ἡ ἐκκλησία; Καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ τραβοῦν τοὺς ἄντρες τους στὴν πατροπαράδοτη ἐκκλησία, οἱ Ἑλληνίδες, ποὺ μαζεύονται πάντα στὴν ἐκκλησία κάνουν μεγάλη ἐθνικὴ, δουλειὰ καὶ τὶς εὐγνωμονῶ˙ ἑνώνουν περισσότερο τοὺς Ἕλληνες τῆς Κεφαλληνίας, τῆς Χίου, τῆς Θράκης, τῆς Ἠπείρου, τῆς Μακεδονίας, τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Πόλης καὶ τῆς Σμύρνης καὶ τοὺς λένε, χωρὶς λόγια, πὼς πρέπει νὰ συνεργάζωνται ὅλοι μαζὶ γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐκκλησία, τῶν γυναικῶν τὴν ἐκκλησία γιατὶ αὐτωνῶν εἶναι.»8
Το 1906 προβληματιζόταν όμως αν, εν τέλει, το ότι οι δεσποτάδες ανακατεύονταν στα πολιτικά πράγματα ήταν κάτι θετικό για τον Ελληνισμό και συνέκρινε την ελληνική πραγματικότητα με την βουλγαρική:
«Εἶδα ὅμως ἔπειτα πὼς δὲν πρέπει νὰ εἶμαι καὶ πολὺ εὐχαριστημένος καὶ δὲ φθάνει νὰ ἔχη τὸ ἔθνος δεσποτάδες καὶ προξένους, ὅταν σκέφθηκα πὼς οἱ Βούλγαροι χωρὶς τόσους δεσποτάδες καὶ χωρὶς κανέναν πρόξενο κάνουν καλλίτερα τὴ δουλειά τους τὴν ἐθνική, παρὰ μεῖς μὲ τοὺς πολλοὺς δεσποτάδες καὶ τους πολλοὺς προξένους.»9
Δε θέλησε όμως ποτέ τον αφανισμό των δεσποτάδων ο ίδιος. Προτιμούσε να επιβληθούν οι πολιτικοί επάνω τους, αλλά όχι να καταργηθούν, αφού η ιστορία του θεσμού της Εκκλησίας είναι τόσο παλαιά και συνδέεται με τον Ελληνισμό της αυτοκρατορικής εποχής. Έγραφε λοιπόν: «Καμιὰ ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει τόσους δεσποτάδες στὴν Ἀνατολὴ (καὶ μὲ πολιτικὴ ἐξουσία κάμποση). Αὐτοὶ οἱ πρόξενοι καὶ δεσποτάδες ἔχουν ὄργανα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παπάδες καὶ τοὺς δασκάλους. Μὰ δύο εἶναι τὰ ἑλληνικὰ κεφάλια, ἕνα στὴν Ἀθήνα καὶ ἄλλο ἕνα στὴν Πόλη. Πάντα ὁ δικέφαλος ἀετός. Καλλίτερα ἕνα νὰ ἦταν τὸ κεφάλι τοῦ ἀετοῦ. Συμφωνία στὴν ἀντίληψη καὶ στὴν ἐνέργεια τῶν προξένων καὶ δεσποτάδων δὲν ὑπάρχει, ἢ πολὺ δύσκολα. Γι᾿ αὐτὸ καλὸ εἶναι νὰ ὑποτάξουν ἢ οἱ πρόξενοι τοὺς δεσποτάδες ἢ οἱ δεσποτάδες τοὺς προξένους. Καὶ οἱ δύο εἶναι μέτριο, εἶδος Ἕλληνες. Μὰ καλλίτερα ἔχω νὰ ἐπιβληθοῦν οἱ πρόξενοι, χωρὶς ὡστόσο νὰ λείψουν οἱ δεσποτάδες, γιατὶ ἡ ἐκκλησία, εἶναι ἀνεκτίμητη δύναμη, ὀργανισμένη ἀπὸ δῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες. Εὐρεθήτω τὸ modus vivendi.» 10
Η Πηνελόπη Δέλτα διαμαρτυρήθηκε κάποτε προς τον Φ. Φωτιάδη για κάποια αντιθρησκευτικά άρθρα που δημοσιεύονταν σε μια εφημερίδα δημοτικιστών που έφερε τον τίτλο «Λαός» και στην οποία συμμετείχε κι εκείνη οικονομικώς. Παρότι δεν ήταν θρησκευόμενη η ίδια, υπερασπίστηκε την θρησκευτική πίστη του λαού: «Είμεθα ελεύθεροι να έχουμε τις ιδέες μας, ο καθένας μας πιστεύει ό,τι μπορεί, κατά την συνείδησή του, αλλά δεν νομίζω καλό να τις επιβάλλομε στους άλλους. Νομίζω κακό να γυρεύομε να κλονίσουμε την πίστη που έχει ακόμα ο απλός άνθρωπος στην θρησκεία του.»11
Στην αλληλογραφία της με τον Πέτρο Βλαστό, απαντώντας στην κριτική που της έκανε για το βιβλίο της με τίτλο «Η Ζωή του Χριστού», του ομολογεί ότι δεν αγαπά τη Χριστιανική θρησκεία όπως κι αυτός, αλλά για διαφορετικούς λόγους εκείνη, κι ότι το βιβλίο αυτό το έγραψε προκειμένου να κάνει κάτι χρήσιμο κοινωνικά που θα μπορούσε να κατανοηθεί από τη νοοτροπία της Ελλάδος. Του εξηγεί επίσης ότι αν ζούσε σε άλλη χώρα θα κρατούσε μόνο τα κομμάτια του Ευαγγελίου που της άρεσαν και τα υπόλοιπα θα τα αναπλήρωνε με τη δική της φαντασία. Οι λόγοι που δεν αγαπούσε την Χριστιανική θρησκεία ήταν η υποταγή, τα παρακάλια κι η υλική ανθρώπινη κακομοιριά, έγραψε στον Πέτρο Βλαστό το 1926, και συνέχισε: «Μα την Χριστιανική θρησκεία δεν μας την άφησε ο Ιησούς, την έφτειασαν οι άνθρωποι και την έκαναν σαν και αυτούς. Εγώ αγαπώ τον Ιησού.»
«Επάνω στον σταυρό ο Ιησούς θα μπορούσε», γράφει και πάλι η Δέλτα, «κοιτάζοντας την ανθρώπινη βρώμα που αφρίζει στα πόδια του να πει “η ωραιοτέρα εκδίκηση είναι να μην τους μοιάζεις”. Μα ζω στην Ελλ[άδα].» Και καθώς ο Βλαστός ήταν νιτσεϊστής, η Δέλτα του απαντάει ότι δεν ήρθε ακόμα ο καιρός:
«Είμεθα ακομα στον πρώτο σταθμό της αναπτύξεως. Θα περάσουν ένα δυο γενεές να δεχθεί ο τόπος μας, χωρίς κίνδυνο, άλλο επίπεδο ηθικής φιλοσοφίας. Τώρα χρειάζεται η στοιχειώδης ηθική. Δεν ήμεθα ακόμη για Nietzsche. Και οι μεταφράσεις του Nietzsche δημιούργησαν τραγελαφικές καρικατούρες “υπερανθρώπου”.»
Ο Βλαστός ως συνεπής ελιτιστής διαφωνούσε με τον σκοπό της αυτόν, δηλαδή την μέριμνά της για τον λαό και την πίστη του. Αφού έκανε την θετική του κριτική για την δομή του βιβλίου της, σχολίασε υπό νιτσεϊκή οπτική και περιφρόνηση για τις μάζες: «Μα τότε η δουλειά σας είναι για το χαμηλό κοινό, για το πλήθος που παραδέρνει. Μα τι το όφελος να δυναμώνεις και να πληθαίνεις το πλήθος; το πλήθος είναι αλήθεια η καταστροφή του πολιτισμού. Οι μεγάλοι αφτοί άνθρωποι που ανεβάζουν τον άνθρωπο – φυτρώνουνε στις μικρές κοινωνίες, εκεί που μπορούν να σκλαβώσουν. Στα βουλήματα των πολιτισμών οι πολλοί σκλαβώνουν τους λίγους. Φοβούμαι πως το βιβλίο σας συντείνει σε αφτό το ανάποδο σκλάβωμα.»
Βλέπουμε λοιπόν ότι πάντοτε για τους διανοούμενους και για τον λαό ο κλήρος και η θρησκεία αποτελούν θέματα συζητήσεων. Και δυστυχώς διαχρονικά το Πατριαρχείο υπακούει σε εκείνους τους ξένους που το διατηρούν στην εξουσία. Τότε ήταν οι Τούρκοι, σήμερα το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Και κάπως έτσι ο Αλέξανδρος Πάλλης κι ο Ίων Δραγούμης παραμένουν επίκαιροι ως επικριτές των δεσποτάδων που σήμερα ακούνε στο όνομα Βαρθολομαίος κι αύριο ως Ελπιδοφόρος, χωρίς να φέρνουν καμία ελπίδα. Και έτσι φυτρώνουν και άνθρωποι σαν τον Βλαστό και την Πηνελόπη Δέλτα. Απορίας άξιο όμως τι την ήθελε η Δέλτα την στοιχειώδη ηθική, εξαιτίας της οποίας καταδικάστηκε σε έναν γάμο που δεν ήθελε. Σε μια εποχή αυστηρότητας και καταπίεσης η Ελληνίδα συγγραφέας δεν έζησε τον έρωτα που τόσο ποθούσε και εν τέλει βυθίστηκε στην κατάθλιψη και την «ΣΙΩΠΗ», όπως γράφτηκε στο μνήμα της μετά την αυτοκτονία της την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Είχε ζητήσει να μη γίνει ούτε κηδεία, ούτε να φέρουν παπάδες. Ίσως έτσι βρήκε τον τρόπο να δείξει πλέον δημοσίως την απέχθειά της για τον κλήρο, τον οποίο θα έκαιγε αν είχε την εξουσία όπως η ίδια έγραψε στον πεθερό του Βλαστού.
1Περ. «Ο Νουμάς» αρ. 347, 7 Ιουνίου 1909.
2Για περισσότερα βλέπε το βιβλίο του Ίωνος Δραγούμη «Όσοι ζωντανοί» που δημοσιεύτηκε το 1911.
3 Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, ενθ. Ανωτ., σελ. 69-70 [14/06/1909]
4Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.362, εκδόσεις Έκτωρ.
5Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.362-363, εκδόσεις Έκτωρ.
6Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Α’ τόμος, Όσοι ζωντανοί, σελ.240, εκδόσεις Έκτωρ.
7Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.398, εκδόσεις Έκτωρ.
8Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.408, εκδόσεις Έκτωρ.
9Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.409, εκδόσεις Έκτωρ.
10Άπαντα Ίωνος Δραγούμη Β’ τόμος, σελ.405, εκδόσεις Έκτωρ.
11 Πηνελόπη Δέλτα προς Φωτιάδη, 30/13 Δεκεμβρίου 1907.