
Γράφει ο Αναστάσιος Άρχος
Το διεθνές σύστημα είναι ο ενιαίος παγκόσμιος γεωγραφικός χώρος στον οποίον δραστηριοποιούνται τα υποκείμενα του διεθνούς πολιτικού, στρατιωτικού και οικονομικού γίγνεσθαι, οι κρατικές οντότητες, οι οποίες κυριαρχούν σε ορισμένη εδαφική επικράτεια, πληθυσμό και έχουν επαρκή ένοπλη ισχύ, ούτως ώστε να είναι σε θέση τόσο να υπερασπίζουν δυναμικά την εδαφική τους ακεραιότητα ανά πάσα στιγμή και έναντι πάσης απειλής, όσο και να δύνανται να επιβάλλουν, δια της ισχύος, την πολιτική τους θέληση σε έναν άλλο δρώντα του διεθνούς συστήματος, με τον οποίον τελούν σε διένεξη.
Σύμφωνα με την νεορεαλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων, το διεθνές σύστημα χαρακτηρίζεται από την απουσία μίας παγκόσμιας υπερκρατικής ρυθμιστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται άναρχο και οι σχέσεις μεταξύ των δρώντων να είναι κατά βάση ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές και όχι συνεργατικές και διεπόμενες από πνέυμα εμπιστοσύνης. Υφίστανται βέβαια υπερεθνικοί θεσμοί (ΝΑΤΟ, ΕΕ) οι οποίοι προωθούν την συνεργασία σε στρατιωτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό επίπεδο, πλην όμως οι θεσμοί αυτοί δεν αναιρούν το γεγονός ότι τα κράτη είναι ορθολογικά υποκείμενα, άκρως ευαίσθητα στο κόστος, και προβαίνουν σε επιλογές στο διεθνές πεδίο, με κριτήριο όχι την αποκόμιση οφελών από όλους τους συμμετέχοντες, αλλά την εξυπηρέτηση ή μη του εθνικού τους συμφέροντος. Ο στόχος των κρατών, ως οργανικών συλλογικών οντοτήτων, είναι η εξασφάλιση της ασφάλειας και της επιβίωσής τους, καθώς και η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής τους ακεραιότητας. Το πλέγμα των διεθνών σχέσεων που βασίζεται στην συνεργασία, μπορεί βραχυπρόθεσμα να δημιουργεί οφέλη για αρκετούς συμμετέχοντες, όμως σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, απορρέει από τις εκάστοτε θελήσεις των ισχυρτοτέρων δρώντων της εποχής και εκφράζει δυσανάλογα τις προτεραιότητες και τις επιδιώξεις τους (π.χ. Σύμφωνο της Βαρσοβίας, όπου η ηγεμονεύουσα δύναμη ΕΣΣΔ χρησιμοποιούσε τα υπόλοιπα κράτη του Συμφώνου ως “γεωστρατηγικό προφυλακτήρα”, προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική της ακεραιότητα έναντι της στρατιωτικής, εμπορικής και οικονομικής επέκτασης των ΗΠΑ), ενώ η καχυποψία για τις προθέσεις των άλλων κρατών αναγκάζει τα κράτη να επικεντρώνονται στις δυνατότητες τους.
Ο γεωγραφικός χώρος του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής είναι ο πλέον σημαντικός γεωπολιτικός και γεωοικονομικός χώρος του κόσμου. Είναι πλούσιος σε ενεργειακά κοιτάσματα (πετρέλαιο και φυσικό αέριο, υδρίτες μεθανίου κτλ), η εκμετάλλευση των οποίων αποτελεί βασικότατο πυλώνα της μακροπρόθεσμης οικονομικής μεγέθυνσης και ευημερίας των πολιτών μίας χώρας, ενώ αποτελεί και θεμελιώδη παγκόσμιο διαμετακομιστικό κόμβο του διεθνούς εμπορίου. Ως εκ τούτου, ανέκαθεν οι διακρατικές διενέξεις και οι πόλεμοι στην περιοχή ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Η ισχύς είναι η ασφαλέστερη εγγύηση επιβίωσης στον χώρο αυτόν, που αποτελεί μήλον της έριδος, όχι μόνον για τα κράτη που βρίσκονται πέριξ αυτού, αλλά και για όλους τους δρώντες του διεθνούς συστήματος, οι οποίοι επιθυμούν να εισδύσουν σε αυτόν στρατιωτικά, οικονομικά και εμπορικά.
Ο σκοπός της Ελλάδας θα πρέπει να είναι η προσπάθεια ενίσχυσης του γεωπολιτικού, γεωστρατηγικού και γεωοικονομικού ρόλου της Χώρας μας, μέσω της εκμετάλλευσης των ευκαιριών που παρουσιάζονται στο διεθνές διπλωματικό, πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και εμπορικό πεδίο. Το σημαντικότερο όμως είναι να καταδικασθούν οι τουρκικές αξιώσεις με πραγματικές πολιτικές, διπλωματικές, στρατιωτικές και οικονομικές πράξεις από τους δρώντες του διεθνούς συστήματος, με τους οποίους η Ελλάδα, σύμφωνα με τα τωρινά διεθνοπολιτικά δεδομένα, θα μπορούσε να οικοδομήσει στερεές συμμαχίες. Ειδικότερα:
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν περάσει από πολλά κύματα τα τελευταία χρόνια και τείνουν να χαρακτηρισθούν από μία τάση ενός αδιαφανούς και όχι άμεσα εκδηλούμενου τουρκικού αναθεωρητισμού στο συμμαχικό πεδίο, με μία ελαφρά επιδίωξη μετατόπισης του τουρκικού γεωπολιτικού βάρους προς την κατεύθυνση της Ρωσίας.Ένα ακόμη σοβαρότατο σημείο επιδείνωσης των τουρκοαμερικανικών σχέσεων ήταν η αναγνώριση της Γενοκοτονίας των Αρμενίων από τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και φυσικά η οριστική αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
Oι σχέσεις Γαλλίας-Τουρκίας έχουν και αυτές υποστεί σημαντικότατα πλήγματα το τελευταίο διάστημα με συνεχείς επιθέσεις εκατέρωθεν μεταξύ των αρχηγών των δύο κρατών, ενδεικτικά ο Ερντογάν κήρυξε πολιτικό και οικονομικό πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, ενώ κατηγόρησε τους ηγέτες των χωρών της Ε.Ε. ως «φασίστες» και «ναζιστές».
Ραγδαία επιδείνωση έχει επέλθει και στις τουρκοισραηλινές σχέσεις. Αφορμή απετέλεσαν τα πρόσφατα γεγονότα κλιμάκωσης των σχέσεων Ισραήλ-Παλαιστίνης και η αμφοτερόπλευρη επιφορά στρατιωτικών χτυπημάτων, μεταξύ άλλων και σε μη στρατιωτικές εγκαταστάσεις. «Είναι η σειρά μας ως μουσουλμάνοι να γίνουμε οι φρουροί της Ιερουσαλήμ», είπε ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος στο συλλαλητήριο, στο οποίο συμμετείχαν περίπου 500 χιλιάδες κόσμος, κρατώντας τουρκικές και παλαιστινιακές σημαίες. Κατάρρευση έχει επισυμβεί και στις σχέσεις Τουρκίας-Αιγύπτου, ήδη από το 2013 με αφορμή την ανατροπή από τον αιγυπτιακό στρατό του προέδρου και ηγέτη της, ακραιφνώς υποστηριζόμενης από την Τουρκία, οργάνωσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Μοχάμεντ Μόρσι.
Τα παραπάνω δεδομένα συνθέτουν ένα αδιάσειστο συμπέρασμα. Την διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας από διεθνείς δρώντες, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η διόλου ευκαταφρόνητη στρατιωτική ισχύς τους. Το πρώτο βήμα που θα πρέπει λοιπόν να κάνει η Ελλάδα, είναι να πείσει τις ΗΠΑ, ως ηγέτιδα δύναμη του ΝΑΤΟ, να εκβάλει, άνευ όρων και υποσημειώσεων, την Τουρκία από το σύμφωνο, εστιάζοντας στον διαχρονικό της ρόλο ως κράτους-τρομοκράτη, που αμφισβητεί ρητορικώς και εμπράκτως κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών της κρατών, έχει δεδηλωμένες τάσεις επεκτατισμού, εργαλειοποιεί ομόθρησκες μειονότητες σε εδάφη χωρών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (Ελλάδα, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία), με σκοπό να προωθήσει προοδευτικά την αποσταθεροποίηση εντός των επικρατειών τους, επιδιώκουσα να καρπωθεί μελλοντικό πολιτικό όφελος. Η Ελλάδα θα πρέπει να πείσει τις ΗΠΑ ότι η Τουρκία είναι ο ορισμός του αφερέγγυου και επιζήμιου εταίρου, η διατήρηση του οποίου εντός της συμμαχίας συνεπάγεται μελλοντικές βλάβες για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Στο γεωπολιτικό κενό που θα προκύψει από την αποχώρηση ενός δρώντος με σημαντική στρατιωτική δύναμη, θα πρέπει να τονισθεί ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αναλάβει τον ρόλο του γεωπολιτικού τοποτηρητή και προωθητή των συμφερόντων της συμμαχίας στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο συνδυασμός στην περίπτωση αυτή των μακροσκοπικών υψηλών στρατηγικών της στρατιωτικής ανάσχεσης-επέκτασης, μέσω της περαιτέρω ισχυροποίησης των Ενόπλων μας Δυνάμεων σε πολλαπλό επίπεδο (εξοπλισμός, τεχνογνωσία, έμψυχο δυναμικό, ηθική και υλική προπαρασκευή κτλ) και της συμμαχίας είναι ιδανικός, καθώς θα μας αναγορεύσει στην αντίληψη των ΗΠΑ ως έναν στρατιωτικά ρωμαλέο στρατηγικό σύμμαχο, η αύξηση του στρατιωτικού δυναμικού του οποίου συνεπάγεται την προώθηση των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ στην περιοχή, χωρίς οι τελευταίες να απαιτείται να απασχολούν μεγάλο όγκο δυνάμεων. Την θέση των μετακινούμενων σε άλλα γεωστρατηγικά θέατρα αμερικανικών μονάδων, όπως πχ στην επιχειρούμενη αυτήν την εποχή μετατόπιση του αμερικανικού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος στην Νοτιοανατολική Ασία, θα λάβουν οι Ελληνικές. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής θα είναι η συγκέντρωση τεράστιας συμμαχικής ένοπλης δύναμης, προσανατολισμένης στην επιφορά στρατηγικού πλήγματος στην Τουρκία, γεγονός που ασφαλώς θα δράσει αποτρεπτικά για τους τουρκικούς μεγαλοϊδεατισμούς.
- Η παραπάνω μικτή μακροσκοπική υψηλή στρατηγική ισχύει και για την περίπτωση της Ελληνογαλλικής συμμαχίας. Εδώ όμως θα πρέπει να δοθεί βάση σε δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Η Γαλλία έκανε προσφάτως σαφές στρατηγικό άνοιγμα προς την Ελλάδα, προτείνοντάς μας, μέσω της εταιρείας Naval Group, την προμήθεια τεσσάρων φρεγατών Belharra με ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα παράδοσης (η πρώτη φρεγάτα θα παραδοθεί στο Π.Ν. στις αρχές του 2025, η δεύτερη το 2027, η τρίτη το 2028 και η τέταρτη το 2029). Οι εκπρόσωποι της εταιρίας πρότειναν την εξέταση σχεδίου ναυπήγησης τριών εκ των τεσσάρων προσφερόμενων φρεγατών στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, καθώς έχουν, όπως είπαν, ήδη έλθει σε επαφή με Έλληνες εφοπλιστικούς παράγοντες, που θα μπορούσαν να αναλάβουν κάποιο από τα ναυπηγεία, ωστόσο διευκρίνισαν ότι η τελική επιλογή ανήκει εκ των πραγμάτων στο ελληνικό Δημόσιο. Η σχετική πρόταση είναι μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία σε διπλό επίπεδο. Το πρώτο είναι η ισχυροποίηση του στρατιωτικού μας δυναμικού και η μετατόπιση του ισοζυγίου στρατιωτικής ισχύος υπέρ της Ελλάδας, καθώς οι φρεγάτες belharra μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην αλλαγή των υφισταμένων συσχετισμών ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο προς όφελος της Χώρας μας, καθιστώντας μας μία στιβαρή περιφεριακή δύναμη, η οποία θα αναλάβει, από κοινού με την Γαλλία, τον προαναφερθέντα ρόλο, του γεωστρατηγικού τοποτηρητή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, καλύπτοντας το κενό ισχύος, το οποίο θα προκύψει από την απομάκρυνση της Τουρκίας. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα που θα μας προσφέρουν οι belharra είναι η δυνατότητα προβολής ισχύος απο πολύ μακρινή απόσταση έναντι νευραλγικών στόχων, κειμένων εντός της τουρκικής ενδοχώρας, χάρη στο κορυφαίο πυραυλικό σύστημα Naval Cruise Missile (NCM), ο οποίος έχει βεληνεκές άνω των 1.000 χιλιομέτρων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ναυπήγηση τριών γαλλικών φρεγατών στην Ελλάδα θα συμβάλλει στην απόκτηση τεχνογνωσίας και επομένως στην προοδευτική στήριξη της στρατηγικής μας για δημιουργία μίας άλκιμης ελληνικής στρατιωτικής βιομηχανίας, η οποία σταδιακά, θα μας απεξαρτεί όλο και περισσότερο από τον εξωτερικό παράγοντα, εις ότι αφορά την προμήθεια οπλικών συστημάτων και εν γένει στρατιωτικού εξοπλισμού.
Ένα συλλογικό σύστημα ασφαλείας χάνει το ήμισυ τουλάχιστον της χρησιμότητάς του, όταν δεν φροντίζει να εξασφαλίζει ασφάλεια και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δομικών στοιχείων, τα οποία αποτελούν οργανικά στοιχεία λειτουργίας των εσωτερικών του μηχανισμών, καθώς έτσι δημιουργούνται φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες προκαλούν διαλυτικές τάσεις εντροπίας και συστημικής ροπής προς την παρακμή και την αταξία. Στις περιπτώσεις αυτές, κρίνεται ότι επιβάλλεται η δημιουργία ενός στερρού γεωπολιτικού συμπλόκου χωρών με αξιοπρόσεκτη στρατιωτική και αεροναυτική ισχύ, προκειμένου να εκτοπίζεται ο “ταραχοποιός”, εφόσον η πολιτική του βούληση δεν είναι δυνατόν να καμφθεί άλλως. Άλλωστε, σε συγκυρίες όπου πολλοί ισχυροί περιφεριακοί δρώντες από κοινού ενωνουν τις θελήσεις τους, αρκεί και μόνον η απειλή χρήσης ένοπλης βίας για την κάμψη της θέλησης της αντίπαλης πλευράς. Η Τουρκία δεν θα αποτολμήσει να ανοίξει μέτωπο με πέντε χώρες, των οποίων η συνδυασμένη στρατιωτική ισχύς θα προβληθεί ή θα απειληθεί να προβληθεί εναντίον στόχων της τουρκικής επικράτειας.
Η επιτυχημένη υψηλή στρατηγική πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προκύπτουν. Η γεωπολιτική συγκυρία που έχει προκύψει είναι ιδανική για την εκμηδένιση του τουρκικού επεκτατισμού. Για πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, ισχυροί στρατιωτικά δρώντες του διεθνούς συστήματος έχουν κάκιστες διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία και η σύμπηξη συμμαχίας μαζί τους, με ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση σύρραξης (αμυντικής και επιθετικής) κρίνεται επιβεβλημένη. Το γεωπολιτικό σύμπλοκο Ελλάδας-Κύπρου-ΗΠΑ-Γαλλίας-Ισραήλ-Αιγύπτου είναι ικανό όχι μόνο να αναχαιτίσει τον τουρκικό αναθρωρητισμό, αλλά και να προωθήσει την επίλυση χρονίων Εθνικών προβλημάτων, τα οποία παραμένουν σε λιμναζόντα ύδατα εδώ και δεκαετίες. Η από κοινού διεξαγωγή μίας συμμαχικής επιχείρησης κεραυνοβόλου πολέμου στην Βόρεια Κύπρο είναι ικανή να αναγκάσει την Τουρκία να αποσύρει δια παντός τις κατοχικές της δυνάμεις από την περιοχή. Η ιστορία άλλωστε έχει καταδείξει ότι η ισχύς δημιουργεί το δίκαιο. Δεν είναι τελεσφόρος ο διάλογος, όταν το έτερο μέρος δεν είναι δεκτικό σε αυτού του είδους τον τρόπο συμβιβασμού των αντιπάλων θελήσεων, με αποτέλεσμα η προσπάθεια οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης να καταλήγει σε επιθετική προώθηση των μαξιμαλιστικών απαιτήσεων της μίας πλευράς. Είναι καιρός η Ελλάδα να εναγκαλισθεί τους δρώντες, οι οποίοι μπορούν να γίνουν υποηστηρικτές των εθνικών μας επιδιώξεων, με συνεκτικό στοιχείο την κοινή βούληση εκμηδένισης της τουρκικής πολιτικής θέλησης και του στρατιωτικού της δυναμικού. Επιβάλλεται άμεσα να ενεργήσουμε ως ορθολογικό, μαχητικό και διεκδικητικό υποκείμενο του διεθνούς γίγνεσθαι, ασκώντας καθ’ ολοκληρίαν τα απονεμόμενα από το διεθνές δίκαιο δικαιώματά μας (ανακήρυξη συνεχόμενης και εφαπτόμενης ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, χάραξη γραμμών βάσης, επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. από τις τελευταίες, έρευνα και εκμετάλλευση των κειμένων εντός των θαλασσίων χώρων πλήρους Ελληνικής κυριαρχίας πλουτοπαραγωγικών μας πηγών, καθόσον η υφαλοκρηπίδα συμπίπτει ως έκταση με την ΑΟΖ και υπάρχει εξ υπαρχής και αυτοδικαίως).
Η προσεκτική και αμερόληπτη, μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις, θεώρηση της εξωτερικής πραγματικότητας, έρχεται να επιβεβαιώσει την θεωρία της υψηλής στρατηγικής πως, η στρατιωτική ισχύς αποτελεί το δραστικότερο μέσο ελέγχου συμπεριφοράς των μονάδων του διεθνούς συστήματος και την ύστατη κύρωση στην διεθνή πολιτική. Οι διεθνείς συνθήκες και το δίκαιο μπορεί να δεσμεύουν άλλες δυνάμεις να σέβονται τα σύνορα ενός κράτους, αλλά δεν ασκούν πραγματική αποτρεπτική ισχύ, καθώς μία συνθήκη, δια της χρήσης ένοπλης βίας, μπορεί να παραβιασθεί. Χαρακτηριστικό είναι το Κυπριακό παράδειγμα, όπου οι Τούρκοι κατέχουν παράνομα έδαφος άλλου κράτους, και παρά τις ρητορικές καταδίκες σε διεθνές θεσμικό επίπεδο, ουδόλλως έχουν αλλάξει τα δεδομένα στην μεγαλόνησο, με τους Τούρκους όχι απλώς να συνεχίζουν την κατοχή, αλλά να προβαίνουν κατά καιρούς σε νέες προκλητικές ενέργειες (δολοφονίες Ισαάκ και Σολωμού, Βαρώσια, ενίσχυση κατοχικών δυνάμεων, δημιουργία αεροπορικής βάσης drone και UAV, επιχειρήσεις με Παλαιστίνιους στα κατεχόμενα κτλ). Οι οικονομικές κυρώσεις από την άλλη, δεν παράγουν απαγορευτικό κόστος, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν φόβητρο και αντικίνητρο για την άσκηση επεκτατικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία μετά τα γεγονότα με τον πάστορα Μπράνσον, οι οποίες κατά κανένα τρόπο δεν την πτόησαν, αντιθέτως δεν την απέτρεψαν από το να αμφισβητήσει έτι περαιτέρω την συμμαχία, προσεγγίζοντας την Ρωσία και αγοράζοντας το αντιαεροπορικό-αντιβαλλιστικό σύστημα S-400.
27. Συμπερασματικά, η παραπάνω γεωπολιτική συγκυρία καθίσταται ιδανική για την ισοπέδωση του πολιτικού, στρατιωτικού και διπλωματικού δυναμικού της Τουρκίας, καθώς και για την επίλυση, με την διεξαγωγή μικρής έκτασης και χρονικής διάρκειας στρατιωτικών επιχρειρήσεων, του χρονίσαντος Κυπριακού προβλήματος, προς όφελος των Εθνικών μας επιδιώξεων. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ έδωσαν το αίμα και τα κόκκαλά τους, περνώντας στο Πάνθεον των Ηρώων, για την Ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα. Ως εκ τούτου, θα ήταν προσβολή στην μνήμη τους ο συμβιβασμός με οτιδήποτε λιγότερο από αυτήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική: 6ος-11ος αιώνας, εκδ. Ποιότητα, Ε’ έκδοση, 2007, κεφάλαιο 1, Θεωρία της Υψηλής Στρατηγικής.
2. Kenneth Waltz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής, εκδ. Ποιότητα, 2011.
3. Ιωάννης Μάζης, Γεώργιος-Αλέξανδρος Σγούρος, Μάρκος Τρούλης, Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος Ελληνοτουρκικού διαλόγου, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήνα, Οκτώβριος 2020 (ένθετο σε ημερήσιο Τύπο).