
Το άρθρο που δημοσιεύουμε σήμερα αποτελεί μια επιθετική και σατιρική κριτική του περιοδικού «Ο Νουμάς». Δημοσιεύτηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1904 επ’ αφορμής του μεγάλου μνημοσύνου για τον Παύλο Μελά που είχε σκοτωθεί στην Μακεδονία. Βλέποντας τα όσα συνέβησαν στο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα την περασμένη Κυριακή, δικαιωνόμαστε απόλυτα για το ότι στην εποχή μας δεν αξίζει να πεθαίνει κανείς. Η πολιτική εκμετάλλευση του αίματος ενός μάρτυρος του έθνους είναι ό,τι αισχρότερο μπορεί να υπάρξει! Πίσω μένουν οι ανάξιοι που προσπαθούν να οικειοποιηθούν το όνομα και τη θυσία του εκλιπόντος και δεν έχουν τίποτα το κοινό σε ιδέες και ήθος με τον θανόντα. Πόσο δικαιώνεται ο Συκουτρής με τα λόγια αυτά: «Αλλ’ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει – και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου…»
Πόση υποκρισία χωράει σε ένα μνημόσυνο ενός Έλληνα που τιμούσε την 28η Οκτωβρίου του 1940 και τον Ιωάννη Μεταξά και ο ίδιος ήταν ένας ευσεβής χριστιανός που προσευχόταν τα βράδια σε ένα μισογκρεμισμένο μοναστήρι του κατεχόμενου χωριού του; Τι δουλειά έχουν στο μνημόσυνό του οι νεοναζί που καθυβρίζουν τους υποστηρικτές του Μεταξά, αλλά και τον ίδιο τον Μεταξά, ενώ καθυβρίζουν την ορθοδοξία ως εβραϊκή αίρεση;
Η οικογένεια του Κατσίφα και οι διοργανωτές του μνημοσύνου έπρεπε να τους απαγορεύουν την παρουσία κι όχι να τους αφήνουν να αμαυρώνουν και να καπηλεύονται την μνήμη ενός αγνού πατριώτη και χριστιανού! Το ίδιο έπρεπε να κάνουν και με τους εκπροσώπους κομμάτων, να τα έχουν ξεκαθαρισμένα όλα αυτά προτού ξεκινήσει το μνημόσυνο, όχι να σπρώχνονται μέσα στην εκκλησία και να φωνάζουν μη σεβόμενοι τον ιερό χώρο του ναού, αλλά και τη μνήμη του νεκρού.
Ακολουθεί το κείμενο του «ΝΟΥΜΑ» προς επίρρωση των ανωτέρω κι ας ελπίσουμε ότι του χρόνου τα πράγματα θα είναι καλύτερα οργανωμένα και στο πνεύμα που απαιτεί η περίσταση.

ΟΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑΔΕΣ
Τώρα ποὺ ξεθύμανε κάπως τὸ κακό, θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε καὶ μεῖς δυὸ λόγια χωρὶς νὰ χαραχτηριστοῦμε προδότες ἀπὸ τοὺς ἀρειμάνιους μνημοσυνάδες.
Δὲν τὸ ἀρνηθήκαμε πὼς ὁ Παῦλος Μελᾶς ἔκαμε τὸ καθῆκον του καὶ δὲν τὸ ἀρνιούμαστε πὼς στὴ χώρ’ αὐτή, ποὺ τὸ καθῆκον τόσο συχνὰ ξεχνιέται, εἶναι ἡρωισμὸς νὰ κάνει κανένας τὸ καθῆκον του. Μὰ δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀρνηθῆτε καὶ λόγου σας πὼς στὴν ἴδια χώρα, στὴ χώρα μας δά, τὸ σοβαρὸ τόσο εὔκολα ξεγλυστράει στὸ γελοῖο, καὶ πὼς εἶναι ἀρρώστεια μας νὰ θέλουμε κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ φανερόνουμε στοὺς ὀχτρούς μας τὶς ἀδυναμίες μας.
Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἡρωικὸ -δὲν τὸ ἀρνιούμαστε- θάνατο τοῦ ἀξιωματικοῦ Μελᾶ. Ἅμα μαθέφτηκε δῶ πὼς ἕνας ἀξιωματικός μας ἄφησε τὸ σπίτι του καὶ τἀγαθά του καὶ πῆγε, δίχως ρεκλάμες καὶ δίχως φασαρίες, νὰ σκοτωθεῖ στὴ Μακεδονία, ὅλοι συγκινηθήκαμε. Μὲ τὸν θάνατό του, εἴπαμε, ξέπλυνε τόσες Ρωμαίϊκες ἁμαρτίες καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἅγιασε τὴ γῆ ποὺ τὴν βρωμίσαμε τόσο, ὡς τώρα, μὲ τὰ λόγια μας καὶ μὲ τοὺς ταρταρινισμούς μας. Τὸ Ἔθνος ἀνακουφίστηκε μὲ τὸ θάνατό του κ’ ἡ ἀνακούφιση αὐτή, ὅσο λιγόστιγμη κι ἂν ἦταν, ἔφτανε πάντα γιὰ μνημόσυνο τίμιο τοῦ ἥρωα.
Ἴσα μὲ δῶ τὸ πρᾶμα εἶναι καὶ μένει σοβαρό. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ὅμως ἀρχίζει νὰ κατρακυλάει μ’ ὁρμὴ ἀκατάσχετη στὸ γελοῖο. Ὁ Ρωμαίϊκος ἀβδηριτισμὸς ἀρχίζει νὰ ὀργιάζει καὶ ὁ θάνατος τοῦ λεβέντη ἀξιωματικοῦ ἀρχίζει νὰ πέφτει στ’ ἄπλυτα χέρια τοῦ εὔκολου πατριωτισμοῦ.
Τὸν εὔκολο αὐτὸ πατριωτισμὸ τὸν ἀντιπροσωπεύουν καὶ τὸν ἐκμεταλλεύονται περίφημα ὅλ’οἱ πατριωτικοὶ ρήτορες κι ὅλ’ οἱ μνημοσυνάδες-ἐκεῖνοι δηλ. ποὺ θαρροῦνε πὼς ἅμα βγάλουνε ἕνα λόγο πατριωτικὸ κι ἅμα πᾶνε σ’ ἕνα πατριωτικὸ μνημόσυνο ἔκαναν τὸ καθῆκόν τους καὶ δὲν ἔχουνε πιὰ καμιὰ ὑποχρέωση ἀπέναντι τῆς πατρίδας, ἀφοῦ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ τῆς προσφέρουν τῆς τὸ προσφέρανε.
Περισσότερο δὲν ἀνοιγόμαστε. Ὅσοι δὲν θέλουνε νὰ νοιώσουν κεῖνο ποὺ κρύβεται στὶς γραμμὲς αὐτές, ἂς μὴ τὸ νοιώσουνε ποτές. Λίγο μᾶς νοιάζει. Ἂς συλλογιστοῦνε μονάχα κι αὐτοί, πὼς Βούλγαροι ἀξιωματικοὶ κάθε λίγο καὶ λιγάκι σκοτώνουνται στὴ Μακεδονία κι ὅμως στὴ Σόφια δὲν ἔγιναν ποτὲ τὰ μασκαραλήκια ποὺ γίνανε δῶ.
Φτάνει τόσο. Γιὰ νὰ κλείσουμε τἄρθρο μας παραθέτουμε κἄτι ποὺ ἀκούσαμε τὴν ἡμέρα τοῦ ἐπιμνημόσυνου πανζουρλισμοῦ καὶ ποὺ τἀφιερώνουμε στοὺς Ρωμιοὺς μνημοσυνάδες.
Κάποιος εἶπε στὸν σύντροφο του, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ κόσμος πατεῖς μὲ πατῶ σε ἔτρεχε στὴ Μητρόπολη γιὰ τὸ μνημόσυνο:
– Ἀντὶ νὰ πηγαίνουνε στὰ Μνημόσυνα, δὲν πηγαίνουνε στὴ Μακεδονία νὰ σκοτωθοῦνε κι αὐτοὶ σὰν τὸν Μελᾶ;
Κι’ ὁ ἄλλος, σὰ Ρωμιὸς βέρος ποὺ δὲ χάνει τὴ φαρμακερὴ κοροϊδεία του καὶ στὶς κρισιμώτερες στιγμές, ἀπάντησε:
– Μ’ ἂν πᾶμε, χριστιανέ μου, ὅλοι στὴ Μακεδονία καὶ σκοτωθοῦμε, ποιοὶ θὰ μείνουμε πίσω νὰ μᾶς κάνουνε τὰ μνημόσυνα; …
