
Έπεσεν, έπεσεν η δρυς εκπληκτικώς ηχούσα,
Ως εκεί κάτω άλλοτε η Ολυμπία στήλη
Έπεσεν, έπεσεν η δρυς κ’ εδούπησε πεσούσα,
Κ’ υπό του βάρους την ορμήν η γη κατέστη κοίλη.
Μάτην ο Χάρων έπασχεν επτά δεκάδας χρόνων
Με δόλον ή με πέλεκυν να την σωρεύση κάτω.
Μάτην επτάκις έπληξε το δένδρον των τυφώνων,
Και ανυψούτο έως χθές εις πείσμα των κλυδώνων,
Εμπαίζουσα τον κεραυνόν, εμπαίζουσα τον χρόνον !
Και ποίος , ποίος δύναται εδώ να ερωτήση,
Τις είν η δρυς ; – Ιδού αυτή, ενώπιόν μας κείται
Ιδού, ιδού κ’ η άβυσσος, ήτις θα την ροφήση,
Το μνήμα, όπερ εν σιγή και πόνω θεωρείτε…
Μη το νομίζετε στενόν το χαίνον αυτού στόμα
Επ΄άπειρον ευρύνεται, το παν περιλαμβάνει,
Και δεν θα στενοχωρηθή του ήρωος το σώμα….
Μη το νομίζετε στενόν χωρεί τον Μακρυγιάννη !
Πολλούς εχώρησεν αυτό, πολλούς χωρεί ακόμα
Ειν’ ανοιγμένος ουρανός του μνήματος το στόμα.
Αφήσατε την κρύαν γην, την μαύρην γην αφήτε,
Κολοκοτρώνη, Βότσαρη και Γρίβα και Τζαβέλλα
Όσοι εδώ υπνώττετε, ανδρείοι, εγερθήτε
Πλησίον σας προοσέρχεται και άλλη φουστανέλλα !
Φεύ, δεν θ’ αναγνωρίσετε τον Μακρυγιάννη πλέον
Πενία, πόνος και δεσμά, πικρών βασάνων πλήθος,
Η τύχη της πατρίδος του, το μέλλον της εκπνέον,
Παρήλλαξαν του φλογερού συντρόφου σας το ήθος !
Συ καν, ψυχή του τέκνου σου, συ αναγνώρισέ τον,
Δός εις αυτόν εν φίλημα και παρηγόρησέ τον.
Ω, εάν έπιπτε κρατών την σπάθην εις την χείρα,
‘Οτε ανέτρεπεν ορμών τας τάξεις των τυράννων
Αν θάνατον προσέφερε και εις αυτόν η μοίρα
Μ’ εν γιαταγάνι Αλβανού, μ’εν βόλι Τουρκομάνων.
Εάν προσήρχετο εις σας θερμός εκ του αγώνος,
Θα τον ανεγνωρίζατε, γενναίοι σύντροφοί του !
Αλλά επέζησε πολύ τον ήλλαξεν ο πόνος,
Και κατεστάθη άγνωστος η ανδρική μορφή του.
Όταν ο λέων στερηθή την χαίτην αυτού πλέον,
Μόλις αναγνωρίζεται πως ήτο ποτέ λέων.
Αλλ’ όχι, όχι ο Θεός τον ήξευρεν εκείνον
Εγνώριζε την χείρα του τω ήτον αναγκαίος.
Οι Βαυαροί εξύβριζον την χώρα των Ελλήνων,
Και νέαν δόξαν εις αυτόν εφύλαττε και κλέος….
Συσπών οργίλως τας οφρύς το τέκνον του Μαρτίου,
Εν βλέμμα προς τα’ ανάκτορα ηκόντισε λαθραίον,
Και κλίνας, ωνειρεύετο την Τρίτη Σεπτεμβρίου
‘Οτε ηγέρθη, η Ελλάς δεσμά δεν είχε πλέον.
Ω, δόξα μια του στιγμή, εν όνειρον του μόνον
Εξύπνισε τον Έλληνα κ’ ηλάττωσε τον Θρόνον !
Πλην τις σκηπτούχος λησμονεί το κτύπημα ;… Ο Όθων
Είχ’ ερυθράν την παρειάν από το ράπισμά του,
Κ’ επρόσμενε μ’ ενδόμυχον και λυσσαλέον πόθον.
Πότε να δώση και αυτός εν κτύπημα θανάτου.
Ω, η καρδία θραύεται, σπαράσσετ’ η καρδία,
-Μα τα επτά του τραύματα τα’ χαίνοντα ακόμα-
Ότε αναλογίζεται, ότ’ ενθυμείται ποία
Υπέφερε μαρτύρια το γηραιόν του σώμα
Πλην μάτην τον επίεζον οι άνανδροι εχθροί του
Εθραύετο το σώμα του και ηυξαν’ η ψυχή του.
Ναι, μάτην τον κατέθλιβον μετά βαρβάρου λύσσης !
Ποτέ δεν κατεβάλλετο ο μέγας πατριώτης
Πότε ρομφαίαν έφερε, πότε σκληράς αλύσεις,
Επαναστάτης σήμερον και αύριον δεσμώτης.
Πόλεμος ή μαρτύριον υπήρξεν η ζωή του.
Δεν ήξευρεν τι θα ειπή εκείνος ησυχία
Εζήτει μάρτυρος σταυρόν ή νίκην η ψυχή του,
Και δύσπνοιαν τον έφερε και βάρος η δουλεία.
Συνωμοσίας ήτο νυξ με λάμψεις ανταρσίας,
Κ’ επαναστάτης κεραυνός κατά της τυραννίας !
Ημιθανής, κατάκοιτος εις εν νοσοκομείον
Μη έχων άρτον πάντοτε, με χείρας δεσμευμένας,
Εξέπνεε των τέκνων του μακράν και τω οικείων,
Με σκότος εις τους οφθαλμούς, με σκότος εις τας φρένας….
Κλίνατε γόνυ, αδελφοί, εμπρός του μαρτυρίου !
Πολλάκις τον εχλεύαζον εις το ψυχρόν του δώμα,
Και μια χειρ κατάρατος, και μια χειρ αχρείου,
Εξύβρισε του ήρωος το πρόσωπον ακόμα…
Να ξηρανθή η χειρ αυτού, το κρίμα να κηρύξη,
Και όφις πας της δάκτυλος να γείνη να τον πνίξη !
Ότ’ η ψυχή του άφινε το κατωχρόν του στόμα,
Εσείετο ο Παρθενών ο γέρων τεθλιμμένος,
Νομίζων μιαν στήλην του πως έχανεν ακόμα,
Κ’ εστέναζεν η Ρούμελη, η άλκιμος παρθένος !
Και ότε εις το έλεος αφέθη του Κυρίου,
Και άπνουν πτώμα έπεσεν ο μάρτυς εις την κλίνην,
Ο τουρκομάχος Μάρτιος κ’ η τρίτη Σεπτεμβρίου,
Ελθόντες από τ’ ουρανού την ιεράν γαλήνην,
Προσέκλιναν κ’ εφίλησαν το παγωμένον σώμα,
Και την ψυχή του έφερον εις τ’ ουρανού το δώμα !
1864