
Γνωρίζουν ότι άγνωστοι θα πέσωσι, γνωρίζουν
ότι της λήθης η ψυχρά τους αναμένει κλίνη,
Και όμως εις τον θάνατον ατάραχοι βαδίζουν.
Δεν πολεμούν υπέρ αυτών ουδέποτε Εκείνοι !
Αυτοί την πείναν, τας πληγάς, το μνήμα, την σκοτίαν,
και άλλοι, άλλοι εις το φως κ’ εις την αθανασίαν !
Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη !
Εάν η μνήμη λησμονή την έξοχον θυσίαν,
εκεί επάνω του Θεού το βλέμμα δεν υπνώττει
Βλέπει τα έργα, και ποτέ, ποτέ την ιστορίαν…
Ω ήρωες αγνώριστοι, πεσόντες εις τα σκότη,
αν ήσθε κάτω έσχατοι, επάνω είσθε πρώτοι !
Το ίδιο θέμα συναντούμε και σε άλλο ποίημα του Παράσχου με τίτλο «Ο Λέων Καλλέργης», απόσπασμα του οποίου ακολουθεί:
Πατέρων κοιμητήριον διέρχομ’ επισήμων
Λειψάνων βλέπω σάβανα βαμμένα εις το αίμα
Είναι το κενοτάφιον ηρώων ανωνύμων
Ηρώων δίχως θρίαμβον, μαρτύρων δίχως στέμμα.
Α. πως λατρεύει μάρτυρας τοιούτους η ψυχή μου
Αυτοί είναι η Μούσα μου, αυτοί και η ωδή μου !
Το ν’ αποθάνη τις ζητών την δάφνην του αγώνος
οπίσω του αφίνων φως και μνήμης ευωδίαν
Το ν’ αποθάνη ένθους τις επί του προμαχώνος
ελπίζων νίκην ευγενή εις μάχης τρικυμίαν
Δεν λέγω, είναι ιερόν, αλλ’ ο τοιούτος ήρως
Λαμβάνει γέρας άφθιτον την δόξαν του Σωτήρος.
Αλλ’ είναι άλλο, άλλο τι το μάχεσθαι αιωνίως
Υπό το σκότος, έρημος, νεκρός κ’ εις την ελπίδα
να ην’ η δάφνη άοσμος δι’ άγνωστον πατρίδα…
Α, εις τοιαύτην ύπαρξιν κουράζονται τα στήθη
Είναι πολύ αχάριστος και ασεβής η λήθη !
Ολίγα άνθη δότε μοι ευώδη, Πατριώται
τον ύπνον των αγνώστων μου ηρώων να τιμήσω
Ολίγην δρόσον δι’ αυτούς τα δάκρυά σας δότε
Της ξηραμένης δάφνης των τα φύλλα να ραντίσω.