
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Συνηθίσαμε εμείς οι εθνικιστές να μετράμε τον κόσμο με το εθνικιστόμετρο και να ψάχνουμε τους, κατά δήλωση, εθνικιστές. Ακόμα και στη διανόηση, ακόμα και στην πολιτισμική κληρονομιά μας. Καταντήσαμε μαρξιστές χωρίς Μαρξ, αλλά με νοοτροπία ΚΚΕ. Ποιος είναι ο δικός μας και ποιος δηλώνει πίστη στο «κόμμα». Έχω συναντήσει πολλές φορές αυτή την αντίληψη όταν μιλάω για προσωπικότητες του ελληνικού πνεύματος της σύγχρονης Ελλάδας.
Όταν βάζεις ιδεολογίες πάνω από την εθνικότητά σου, μικραίνεις, γίνεσαι στενόμυαλος, φανατικός και μικραίνεις και το ίδιο το έθνος σου. Έχουν υπάρξει πνεύματα που υπηρέτησαν την Ελλάδα αλλά δεν ανήκαν σε καμία ιδεολογία, δεν στρατεύτηκαν ποτέ και πουθενά. Για τους φανατικούς, για εκείνους δηλαδή που φαντάζονται τον εαυτό τους ως περισσότερο ελληνικώς πιστούς, ένας Ελύτης δεν χωράει στον δικό τους κόσμο.
Θα αρκούσε να γνωρίσουν μία μόνο του φράση για να τον πετάξουν στη χωματερή και να κάψουν τα βιβλία του, να τον χαρίσουν στους αναρχικούς: «Η διχρωμία των καιρών μας – η δεξιά και η αριστερά – καλύπτουν το αληθινό πρόβλημα του ανθρώπου που, βέβαια, βρίσκεται πολύ πιο πέρα απ’ το αν θα φορέσει καλύτερο ή όχι παντελόνι. Κάτι τέτοιο είναι η χειρότερη τυραννία. Προσωπικά, αισθάνομαι να καταπιέζομαι από τις εξουσίες. Αν αυτό είναι αναρχισμός, τότε είμαι αναρχικός. Όχι βέβαια με την έννοια να βάζω μπόμπες. Αλλά να μην ανέχομαι με κανένα τρόπο να με διαθέτουν κατά τη βούλησή τους, χωρίς τη συγκατάθεσή μου, οι τρίτοι, οι άσχετοι, οι σωτήρες. Και αυτό είναι ένα αίσθημα που ολοένα και περισσότερο κυριεύει μερικές συνειδήσεις.» (1980) Τολμούσε επίσης να αναρωτιέται πως γίνεται να απαιτούν αποκλειστικότητα αγάπης για την Ελλάδα οι εθνικόφρονες: «Η αυθαίρετη και ηλίθια στο βάθος διάκριση ανάμεσα σε «εθνικόφρονες» και «προοδευτικούς» μπερδεύει, όπως συνήθως τα πράγματα. Τι πάει να πει δηλαδή; Ότι οι προοδευτικοί δεν αγαπούν τον τόπο τους; Ότι τον αγαπούν μόνο οι εθνικόφρονες που ξέρουμε πολύ καλά ότι ενίοτε τους συμφέρει απλώς να τον αγαπούν; Για ‘μένα η πίστη στον ελληνισμό είναι κάτι άλλο. Συνυφασμένο αναμφισβήτητα με την παράδοση. Αλλά και εδραιωμένο στο παρόν».
Μάλιστα, ένας φανατικός δε θα μπορούσε να αντέξει αυτά τα λόγια του Ελύτη, ούτε θα έμπαινε φυσικά στη διαδικασία να ασχοληθεί περισσότερο μαζί του ή να προσπαθήσει να σκεφτεί γιατί τα λέει αυτά. Θα ήταν αυτόματα αναρχικός άρα και θαμώνας των Εξαρχείων. Έτσι θα σκεφτόταν ο εθνικιστής.
Ένας αναρχικός από την άλλη θα μπορούσε να γνωρίσει και τις υπόλοιπες απόψεις του Ελύτη και θα του κόλλαγε κατευθείαν τη ταμπέλα του ρατσιστή και του σωβινιστή: «έχω το δικαίωμα σαν Έλληνας ν’ ανησυχώ για την ταυτότητά μου» (1978) ή «Συμβαίνει να είμαι όχι συμπτωματικά μόνον αλλά και οργανικά Έλληνας· από την άποψη ότι κατοικώ το ίδιο ανάλλαχτον ομηρικό τοπίο και ότι έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα» ή κι η δήλωση «Σ’ εμένα η πίστη στον Ελληνισμό είναι κάτι άλλο. Συνυφασμένο αναμφισβήτητα με την παράδοση. Αλλά κι εδραιωμένο στο παρόν. Πιστεύω πως ο μικρός λαός που είμαστε και οι άλλοι μικροί λαοί- δεν είναι το ίδιο πράγμα». Διακρίσεις εθνικές, αρχαία φυλετική σύνδεση απευθείας με τον Πλάτωνα και δέσιμο με την ίδια γη διαχρονικά. Για κάθε αναρχικό ή αντίφα ο Ελύτης θα άξιζε μια κρεμάλα διότι υπήρξε μια «φασιστική κουφάλα».
Ένας νεοναζί όμως θα μισούσε αμέσως τον Ελύτη για μια άλλη δήλωσή του σε μια ισπανική εφημερίδα το 1980, όπου πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού: «Στο μέτωπο κατάλαβα τι θα πει να αγωνίζεσαι μαζί και εναντίον, και ενδεχομένως να σκοτώνεις άτομα που νιώθουν ίδια με εσένα. Γιατί εγώ τους Ιταλούς δεν τους μισούσα. Εγώ ήμουν εναντίον του φασισμού. Φυσικά, ο πόλεμος άσκησε βαθιά επίδραση στη ποίησή μου και έγινε κεντρικό θέμα ορισμένων ποιημάτων, κυρίως στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό τη Αλβανίας και έπειτα στο «Άξιον Εστί.»
Ένας χουντικός θα απέρριπτε επίσης τον Ελύτη γιατί δήλωνε πως η επταετία τον τρόμαξε και πως ήταν η πιο σκληρή δικτατορία, χειρότερη από του Μεταξά.
Ένας μαρξιστής θα εξαγριωνόταν με την δήλωση του Ελύτη που αφαιρεί την κηδεμονία των αδυνάμων από την αριστερά: «Δεν πίστεψα ποτέ ότι η άκρα Αριστερά είναι η μόνη που έχει τίτλους να επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη». Σε συνδυασμό φυσικά με το ότι διάβαζε τα βιβλία του Δραγούμη και του Περικλή Γιαννόπουλου που, όπως έγραψε ο ίδιος του τα σύστησαν φίλοι του εθνικιστές συνάδελφοι, και αποδεχόταν «το αιώνιο και το υγιές που έκλειναν οι απόψεις τους», ο Ελύτης θα εισέπραττε την μήνιδα του κνίτη.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία εξίσου φανατική κι απόλυτη, είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν φραγκέψει και θεωρούν όλα τα φράγκικα καλύτερα. Κι αυτοί λοιπόν θα εχθρεύονταν τον σπουδαίο ποιητή επειδή εκείνος αρνείτο τη δυτική επιρροή και δε λησμονούσε τις συμφορές που προξένησαν εις βάρος του έθνους μας οι φράγκοι: «Είμαστε γεμάτοι ελαττώματα, σύμφωνοι, έχουμε όμως κοντά στα πολλά πλην και ένα συν απέναντι στους άλλους, που είναι μοναδικό. Οι ξένοι το καταλαβαίνουν περισσότερο από ‘μας τους ίδιους. Γι’ αυτό και ή μας ζηλεύουν, όπως οι γείτονές μας, ή μας φοβούνται και δεν εννοούν να μας αφήσουν να σηκώσουμε κεφάλι, όπως απαξάπαντες οι δυτικοί. Το έδειξαν με την αισχρή στάση τους απέναντί μας και στα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας και στις μέρες μας με την Κύπρο. Αφήνω ότι η ιστορία αυτή είναι βαθύτερη κι άμα την ξεσκαλίσεις, θα φτάσεις ως τις Σταυροφορίες και ως το Σχίσμα. Μόνιμη επιδίωξη της Δύσης ανέκαθεν ήταν να μας χωρέσει τα δύο πόδια στα δικά της παπούτσια. Και να που το καταφέρνει στις μέρες μας. Από ‘δω κι εμπρός θα περπατάμε με το ένα πόδι στην ΕΟΚ και με το άλλο στο ΝΑΤΟ.»
Αναγνώριζε επίσης την ανατολική πλευρά του Έλληνα και δεν παρέλειπε ποτέ να την τονίζει, να την υπενθυμίζει και να την διαφυλάττει και να κάνει τη διάκριση Ελλάδας και Δύσης: «Βεβαίως, εμείς οι Έλληνες ανήκουμε πολιτικά στη Δύση. Είμαστε μέρος της Ευρώπης, μέρος του δυτικού κόσμου, αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα ουδέποτε ήταν μονάχα αυτό. Υπήρχε πάντοτε η ανατολική μεριά που κατείχε μια σημαντική θέση στο ελληνικό πνεύμα. Οι ανατολικές αξίες αφομοιώθηκαν στη διάρκεια της αρχαιότητας. Στον Έλληνα υπάρχει μια πλευρά Ανατολής που δεν θα ‘πρεπε να παραμελείται».
Χρησιμοποίησε ένα στίχο του μια φορά για να δηλώσει σε μια συνέντευξη την ελευθερία του πνεύματός του και το αδέσμευτο του ποιητή: «Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά. Το έργο μου, για να πραγματοποιηθεί, απαιτεί ανεξαρτησία κινήσεων. Μια ζωή ελεύθερη κοινωνικά και ερωτικά».
Πως είδε την Ελλάδα ο Ελύτης; Το δήλωσε ο ίδιος: «Την Ελλάδα δεν την είδα ποτέ σαν ένας εθνικιστής, αλλά ως πηγή της γλώσσας που χειρίζομαι από το ένα μέρος, και από το άλλο ως παρακαταθήκη μοναδικών εμπειριών σε πλήρη συστοιχία με τα όνειρά μου. Το δίδαγμα που έβρισκα να μου δίνεται, ξεπερνά και τα γεωγραφικά και τα ιστορικά της όρια και φτάνει να θέτει υπό αμφισβήτηση τη σημερινή της πραγματικότητα και, κατ’ επέκτασιν, ολόκληρη τη δυτική – δυτική, με την πολιτιστική και όχι με την πολιτική σημασία του όρου».
Κάποτε ρωτήθηκε αν καταδίκαζε την ένταξη σε παρατάξεις και κόμματα: Αποκρίθηκε ως εξής: «Δεν καταδικάζω τίποτα. Δεν έχω το δικαίωμα. Έχω μόνο τις πεποιθήσεις μου. Και τι να κάνω, όταν δεν υπάρχει καμιά παράταξη που να αντιπροσωπεύει τις πεποιθήσεις μου; Αφήστε ότι για έναν ποιητή αυτό μου φαίνεται αδιανόητο. Φαντάζεστε έναν Σολωμό να ανήκει σε παράταξη; Ο ποιητής ανήκει σ’ ολόκληρη τη χώρα του και σ’ ολόκληρο το λαό του».
Ο Ελύτης είχε δίκιο. Σε όλα. Ο Δραγούμης έλεγε πως ό,τι κάνει κάποιος ανεβάζει τον ίδιο και εν τέλει το έθνος του, όλα τα ατομικά έργα που αποκτούν αξία και αναγνώριση διεθνή στο τέλος ωφελούν το έθνος και ανήκουν σε αυτό. Ο Ελύτης πήρε βραβείο Νόμπελ. Κάθε ενεργητικός άνθρωπος είναι εθνικιστής ακόμα κι αν δεν το ξέρει, είπε ο Ίων Δραγούμης. Ποιος από εμάς είναι πιο εθνικιστής από τον Ελύτη, αν λάβουμε υπόψη μας τα λόγια του Δραγούμη, δηλαδή, ποιος έχει πετύχει σήμερα, εξαιρουμένων των αθλητών, να δοξάσει διεθνώς την Ελλάδα σαν ένας Ελύτης; «Όντας στον ελάχιστο βαθμό ποιητικός, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ποίηση, με τον ίδιο τρόπο που, όντας στον ελάχιστο βαθμό «πατριώτης», αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα […] Ήταν η αγωγή η ποιητική που είχε σημασία. Ένα αναπάντεχο Σχολείο αντίστροφης, για τ’ άλλα Σχολεία, πατριδογνωσίας. Και από τη στιγμή εκείνη ένιωσα να είμαι Έλληνας…».
Ας σκεφτούμε το παράδειγμα του Ελύτη, ας γίνουμε δημιουργικοί, ας επιλέξουμε την αυτοεξέλιξη ως δράση εθνική κι ας προσφέρουμε το άτομό μας στη δόξα του έθνους μας. Ας πάψουμε να ψάχνουμε τους «δικούς» μας προκειμένου να νιώσουμε πολλοί και να ικανοποιήσουμε έτσι την φιλαυτία μας για τα πιστεύω μας, με την ανούσια και βλάκώδη αντίληψη ότι, αφού κι κι ένας μεγάλος και καταξιωμένος δήλωνε τα ίδια πιστεύω με εμάς, άρα έχουν αξία όσα πιστεύουμε κι είμαστε πολιτικά ανώτεροι των άλλων. «Όταν με κατατάσσουν στους νασιοναλιστές με μικραίνουν, με κάνουν κομμτάρχη κι εγώ κομματάρχης δεν είμαι», δήλωνε ο Ίων Δραγούμης. Στο ερώτημα μάλιστα αν ήταν εθνικιστής ή κοινωνιστής απαντούσε: «Όλα αυτά, μα προπάντων άνθρωπος». Και να θυμόμαστε πάντα τα λόγια του: ό,τι είμαστε, είμαστε μονάχα μέσα στο έθνος μας! Ίσως έτσι κοιμηθούμε μια μέρα και όταν ξυπνήσουμε τα πουλιά θα κελαηδούν ελληνικά και νικητήρια, όπως επιθυμούσε ο νομπελίστας ποιητής μας. Που σημαίνει ότι θα έχουμε βρει την ταυτότητά μας.
Στο σημείο αυτό γεννάται η ανάγκη να τεθεί ένα ερώτημα: Θα έπρεπε εμείς οι εθνικιστές να διαγράψουμε τον Ελύτη από τα κιτάπια του έθνους μας επειδή συνεργάστηκε με τον αριστερό Μίκη Θεοδωράκη για τη μελοποίηση του έργου «Άξιον εστί», το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ; Αν η απάντηση είναι καταφατική τότε κάποιοι επιθυμούν έναν εθνικισμό κομματικό, μικρόνοο και πνευματικώς πένητα. Μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου χάριν της κομματικής και ιδεολογικής θεωρίας!