
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Ο Ίων Δραγούμης υποστήριζε ότι οι Έλληνες έπρεπε να φτιάξουν τον πολιτισμό τους, έναν νέο πολιτισμό σύμφωνο με το παρελθόν τους αλλά χωρίς να το μιμούνται. Να συνθέσουν απλώς τα καλύτερα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και του βυζαντινού. Άλλωστε, γνωρίζουμε πολύ καλά πως υποστήριζε ότι ο σκοπός των εθνών είναι να δημιουργούν πολιτισμό κι ότι ο καλύτερος πολιτισμός έπρεπε μετά να επιβληθεί στους άλλους. Αξίζεινα δούμε τι έγραψε στο βιβλίο «Ελληνικός Πολιτισμός»:
«Ὡς τόσο τί εἶναι ἐκεῖνο, ἐξὸν ἀπὸ τὸ κράτος του, ποὺ ἔχει νὰ δημιουργήσει τὸ ἔθνος, ὁ μόνος δημιουργός; Ποιὸς εἶναι τῶν ἐθνῶν ὁ σκοπὸς ὁ τελικός, πές τον προορισμό, πές τον ἀποστολή, πές τον ἀνάγκη; Ὁ π ο λ ι τ ι σ μ ό ς !
Νά ἔργο ἄξιο γιὰ τὰ ἔθνη, ἔργο ἀνθρωπιστικό, ἔργο ἀληθινὰ ἀνθρώπινο. Νά ἡ δικαιολογία τῶν ἐθνῶν. Νά πῶς τὰ ἔθνη εἶναι χρήσιμα στὴν ἀνθρωπότητα. Νὰ πῶς ξεπερνοῦν τὰ σύνορά τους, ξεχειλίζουν, πλαταίνουν, ὑψόνονται, γεμίζουν καὶ καταχτοῦν τὸν κόσμο. Νά πῶς εἶναι ὄμορφα τὰ ἔθνη, καὶ νὰ ποῦ ἔσφαλε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Κάρολος Μὰρξ πολεμώντας τὰ ἔθνη. Τοῦ ἔθνους τὸ ἄνθισμα καὶ ὁ καρπὸς ὁ ὡραῖος εἶναι ὁ πολιτισμός. Δὲν εἶναι σωστὰ σωστὰ σκοπός του τὸ ἄνθισμα, παρὰ ἀνάγκη. Ἔτσι καὶ ἡ γυναίκα γεννάει καὶ τὸ φυτὸ ἀνθοβολεῖ καὶ καρποφορεῖ. Λὲς καὶ νὰ πόθησαν τὰ κρόδια τὴν ἴδια τὴ γέννησή τους, λὲς καὶ νὰ ἀνάγκασαν μὲ τὸν καϋμό τους τὰ δέντρα νὰ ὑψωθοῦν ὡς στὴν ἀνθισή τοὺς καὶ τὴν καρποφορία.
Πολιτισμοὺς γεννοῦν τὰ ἔθνη καὶ αὐτὰ μονάχα. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξιοσύνη τους ἡ μεγάλη. Ὅσα δείχνονται ἄξια νὰ γεννοῦν πολιτισμοὺς εἶναι σημαντικὰ στὸν κόσμο, ἀξίζουν νὰ ζοῦν καὶ νὰ προκόβουν. Τὰ ἄλλα χρησιμεύουν μονάχα γιὰ δοῦλοι, γιὰ ὄργανα, γιὰ πάτημα, εἶναι οἱ σκλάβοι τῶν πολιτισμένων, τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν τους γιὰ νὰ ἀνεβοῦν αὐτά.
Δὲ φτάνει ὅμως νὰ εἶναι ἕνα ἔθνος πολιτισμένο, πρέπει κιόλα νὰ εἶναι πολιτισμένο ἀπὸ δικό του πολιτισμό.»
Ομοίως, ο Ιωάννης Μεταξάς έθεσε το όραμα του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού επάνω στις βάσεις που νωρίτερα υποστήριζε ο Δραγούμης. Στην Ιταλία του Μεσοπολέμου ο Μουσολίνι επικαλείτο συχνά το αρχαίο ρωμαϊκό ιδεώδες του πολιτισμού και μάλιστα για να περιφρονήσει τον ανύπαρκτο πολιτισμό των Γερμανών της αρχαιότητας. Αρκεί να θυμίσω ότι το 1934 με περισσή περιφρόνηση και χλεύη ανέφερε:
«Τριάντα αιώνες ιστορίας μας επιτρέπουν να κοιτάζουμε αφ’ υψηλού και με ηγεμονικό οίκτο, κάποια δόγματα που προέρχονται πέρα από τις Άλπεις, που τα υποστηρίζουν οι επίγονοι αναλφάβητων λαών που αγνοούσαν τη γραφή, με την οποία δύναται κάποιος να διαβιβάσει τα συμβάντα της ζωής στους μεταγενέστερους, σε μια εποχή που η Ρώμη είχε Ιούλιο Καίσαρα, Βιργίλιο, Οκταβιανό Αύγουστο.»
Από την άλλη, οι Γερμανοί του Μεσοπολέμου υπερηφανεύονταν για το άριο αίμα τους με το οποίο προπαγάνδιζαν ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους φυλετικά κι ότι λόγω του ανώτερου αίματος μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν ανώτερο πολιτισμό στο μέλλον. Μάλιστα έφταναν στο σημείο να παρουσιάζουν τα έργα του παρελθόντος ως επιτεύγματα των δικών τους προγόνων, ακόμα και στην Ελλάδα και της Ρώμης της αρχαιότητας, υποστηρίζοντας ότι δημιουργήθηκαν από ανθρώπους νορδικής καταγωγής. Πρόκειται φυσικά για μια άθλια προπαγάνδα που στόχο είχε να καπηλευτεί τους πολιτισμούς των πραγματικά πολιτισμένων κι εμμέσως εκδηλωνόταν το κόμπλεξ των Γερμανών για όσα τους κατηγορούσε ο κόσμος και ο Μουσολίνι. Δηλαδή ότι ήταν απολίτιστοι και βάρβαροι κατά το αρχαίο παρελθόν.
Οι αρχαίοι Έλληνες γνωρίζουμε άριστα ότι περηφανεύονταν για τον πολιτισμό τους και όλους τους άλλους λαούς τους θεωρούσαν κατώτερους, χαρακτηρίζοντάς τους βαρβάρους. Ομοίως, οι Αθηναίοι κι οι Σπαρτιάτες περηφανεύονταν για τις πόλεις τους, οι μεν για τη φιλοσοφία και την τέχνη κι οι δε για τους χρηστούς νόμους που προάσπιζαν την ελευθερία τους. Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και την περηφάνεια των Εβραίων που πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι όλων των άλλων λαών, επειδή οι ίδιοι θεωρούν εαυτούς ως τον αγαπημένο λαό του ενός και μοναδικού Θεού.
Όλα αυτά ανέκαθεν δημιουργούσαν το αίσθημα ανωτερότητας του ενός λαού προς τον άλλο, ένα αίσθημα περιφρόνησης και απαξίωσης. Όταν ο Γκουντενχόβ Καλλέργι ξεκίνησε τον αγώνα για την ένωση της Ευρώπης, υποστήριξε ότι οι έχθρες που βασίζονταν στην πολιτισμική υπερηφάνεια θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την μετάφραση των σπουδαίων συγγραφέων και ποιητών του εκάστοτε έθνους. Με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι κάθε έθνους θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τα μεγάλα έργα και άλλων λαών κι έτσι δε θα θαύμαζαν μόνο τα δικά τους έργα.
Δε μπορώ να παραβλέψω εδώ ότι ο Κωστής Παλαμάς αντέδρασε εθνικιστικά απέναντι στον Λοτί, όταν ο Γάλλος συγγραφέας μίλησε αρνητικά για την ελληνική λογοτεχνία. Στη Σοφία Σπανούδη, ο Παλαμάς, μίλησε ως εξής: «Μα είναι άξιοι λόγου οι συγγραφείς αυτοί που αναφέρετε; Τον Λοτί βέβαια δεν μπορούσε κανείς να μην το λογαριάση. Αυτός με είχε κάνει να οργισθώ κάποτε πολύ εναντίον του. Και σ’ ένα μου δημοσίευμα στο «Εμπρός» τον είχα βρίσει σαν παληάνθρωπο. Έθεσα κατά μέρος όλο μου το θαυμασμό για το λογοτέχνη. Τι τα θέλετε… Ο πατριωτισμός μας είναι έμφυτος. Κι εγώ είμαι εθνικιστής, βέβαια εθνικιστής, είμαι ένας πατριδολάτρης…»
Ο εθνικισμός, λοιπόν, ήταν ανέκαθεν πολιτισμικό φαινόμενο. Κι αυτό σύμφωνα με την ψυχανάλυση και τον Sigmund Freud είναι ένα φαινόμενο ναρκισσιστικής φύσης. Στο βιβλίο του με τίτλο «Το μέλλον μιας αυταπάτης» το αναλύει ως εξής:
«Η ικανοποίηση που χαρίζει το ιδεώδες στα μέλη του πολιτισμού είναι λοιπόν ναρκισσιστικής φύσης, στηρίζεται στην περηφάνεια για το επίτευγμα που μόλις έχει εκπληρωθεί. Για να ολοκληρωθεί αυτή η ικανοποίηση χρειάζεται τη σύγκριση με άλλους πολιτισμούς, που έχουν καταπιαστεί με άλλα επιτεύγματα και έχουν αναπτύξει διαφορετικά ιδεώδη. Δυνάμει αυτών των διαφορών, κάθε πολιτισμός κατοχυρώνει το δικαίωμα να υποτιμά τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο τα πολιτισμικά ιδεώδη γίνονται αφορμή για διχασμό και εχθρότητα ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτισμικές σφαίρες, κάτι που γίνεται σαφέστατο στις σχέσεις μεταξύ των εθνών.
Η ναρκισσιστική ικανοποίηση από το πολιτισμικό ιδεώδες ανήκει επίσης σε εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες αντιτίθενται επιτυχώς στην εχθρότητα απέναντι στον πολιτισμό στο εσωτερικό μιας πολιτισμικής σφαίρας. Μπορούν να συμμετέχουν σε αυτήν όχι μόνο οι ευνοημένες τάξεις που απολαμβάνουν τις ευεργεσίες αυτού του πολιτισμού αλλά και οι καταπιεσμένοι, καθώς το δικαίωμα να περιφρονούν τους τρίτους τους αποζημιώνει για τα δεινά στη δική τους σφαίρα. Μπορεί να είναι μεν κανείς ένας άθλιος πληβείος, ταλαιπωρημένος από τα βάρη και τις υπηρεσίες πιυ προσέφερε στον πόλεμο, αλλά από την άλλη είναι και Ρωμαίος, έχει το μερίδιό του στο έργο της κατάκτησης άλλων εθνών και της επιβολής νόμων σε αυτούς. Αυτή η ταύτιση των καταπιεσμένων με την τάξη που τους εξουσιάζει και τους εκμεταλλεύεται είναι όμως μονάχα ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου συσχετισμού. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι συναισθηματικά δεμένοι με τους ηγέτες τους και, παρά την εχθρότητα, να αναγνωρίζουν τα ιδεώδη τους.»
Γίνεται απολύτως κατανοητό ότι ο εθνικισμός είναι ναρκισσισμός. Κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Ο ναρκισσισμός ωθεί στην δημιουργία, στην εξέλιξη, στη θέληση να πλάσεις κάτι ανώτερο, να γίνεις ανώτερος, καλύτερος, να ξεπεράσεις τους άλλους. Ο ναρκισσισμός των Αθηναίων γέννησε τον Παρθενώνα. Γενικότερα, ο ναρκισσισμός των Ελλήνων γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έναν θεσμό όπου υμνούνταν το κάλλος και η δύναμη. Ο ναρκισσισμός των Ελλήνων αποτυπώθηκε στα αγάλματα των θεών τους. Ο ναρκισσισμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων κατέκτησε την Ασία. Ο ναρκισσισμός των Ρωμαίων δημιούργησε την Pax Romana. Ο Ιούλιος Καίσαρας συνειδητοποίησε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πετύχει τόσα πολλά σε μικρή ηλικία και αναγνώρισε τον ίδιο ναρκισσισμό και σε αυτόν ως εξής:
«Όταν έφτασα στον τάφο του, που είναι φτιαγμένος από κόκκινο μάρμαρο, έδωσα εντολή να σηκώσουν τη βαριά πλάκα και αντίκρισα το είδωλό μου, που έμοιαζε με άγαλμα του Λυσίππου, γεμάτος θαυμασμό και δέος. Ήμουν τότε ακριβώς 33 ετών, στην ηλικία που πέθανε ο Αλέξανδρος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την όψη του. Ο Μεγάλος αυτός άνδρας, χωρίς γένια, έμοιαζε να χαμογελάει, ένα χαμόγελο ικανοποίησης που έδειχνε ότι γνώριζε καλά τι είχε καταφέρει, περήφανος και συνειδητοποιημένος, ναι, ακόμη και αυτάρεσκος και ανώτερος. Με αυτό το χαμόγελο πεθαίνει μόνο ένας άντρας που έχει κόψει με το σπαθί του το γόρδιο δεσμό, αντί να ψάχνει να βρει την αρχή και το τέλος του σχοινιού, ένας άντρας που πηγαίνει στην έρημο να βρει τον Άμμωνα Δία για να επιβεβαιώσει τη θεϊκή καταγωγή του και το δικαίωμα της εξουσίας, ένας άντρας που ουσιαστικά δεν γνώριζε κανέναν αντίπαλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Τότε δεν ήθελα τίποτα περισσότερο παρά να πεθάνω κι εγώ κάποια στιγμή σε τον Μεγάλο Μακεδόνα- με ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μου.»
Επί της ουσίας, στους νάρκισσους όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας χρωστάμε τα μεγάλα έργα του πολιτισμού. Ο ίδιος ο Ίων Δραγούμης έλεγε άλλωστε ότι χρησιμοποιούσε την πολιτική μόνο για επιβεβαίωση του εαυτού του και χαρακτήριζε τον εαυτό του «νάρκισσο». Και να πως ανέλυε ο ίδιος τον εαυτό του στις 25 Μαρτίου του 1919 στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Περιφρονώ πάρα πολύ εύκολα έναν άνθρωπο που διαφέρει από μένα., και του δείχνω την περιφρόνησή μου ή μιλώ για αυτόν στους άλλους περιφρονητικά.έχω πάρα πολύ ιδέα του εαυτού μου και πάρα πολύ λίγη των άλλων. Στραβό κι ανάποδο! Γι’ αυτό και πολλοί με μισούν με παίρνουν για περήφανο (εχτός εκείνοι που με ξέρουν, και με παίρνουν για παράξενο κι original) μ’ έχουν απότομο κι αποκρουστικό».
Ας κοιτάξει κάποιος τα μεγάλα έργα που έκανε ο Μουσολίνι κατά την περίοδο της δικτατορίας του. Ό,τι δημιούργησε ήταν προϊόν ναρκισσισμού. Για να μείνει αθάνατο το δικό του όνομα και για όσο ζούσε να υπερηφανεύεται για το δικό του έθνος και τον πολιτισμό του. Ήταν το παράδειγμα του Περικλή και του Οκταβιανού Αύγουστου που ακολούθησε.