
Σεπτέμβρης, πάμε. Ήρθε η ώρα να οδεύσουμε στα χειμαδιά.
Τώρα στη γη του Αμπρούζι οι βοσκοί μου
τις στάνες άφησαν και ξεκινούν στη θάλασσα να φτάσουν.
Κατηφορίζουνε στην Αδριατική την αγριεμένη
και πράσινη σαν τους βοσκούς τους ορεινούς ντυμένη.
Ήπιαν στων Άλπεων τις πηγές χορταστικά
έτσι που η γεύση του νερού του τόπου
να μείνει στων εξορίστων την καρδιά παρηγοριά,
να ξεγελάσει για πολύ τη δίψα τους του δρόμου.
Καινούργια κόψανε κλαδιά από φουντουκιά.
Και κατεβαίνουν απ΄το αρχέτυπο το μονοπάτι στην πεδιάδα
όμοια μ΄ένα χορτάρινο ποτάμι σιωπηλό
στα ίχνη των παληών των πατεράδων.
Ω! η φωνή αυτού που πρωταναγνωρίζει
της θάλασσας το ρίγος !
Τώρα στην άκρη της ακτής βαδίζει το κοπάδι
Ούτ΄ένα φύλλο δεν κουνιέται στον αγέρα
Ο ήλιος χρυσαφίζει το ζωντανό μαλλί τους
έτσι που απ΄την άμμο δεν το ξεχωρίζεις.
Τσαλαβουτήματα στη θάλασσα,χοροπηδήματα,
γλυκειά αντήχηση ψιθύρων.
Αχ ! γιατί δεν βρίσκομαι εκεί, μαζί με τους βοσκούς μου;
Μετάφραση: Χρίστος Γούδης