
Η Αριστερά εδώ και πολλές δεκαετίες χρησιμοποιεί ένα πασίγνωστο βιβλίο του Φρειδερίκου Νίτσε με τίτλο «Αντίχριστος». Από αυτό παρουσιάζονται εδώ και χρόνια κάποια αποσπάσματα αλλά ταυτόχρονα αποσιωπούνται κάποια άλλα πολύ σημαντικά. Έτσι αλλοιώνεται η σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου και δεν γίνεται αντιληπτό ποιο είναι το πραγματικό και ουσιαστικό νόημα του βιβλίου αυτού. Με τον προκλητικό τίτλο η αλήθεια είναι ότι ο Νίτσε μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών που πιστεύει στον Χριστιανισμό την προϊδεάζει αρνητικά. Μια μερίδα άθεων όμως την προϊδεάζει θετικά σχετικά με τις δικές τους απόψεις. Αν δεν πάρει απόσταση από τον τίτλο ο αναγνώστης, πολύ δύσκολα θα αντιληφθεί τι θέλει να πει ο Νίτσε μέσα στις σελίδες αυτές. Κι αυτό γιατί θα εστιάσει σε ορισμένα σημεία που αποτελούν σκληρή κριτική. Όμως ο Νίτσε εναντιώνεται στην εκκλησία, κάθε είδους εκκλησία, κάθε θρησκείας. Θεωρεί την εκκλησία διαστρέβλωση του Χριστού και τον ίδιο τον Ιησού επαναστάτη κατά της ιουδαϊκής εκκλησίας, κατά του ψέμματος των Φαρισαίων και της εκμετάλλευσης της πίστης. Ας δούμε ένα απόσπασμα που το αποδεικνύει αυτό:
«Ο Ιησούς θεωρήθηκε, ή κακώς θεωρήθηκε, αιτία μιας εξέγερσης· εγώ δεν μπορώ να δω εναντίον τίνος κατευθυνόταν αυτή η εξέγερση, αν όχι εναντίον της ιουδαϊκής εκκλησίας – «εκκλησία» ακριβώς με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα. Ήταν μια εξέγερση εναντίον «των καλών και των δικαίων», εναντίον των «αγίων του Ισραήλ», εναντίον της ιεραρχίας της κοινωνίας – όχι εναντίον της διαφθοράς της, αλλά εναντίον της κάστας, του προνομίου, της τάξης και του τυπικού· ήταν η άρνηση πίστης στους «ανώτερους ανθρώπους», το Όχι εναντίον των ιερέων και των θεολόγων. Αλλά η ιεραρχία, που έτσι τέθηκε, έστω και για μια στιγμή, υπό αμφισβήτηση, ήταν το λιμναίο οίκημα, με το οποίο μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στο «νερό» ο εβραϊκός λαός – η δύσκολα κερδισμένη τελευταία ευκαιρία επιβίωσης, το απομεινάρι της αυτόνομης πολιτικής του ύπαρξης. Μια επίθεση εναντίον της ήταν επίθεση εναντίον του βαθύτερου ενστίκτου ενός λαού, εναντίον της πιο επίμονης θέλησης για ζωή που υπήρξε ποτέ σ’ έναν λαό στη γη. Αυτός ο άγιος αναρχικός, που καλούσε τον κόσμο που ήταν στον πάτο, τους απόβλητους και τους «αμαρτωλούς», τους Τσαντάλα μέσα στον Ιουδαϊσμό, σε αντίσταση ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων – χρησιμοποιώντας, αν λένε αλήθεια τα Ευαγγέλια, μια γλώσσα που σήμερα θα τον έστελνε στη Σιβηρία – ήταν ένας πολιτικός εγκληματίας, στο βαθμό που μπορούσαν να υπάρχουν πολιτικοί εγκληματίες σε μια παράλογα απολιτική κοινότητα. Αυτό τον ανέβασε στο σταυρό: απόδειξη είναι η επιγραφή πάνω στο σταυρό. Πέθανε επειδή ήταν ένοχος. Δεν υπάρχει λόγος να ισχυριζόμαστε – αν και αυτό γίνεται πολλές φορές – ότι πέθανε για τις αμαρτίες των άλλων.»
Σε ένα άλλο σημείο μάλιστα τον βλέπουμε να εναντιώνεται σε θεολόγους και ιερείς αλλά και σε φιλοσόφους που είναι αναγνωρισμένοι παγκοσμίως. Εξαπολύει σφοδρή επίθεση προς τους ιερείς κάθε θρησκείας και κάθε εποχής. Ακόμα και της αρχαιότητος:
«…ο ιερέας είναι απλώς το φερέφωνο του Θεού – Ένας τέτοιος παπαδίστικος συλλογισμός δεν είναι κατά κανένα τρόπο απλώς ιουδαϊκός και χριστιανικός· το δικαίωμα να λες ψέματα και η πονηριά της «αποκάλυψης» ανήκουν στον τύπο του ιερέα – τόσο στους παρακμιακούς ιερείς όσο και στους ιερείς του παγανισμού (παγανοί είναι όλοι εκείνοι που λένε Ναι στη ζωή, για τους οποίους ο «Θεός» είναι η λέξη που εκφράζει το μεγάλο Ναι σ’ όλα τα πράγματα).- Ο «νόμος», η «θέληση του Θεού», το «ιερό βιβλίο», η «θεία έμπνευση» – απλές λέξεις για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκτά δύναμη ο ιερέας, με τις οποίες διατηρεί τη δύναμή του ο ιερέας· οι έννοιες αυτές βρίσκονται στη βάση όλων των ιερατικών οργανώσεων, όλων των μορφών ιερατικής ή ιερατικο-φιλοσοφικής κυριαρχίας. Το «άγιο ψέμα» – κοινό στον Κομφούκιο, στο βιβλίο νόμων του Μανού, στον Μωάμεθ, στη χριστιανική εκκλησία – δεν λείπει από τον Πλάτωνα. Η «αλήθεια είναι εδώ»: αυτό σημαίνει, όπου ακούγεται, ο ιερέας ψεύδεται.»
Πολύ σωστά ο Νίτσε αντιλαμβάνεται ότι η Βασιλεία των Ουρανών είναι η εξύψωση του ανθρώπου σε ένα ανώτερο πνευματικό και ψυχικό επίπεδο, κάτι που θα συμβεί αν ζήσει στωικά και πλατωνικά, καθώς οι ομοιότητες της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού με αυτές τις δυο φιλοσοφίες είναι αδιαμφισβήτητες:
«Η «βασιλεία των ουρανών» είναι μια κατάσταση της καρδιάς – δεν είναι κάτι που θα έρθει «πάνω από τη γη» ή «μετά τον θάνατο». Ολόκληρη η έννοια του φυσικού θανάτου απουσιάζει από το Ευαγγέλιο: ο θάνατος δεν είναι γέφυρα, δεν είναι μετάβαση· απουσιάζει επειδή ανήκει σ’ έναν εντελώς διαφορετικό, ορατό κόσμο, χρήσιμο μόνο στο μέτρο που παρέχει σημεία. Η «ώρα του θανάτου» δεν είναι χριστιανική έννοια – η «ώρα», ο χρόνος, η φυσική ζωή και οι κρίσεις της δεν υπάρχουν για τον δάσκαλο των «χαρμόσυνων ειδήσεων»… Η «Βασιλεία του Θεού» δεν είναι κάτι που περιμένει κανείς· δεν έχει χθες και αύριο, δεν θα ‘ρθει σε «χίλια χρόνια» – είναι μια εμπειρία της καρδιάς· υπάρχει παντού, δεν υπάρχει πουθενά…»
Ο Νίτσε παραδέχεται ότι ο Χριστός μας έδειξε έναν τρόπο να ζούμε. Μάλιστα, όπως πολύ σωστά έχει πει ο Τσάμπερλαιν, ο Χριστός έζησε μέσα στον κόσμο κι όχι έξω από αυτόν όπως ο Βούδας. Ας δούμε όμως αυτό το σημαντικό απόσπασμα:
«Αυτός ο «κομιστής χαρμόσυνων ειδήσεων» πέθανε όπως έζησε, όπως δίδαξε – όχι για να «λυτρώσει τους ανθρώπους», αλλά για να δείξει πώς πρέπει να ζει κανείς. Τούτη η πρακτική είναι ό,τι άφησε κληρονομιά στην ανθρωπότητα: η συμπεριφορά του μπροστά στους δικαστές, μπροστά στους διώκτες, μπροστά στους κατηγορητές και μπροστά σε κάθε λογής συκοφαντία και περιφρόνηση – η συμπεριφορά του πάνω στο σταυρό. Δεν αντιστέκεται, δεν υπερασπίζει το δίκιο του, δεν κάνει ούτε ένα βήμα για να απομακρυνθεί από το χειρότερο· αντίθετα, το προκαλεί. Και παρακαλάει, υποφέρει, αγαπά, μαζί μ’ εκείνους, για εκείνους, που του κάνουν κακό. Να μην αντιστέκεσαι, να μην αποδίδεις ευθύνες σε κανένα… Αλλά και να μην αντιστέκεσαι στο κακό – να το αγαπάς…»
Ο μεγάλος φιλόσοφος θεώρησε τον χριστιανό και τον αναρχικό ως ανθρώπους κοινής καταγωγής θεωρώντας ότι οι χριστιανοί κατέστρεψαν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και για αυτό αποκάλεσε τον Χριστιανισμό «βαμπίρ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Η πραγματικότητα είναι όμως ότι η Ρώμη συνέχισε την αυτοκρατορία της και μάλιστα ισχυρότερη και απαλλαγμένη από την παρακμή και τις διάφορες ανατολικές και αθεϊστικές φιλοσοφίες και την χαλαρότητα των ηθών. Ο εκφυλισμός είχε διαλύσει όλη την αυτοκρατορία, οι αξίες είχαν περιφρονηθεί και οι αρχαίοι θεοί είχαν χάσει την αίγλη τους και είχαν αντικατασταθεί από διάφορες ανατολικές δεισιδαιμονίες, ο αθεϊσμός και ο υλισμός κυριαρχούσαν μαζί με την ομοφυλοφιλία. Ο Χριστιανισμός κήρυξε πόλεμο στο χάος και ο Μέγας Κωνσταντίνος ζωντάνεψε όλη την αυτοκρατορία με μια κοινή ιδέα: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ! Εν τέλει ο Νίτσε τα βάζει με τους Γερμανούς, τον Λούθηρο και τον Προτεσταντισμό:
«Ω, αυτοί οι Γερμανοί, και τι δεν μας έχουν στοιχίσει μέχρι σήμερα ! Εις μάτην, αυτό κατάφεραν πάντα οι Γερμανοί! Η Μεταρρύθμιση, ο Λαίμπνιτς, ο Καντ και η λεγόμενη γερμανική φιλοσοφία, οι πόλεμοι της «Απελευθέρωσης», το Ράιχ – κάθε φορά ένα εις μάτην για κάτι που έχει ήδη επιτευχθεί, για κάτι ανέκκλητο. Ομολογώ πως οι Γερμανοί είναι εχθροί μου: περιφρονώ σε αυτούς κάθε είδος μη καθαρότητος στις ιδέες και στις αξίες, κάθε είδος δειλίας μπροστά σε κάθε έντιμο Ναι ή Όχι. Εδώ και χίλια χρόνια σχεδόν λέρωσαν και ανακάτεψαν ότι άγγιξαν με τα δάχτυλα τους, έχουν βάρος στη συνείδηση τους όλα τα ημίμετρα, όλους τους συμβιβασμούς από τους οποίους υποφέρει η Ευρώπη, έχουν επίσης στη συνείδηση τους το πιο ακάθαρτο είδος χριστιανισμού που υπάρχει, το πιο ανίατο, το πιο αδιάσειστο: τον Προτεσταντισμό. Αν δεν τελειώσουμε με τον χριστιανισμό, αιτία θα είναι οι Γερμανοί.»
Τελικά αυτό που πρέπει να δει κάποιος είναι ότι στο βιβλίο αυτό ο Νίτσε πολεμάει τον πουριτανισμό, την υποκρισία των ιερέων ανεξαρτήτου θρησκείας και εποχής, αφού τα βάζει και με τους παγανιστές, τον προτεσταντισμό των Γερμανών, τους Εβραίους που κήρυξαν την θεολογία γενικότερα, και όλο το σύστημα που στήθηκε επάνω στον βίο και την σταύρωση του Χριστού, δηλαδή ο Χριστιανισμός. Σίγουρο είναι όμως ότι ο Νίτσε αναγνωρίζει την προσωπικότητα του Χριστού, αν και όχι την θεάνθρωπη υπόσταση, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί Αντίχριστος! Το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος! Κι αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση!
Αλέξανδρος Καρράς