
Πάνα, για σένα ένα ρόδι που γελά μ’ εκείνο το πολυάριθμο
άλικο γέλιο μέσα από μισάνοιχτα χείλια ·
και ένα σύκο πάνω στον φυλλώδη μίσχο του, μ’ επιδερμίδα ολόγιομη
από ρυτίδες και την ουρά του σαν να ’τανε ομφάλιος λώρος ·
και μία ώριμη ελιά στην άλμη της βαλμένη
για ν’ αποκτήσει γεύση · κι ένα φρέσκο καρύδι χωρίς τσόφλι ·
κι ακόμα-ακόμα ένα πυκνό τσαμπί από θολά βατόμουρα, μαύρο
σαν τα σγουρά μαλλιά της νιότης · και δυο
κυδώνια, δίδυμα σχεδόν μες σε χρυσές στολές ·
κι ένα αγγούρι στη φυλλωσιά του · και δυο
αχλάδια, το ένα ζουμερό που σβήνει τη δίψα, τ’ άλλο ξινό
που προκαλεί τον πότη στο πιοτό · και μερικά
αμύγδαλα μα τόσο τρυφερά που φοβούνται πως θα τα δαγκώσουν ·
και ένα πεύκο κλειστό ακόμα απ’ την επίμονη
ρετσίνα · και πέντε καλοβουτηγμένα στο λάδι ψωμάκια
πάνω σε καθαρό δισκάκι · και λίγο μέλι
κιτρινωπό · κι ένα βάζο με νάρδο · και μία κούπα πήλινη
με δυο χερούλια, όπου και κάμποσο γάλα
κατσίκας · κι απλό κρασί προσεκτικά μεταγγισμένο
χωρίς να διαταραχθεί το βαρέλι:
Πάνα, αυτές του αγρού τις προσφορές στο άντρο του Λαμόνε
εσύ τις καθοσιώνεις, κι ακόμα πλουσιότερες σου υπόσχονται στο αναμεταξύ
εάν, στον νέο αγώνα φλάουτου, ώ Πάνα, βοηθήσεις
τ’ αόρατα τα πνεύματα στης σύριγγάς σου τα καλάμια.
Εγώ δεν θα σου δώσω φρούτα αλλά τα εφτά έξυπνα καλάμια
του ιερού αυλού, καλά συγκολλημένα μ’ ευωδιαστό κερί.
Να ‘σαι απλόχερος στα φρούτα σ’ εμένα στη δύσκολή εποχή:
στις χαρές μου, Πάνα, και στον γλυκό Καλεσμένο.
Απόδοση: Χρίστος Γούδης