
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα Τρίτη, δόθηκε η τελευταία μάχη για την υπεράσπιση της Αυτοκρατορίας, για την Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος Αυτοκράτοράς μας αντιστάθηκε με λίγους άνδρες πολεμώντας στα τείχη της Πόλης. Κι εκεί έπεσε. Κι αυτή του η επιλογή, αυτή του η πράξη χάραξε στη μνήμη και στην καρδιά των Ελλήνων τον μύθο της επιστροφής του. Και στο λαϊκό τραγούδι αποτυπώθηκε πολλάκις. Ξανά και ξανά. Ο άνδρας αυτός απάντησε στον Μωάμεθ τον Β’ τα εξής: «Τὸ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι οὐτ᾿ ἐμόν ἐστιν οὐτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Οι τελευταίοι πολεμιστές δεν κρύφτηκαν στα ράσα και στο μοναστήρια προσμένωντας την αιώνια ζωή και τη συγχώρεση, το άνοιγμα της πύλης του Παραδείσου. Στάθηκαν όρθιοι ανοίγοντας τις πύλες του Θανάτου. Κι αντί για τις προσευχές είχαν το ανάθεμα του Γεννάδιου. Κι η Δύση εκώφευε όσες εκκλήσεις και διαπραγματεύσεις κι αν είχε κάνει ο τελευταίος Βασιλιάς. Η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Πρώτα οι Φράγκοι έριξαν την Πόλη άλλωστε.
Σε εκείνη την τελευταία ομιλία του ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήξερε την κληρονομιά που θα άφηνε ο ηρωισμός του για το μέλλον λέγοντας: «…κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται». Κι ο Κολοκοτρώνης θα απαντούσε σε έναν Άγγλο μετά από 400 χρόνια περίπου:
«Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» – «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον.»
Έτσι ενέπνευσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κι όλη την επαναστατημένη Ελλάδα το παράδειγμα της ανδρείας του Παλαιολόγου. Γιατί η ανδρεία κι η αυτοθυσία του έγιναν μύθος. Κι ο μύθος πάντα αφήνει τον πόθο για να ακολουθήσεις σε κάποια κατάλληλη ιστορική στιγμή το ηθικό του δίδαγμα. Γιατί ο μύθος εμπνέει και διδάσκει. Και διαμορφώνει χαρακτήρα. Ζει μέσα σου ο μύθος. Κι ο μύθος του Παλαιολόγου ζει ακόμα έστω κι αν δεν έχουμε διδαχτεί πολλά για την ιστορία μας την βυζαντινή. Πόσο αληθινά τα λόγια του Δραγούμη, πόσο γεμάτα καημό και οργή θα μπορούσαμε να πούμε για την παιδεία του κράτους που αποκρύπτει την πιο κοντινή προγονική μας σχέση στην μακρόχρονη ηρωική Ιστορία μας; Ας τα θυμηθούμε λοιπόν:
«Τι να πρωτοθυμηθώ στον Ιππόδρομο; Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου. Όταν ξέπεφτε το κράτος και ο Ιππόδρομος, βασίλευαν οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι και ήταν οι ελληνικότεροι από τους βασιλιάδες. Πολεμούσαν, οι άτυχοι, πολεμούσαν να βαστάξουν κάτι, κοίταζαν να βρουν αλλού βοήθεια, και Φράγκοι να γίνουν ίσως για να σώσουν το κράτος θέλησαν, την αδυναμία τους την έβλεπαν, τη δύναμη την ένοιωθαν, και τίποτε δεν έκαναν. Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.»
Ο Γεώργιος Βιζυηνός συμβόλισε σε ένα ποίημά του με τρόπο συγκινητικό και συνάμα αισιόδοξο, την παλαιά γενιά που απαντά και ορμηνεύει τη νέα που λαχταρά την μεγάλη επιστροφή στην Πόλη και την Αγιά Σοφιά. Και δεν μπορούμε να το παραλείψουμε όταν μιλάμε για τον μύθο που κληρονομείται από γενιά σε γενιά κι όταν αυτός ο μύθος, του Κωνσταντίνου Δραγάτση Παλαιολόγου, έχει παρερμηνευθεί τόσο και τόσο πολύ και τον έχουν εκμεταλλευτεί διάφοροι πατριδοκάπηλοι και υποκριτές θρησκόληπτοι:
– Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
– Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
– Ἀπέθανε, γιαγιά;
– Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
– Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
– Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
– Πότε, γιαγιά μου, πότε;
-Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
«Όταν τρανέψης γιόκα μου» είναι τα λόγια που πρέπει να μείνουν χαραγμένα στην ψυχή μας από το ποίημα αυτό του Βιζυηνού. Χωρίς μοιρολατρείες και προσμονή θαυμάτων και εκπλήρωση προφητειών. Οι προφητείες εκπληρώνονται μόνο από τις πράξεις και τη θέληση για κάτι πραγματικά μεγάλο. Και ποιο ήταν το πρώτο αξίωμα στον Ζαρατούστρα του Νίτσε; «Πρέπει να θέλουμε να γίνουμε δυνατοί αλλιώς δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ». Να τρανέψουμε δηλαδή. Να θέλουμε όμως, αλλιώς δε θα γίνουμε ποτέ τρανοί. Και σε απόλυτη ευθυγράμμιση ο Δραγούμης βρίσκει το νόημα σε κούφια λόγια που πολλοί λένε αλλά λίγοι εννοούν και πιστεύουν:
«Είναι σκληρή η ιδέα πως χάνεται η Πόλη, αλλά δε με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο, όσο η γνώση πως είτε έχουμε είτε δεν έχουμε την Πόλη, είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κακομοιριασμένοι, κοιμισμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις «Να πάρουμε την Πόλη», είναι σύμβολο, που δεν σημαίνει «Να ξαναφτειάσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορία», αλλά «Να είμαστε δυνατοί». Πρέπει να νοιώθω την Πόλη, όπως πρέπει να νοιώθω την αρχαία Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες, ούτε Βυζαντινοί. Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.»
Και εδώ και χρόνια έχουμε κουραστεί να ακούμε ότι ξυπνάει ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, ότι βγήκε το σπαθί από τη θήκη του, λόγια γεμάτα απάτη που καθησυχάζουν τον απογοητευμένο και καταρακωμένο λαό μας. Όχι! Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς δεν είναι ούτε ο Ιωάννης ο Βατάτζης ούτε ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης Παλαιολόγος. Την απάντηση σε όλες αυτές τις ανοησίες την έχει δώσει ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Μάθετε λοιπόν:
«Ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι η αθανασία της Πατρίδας. Τα ιδανικά που ζούνε τους λαούς, κάθε λογής, απλά, περίπλοκα, χτεσινά, πανάρχαια, αισθήματα, προβλήματα, πράγματα, πρόσωπα, σύμβολα, δεν πεθαίνουν. Κοιμούνται. Πάντα είναι επιδεκτικά ενός ξυπνήματος»