Τυγχάνων ανέσεως εν τω βίω και ελεύθερος οικογενειακών αναγκών, ηκολούθησε την οδόν την οποίαν προδιεχάραξε το ενθουσιώδες πνεύμα του, και παραιτήσας τα νομικά, προς τα οποία δεν ησθάνετο κλίσιν, ενέκυψεν όλος εις την ποίησιν, και την έρευναν της πατρίου ιστορίας κατά τους επί Τουρκοκρατίας χρόνους, εξ ής και ετράφη η ποίησις αυτού, κατώκει δε μονίμως εν Λευκάδι και σπανίως απεδήμει. Ο Βαλαωρίτης ανεμίχθη εις την ενεργόν πολιτικήν, αλλά την πολιτικήν ενέργειαν ουδόλως εχώριζε της ποιητικής ιδέας, τουναντίον έκρινε τον συνδυασμόν αμφοτέρων ως το άριστον μέσον δράσεως υπέρ του μεγαλείου της πατρίδος. Τους συμπολίτας του πολλαχώς εκτιμώντας τον άνδρα, κατ’ επανάληψιν αντιπροσώπευσεν εν τη Ιονίω Βουλή και βραδύτερον εν τη Συνελεύσει και τη Βουλή των Ελλήνων. Βουλευτής εξελέγη το πρώτον, κατά το 1857. Εισελθών εις την Ιόνιον Βουλήν, συνετάχθη μετά των οπδαών της ενώσεως. Αυτός υπήρξεν ο συντάκτης και εισηγητής από 10 Μαϊου 1862 διαγγέλματος προς τον λόρδον αρμοστήν της δωδεκάτης Βουλής των Επτανησίων, διά του οποίου οι αντιπρόσωποι των Ιονίων εζήτουν την μετά της Ελλάδος ένωσιν.
Εκπληρωθείσης μετά τινας μήνας της ευχής ταύτης, ο Βαλαωρίτης ως πληρεξούσιος Λευκάδος εισήρχετο μετά 80 Επτανησίων εις την εν Αθήναις Συνέλευσιν του 1862. Την Λευκάδα αντεπροσώπευσεν εν τη Βουλή μέχρι του 1868, ότε ένεκα του επεισοδίου τινός (γρονθοκόπησε τους αδελφούς Ιακωβάτους εν τη Βουλή), ζωηρώς χαρακτηρίζοντος το ευέξαπτον της φύσεως αυτού, αποδοκιμασθείς υπό των συναδέλφων του, απεχώρησεν οριστικώς της ενεργού πολιτικής. Κατά την περίοδον δράσεως αυτού, ως αντιπροσώπου, πολλάκις ηκούσθη η φωνή του εν Επτανήσω και εν Αθήναις από του βήματος, αλλ’ υπό τον κοινοβουλευτικό ρήτορα ελάνθανεν αείποτε ο ποιητής, και η ευφράδεια αυτού ανεπτύσσετο υπό τύπον λυρικής εξάρσεως, και κατά τύπον δε και κατ’ ουσίαν οι πολιτικοί του λόγοι ρυθμίζονται υπό του αισθήματος και σχεδόν περί ουδέν άλλο στρέφονται η περί την εξύμνησιν του αγώνος και την έκφρασιν του πόθου της πανελληνίου ενώσεως. Ως παράδεογμα του ρητορικού αυτού ύφους παραθέτομεν βραχείαν εξ αγορεύσεως ενώπιον της Ιονίου Βουλής:
«Εμείς οι νέοι Έλληνες δεν είμεθα τάχα οι κλαδίσκοι του μεγάλου εκείνου δένδρου, ούτινος από αναριθμήτων ήδη χρόνων την μεν κορυφήν μαστίζουσι κεραυνοί και θύελλαι, τας δε ρίζας ποτίζουσιν η χολή και το αίμα; Και μολοντούτο υπάρχομεν, και το δένδρον θάλλει. Δεν ανήκομεν ημείς άραγε εις το έθνος εκείνο, όπερ από αιώνων ήδη συνείθισε να ζη εν τω θανάτω και αταράχως να ακροάζεται αντηχούντα εις τας ακοάς του τον κρότον της σκαπάνης, αφότου οι πολιτικοί νεκροθάπται εν τη απγκώσει αυτών κηρύξαντες ημάς τεθνηκότας, ήλθον επί του ημετέρου εδάφους και ήρχισαν να εξορύττωσι το μνήμα, όπως μας ενταφιάσωσι; Και μολοντούτο ζώμεν. Το ελληνικόν έθνος δεν απέθανεν, όχι, μα τον θεόν, δεν απέθανε, ζη!».
Αλλ’ η φιλοπατρία του Βαλαωρίτη δεν περιωρίζετο μόνον εις τους λόγους, αλλ’ εξεδηλούτο εν δραστηρίω ενεργεία κατά πάσαν κρίσιμον περίστασιν. Κατά το 1854, ότε εν Ηπείρω εξερράγη η επανάστασις, ο Βαλαωρίτης ανεμίχθη πυρετωδώς εις τας προετοιμασίας της εξεγέρσεως, η ανάμιξίς του του δε εξήγειρε την οργήν του άγγλου αρμοστού και προεκάλεσε την εξορίαν του. Βραδύτερον το 1860 και το 1861, ως εταίρος πατριωτικών κομητάτων, και χρήματα συνεισέφερε και εις την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον και μέχρι Μαυροβουνίου εξέδραμε χάριν της Ιδέας, την οποίαν μετά διακαούς πόθου εξυπηρέτει. Η Κρητική επανάστασις του 1867 παρέσχεν εις τον ποιητήν νέαν αφορμήν προς χρησιμοποίησιν της ακοιμήτου φιλοπατρίας του. Κατά το 1878 ενήργησεν εν τοις πρώτοις προς υποστήριξιν της εν Ηπείρω αποπείρας προς αποτίναξιν του ζυγού. Αλλά το επιόν έτος, την 25η Ιουλίου 1879, καταβληθείς εκ του καρδιακού νοσήματος, εξ ου δεινώς υπέφερε κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου του, απέθανεν εν Λευκάδι. Το μέγαν όνειρον, το φωτίζον αδιαλείπτως την φαντασίαν του, δεν τον εγκατέλειπε μέχρι των τελευταίων ημερών του βίου του, μικρόν προ της τελευτής του έγραφε προς φίλον (Εμμανουήλ Ροϊδη): «Ο Θεός να δώση προσεχώς να συναντηθώμεν ως πληρεξούσιοι μιας μεγαλειτέρας Ελλάδος. Εύχου δε να μη αοθάνω έως τότε, διά να δυνηθώ να ψάλλω το τελευταίο μου άσμα».
Το ιδεώδες τούτο άσμα δεν επέπρωτο εις τον ποιητήν να ψάλλη, ως ονειροπόλος ηύχετο. Αλλ’όμως ηξιώθη να ψάλη άσματα, τα οποία εν προτύπω ενότητι εμπνεύσεως και αρμονία μορφής εκφράζουσι το ιδανικόν του έθνους, και διατυπούσι τον ύψιστον πόθον της «μιας μεγαλειτέρας Ελλάδος».
[…] Ο Βαλαωρίτης εφρόνει ότι βάσις της νέας ελληνικής ποιήσεως πρέπει να είναι «η πιστή εξιστόρησις των παθημάτων και των μαρτυρίων του έθνους, η διηνεκής από της αλώσεως του Βυζαντίου μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Εντός των ορίων τούτων πρέπει να ανιχνεύσωμεν την αληθή πηγήν της ημετέρας ποιήσεως, ήτις προν η μεταβληθή εις λυρικήν ή δραματικήν, οφείλει να λάβη ηρωικήν, τουτέστιν επικήν μορφήν. Λέγων δε επικήν, εννοώ την ποίησιν, ήτις ανεξαρτήτως ιδιαιτέρων τινών κανόνων στηρίζεται κυρίως εις την ιστορίαν, προτίθεται δε σκοπόν αυτής την εξύμνησιν σημαντικού τινός γεγονότος, αναγομένου εις ηρωικούς χρόνους, μυστηριωδώς περικεκαλλυμμένους υπό της νεφελώδους παραδόσεως και της αμυδράς απομνημονεύσεως των χρονογράφων και των γερόντων». Αλλά το χάος τοιαύτης εμπνεύσεως ο Βαλαωρίτης ηγωνίζετο να ρυθμίση και διακοσμήση διά του νου της μελέτης.. Προς την πραγματοποίησιν της ποιήσεως, ως την αντελεμβάνετο, δύο στοιχεία έκρινεν απαραίτητα: την ιστορικήν αναδίφησιν, και την χρήσιν της δημώδους γλώσσης. Ποιητής αυτός, και εκ των μάλλον ελευθέρως αφινομένων εις της φαντασίας τας ορμάς, εκαυχάτο επί τω σεβασμώ προς την ιστορικήν αληθείαν. «Περιγράφων την εν Θερμοπύλαις μάχην – λέγει εν τοις προλεγομένοις του «Διάκου» – προέκρινα πανταχού τας δοκούσας μοι ακριβεστέρας πληροφορίας, συνειδώς ότι η δημοτική ελληνική ποίησις εκ των μυχών της ιστορίας εκπορευομένη, κυρίως προτίθεται την ακριβή αφήγησιν των γεγονότων, περικοσμούσα μεν και χρωματίζουσα αυτά ποικιλοτρόπως προς εκφανεστέραν του θέματος διατράνωσιν, αλλ’ ούτε την παραμόρφωσιν της αληθείας ανέχεται ούτε την αποσιώπησιν, όταν δι’ αυτής καταστρέφονται αι βάσεις, εφ’ ων ανεγείρονται οι ιδανικοί αυτής πύργοι».
[..] Αν εθνικόν πνεύμα, ως ορίζει αυτό ο Σίλλερ, καλείται το σύνολον των ιδεών και αισθημάτων έθνους τινός εν σχέσει προς τας αντιθέτου φύσεως ιδέας και αισθήματα ετέρου έθνους, ο Βαλαωρίτης ο κατ’ εξοχήν εκφράζων το πνεύμα τούτο, είναι ο κατ’ εξοχήν εθνικός ποητής της νεωτέρας Ελλάδος.
Άπαντα Κωστή Παλαμά, Εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος 16ος