
Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Ἰ. Τσοπάνης, Διδάκτωρ Ἱστορίας καὶ Φιλοσοφίας τῶν Θρησκειῶν στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βουκουρεστίου
Ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου «Μιρτσέα Ἐλιάντε καὶ Σιδηρὰ Φρουρά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νέα Γενεά.
Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὰ κείμενα καί, κατ’ ἐπέκτασίν, τὴ σκέψη τοῦ Mircea Eliade ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῶν φοιτητικῶν μου χρόνων, ὅταν ξεκίνησα νὰ μελετῶ τὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ὁμολογῶ πὼς μὲ σαγήνευσε. Ὁ Mircea Eliade δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συνηθισμένους θρησκειολόγους τῆς σειρᾶς, ποὺ εἶχαν θέσει σκοπὸ τῆς μίζερης καριέρας τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι τὸ μεταφυσικὸ εἶναι ἀνύπαρκτο ἤ, σπανιότερα, νὰ καταδείξουν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων θρησκειῶν. Ἐκεῖνος ἐμβάθυνε στὴν οὐσία κάθε θρησκεύματος ἀναζητῶντας νὰ ἀναδείξει οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς πνευματικότητός του. Σὲ μιὰ ἐποχή μάλιστα ποὺ οἱ ἀθεϊστικὲς προκαταλήψεις σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν κραυγαλέα μετριότητα πολλῶν θρησκειολόγων ἔκαναν θραύση, ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Eliade ἀποτελοῦσε κυριολεκτικῶς μίαν πνευματικὴ ὄαση στὴν ἔρημο τοῦ πνεύματος τῆς θρησκειολογικῆς κι ἐνίοτε τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Βεβαίως τότε δὲν εἶχα ἀνακαλύψει πὼς ὁ κορυφαῖος αὐτὸς θρησκειολόγος τοῦ περασμένου αἰῶνος εἶχε θητεύσει στὴ Σιδηρᾶ Φρουρὰ τοῦ Capitan Codreanu. Ἔπρεπε νὰ περάσουν κάποια χρόνια καὶ τὸ μονοπάτι τῆς ζωῆς νὰ ὁδηγήσει τὰ βήματα μου στὸ Βουκουρέστι ὅπου, μελετῶντας τὴν ἱστορία τοῦ θρησκευτικοῦ αὐτοῦ φαινομένου τῆς Λεγεωναρικῆς Κινήσεως ποὺ σφράγισε ἀνεξίτηλα τὴν ἱστορία καὶ τὴν πνευματικότητα τῆς χώρας ἀφοῦ κέρδισε στὸν θρῦλο ἀκόμα κι ἂν ἡττήθηκε στὴν Ἱστορία, ἀνακάλυψα πὼς ὅλη αὐτὴ ἡ γενιὰ τῶν Ρουμάνων διανοουμένων τόσο στὸ ἐσωτερικὸ ὅσο καὶ στὴν ἐξορία εἶχαν θητεύσει στὴ Σιδηρᾶ Φρουρά. Nae Ionescu, Mircea Eliade, Emil Cioran, Virgil Gheorgiu, Constantin Noica καὶ πόσοι ἄλλοι ἀκόμα δὲν πέρασαν ἀπὸ τίς γραμμὲς τῆς Λεγεῶνος βιώνοντας τὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου στὸν χῶρο τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νέοι βλαστοὶ μιᾶς ἄνοιξης ποὺ ἔσβησε πρόωρα ἀναζήτησαν καὶ ἐν πολλοῖς ἐπέτυχαν μίαν ἄμεση μέθεξη μὲ τὸ ἐπέκεινα καὶ τὸ μεταφυσικό, πέρα ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ τοὺς κανόνες τῆς Ἱστορίας. Κι αὐτὴ ἡ μυστικὴ ἀποκάλυψη ποὺ βίωσαν, ὁ καθένας στὸ μέτρο ποὺ τὸ ἄντεχε, φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τους, τὰ ὁποῖα διέπει μίαν κοινὴ γραμμή, ἡ εὐθύγραμμη πορεία τοῦ κόσμου πρὸς ἕναν τελολογικὸ σκοπό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου μέσῳ τῆς μεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ θεῖο. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὁ ἱερεὺς τῆς κτίσεως καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τὰ δημιουργήματα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναφέρει ὅλη τὴν κτίση στὸν Δημιουργὸ καὶ νὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἀπὸ τοὺς δερματίνους χιτῶνες ποὺ ἐνεδύθη μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη μεταφυσικὴ πίστη ἦταν ποὺ μεταμόρφωνε τὰ ἀγροτόπαιδα τοῦ κάμπου τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας σὲ ἀτρόμητους πολεμιστές, ἕτοιμους νὰ ἀγωνιστοῦν καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πίστη τους. Ὁ Λεγεωνάριος, ποὺ βίωσε στὸν ὕψιστο βαθμὸ τὸν Ὀρθόδοξο μυστικισμὸ τοῦ ὑπερεθνικισμοῦ, ἦταν ἕνας κοσμικὸς ἀσκητὴς τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἦταν αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἐπεδίωξε νὰ δημιουργήσει ὁ Capitan Codreanu, ὁ «Νέος Ἄνθρωπος». Ἕνας πιστὸς σὰν αὐτὸν ποὺ περιγράφεται στὴν πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή: «Διότι οἱ χριστιανοὶ οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατοικοῦν οὔτε ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οὔτε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ζωὴ τους διακρίνονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή. Ἐν σαρκὶ βρίσκονται, ἄλλα ζοῦν οὐ κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴν ζωὴ τους νικοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶ ὅλοι τοὺς καταδιώκουν. Δὲν τοὺς ξέρουν καὶ ὅμως τοὺς καταδικάζουν. Τοὺς θανατώνουν καὶ ζωοποοῦνται. Πτωχεύουσι καὶ πλουτίζουσι πολλούς. Ἀπὸ ὅλα στεροῦνται καὶ ὅλα τὰ ἔχουν περίσσια. Ἀτιμῶνται καὶ ἡ ἀτιμία τοὺς δοξάζει. Βλασφημοῦνται καὶ βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν. Ὑβρίζονται καὶ τιμοῦν. Ἀγαθοποιοῦν καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοποιοί. Τιμωροῦνται καὶ χαίρουν ὡς ζωοποιούμενοι. Οἱ ἰουδαῖοι τοὺς πολεμοῦν ὡς ἀλλοφύλους καὶ οἱ εἴδωλάτραι τοὺς διώκουν καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν δὲν ξέρουν τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας τους.» Δηλαδὴ ὁ τρόπος ζωῆς τῶν Χριστιανῶν ἦταν μιὰ συνεχὴς θυσία καὶ προσφορά. Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ θυσία τὴν ὁποία ὁ Capitan θεωροῦσε ὡς βασικὸ συστατικό της Λεγεωναρικὴς ζωῆς, καθὼς καὶ ἐπίρρωση τῆς διδασκαλίας του δὲν ἔλλειψε ἀπὸ τὴ Λεγεῶνα ποὺ εἶδε τὰ μέλη της, μὲ πρῶτον τὸν ἴδιον τὸν Capitan Codreanu, νὰ θανατώνονται κατὰ δεκάδες καὶ χιλιάδες μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Εὔκολα, λοιπόν, ἀντιλαμβάνεται κάποιος πόσο μεγάλη τιμὴ ἀποτέλεσε γιὰ τὸν γράφοντα τὸ νὰ γίνει ἡ φωνὴ μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἀκουστοῦν στὰ ἑλληνικὰ οἱ σκέψεις τοῦ ἔλλογιμωτάτου καθηγητοῦ Claudio Mutti, μεταφράζοντας τό παρὸν ἔργο του. Ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ὄχι ἁπλῶς τίς πνευματικὲς σχέσεις, ἀλλὰ τὸ βάπτισμα τῆς σύγχρονης ὀρθοδόξου σκέψεως μέσα στὰ νάματα τοῦ Ὀρθοδόξου Μυστικισμοῦ τῆς Σιδηρᾶς Φρουρᾶς. Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι τὸ πρῶτο αὐτὸ βιβλίο νὰ ἀποτελέσει τὴν καλὴ ἀρχή, ὥστε νὰ μεταφραστοῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα σπουδαῖα ἔργα τοῦ Ἰταλοῦ Καθηγητοῦ στὴ γλῶσσα ποὺ πρωτοδιατυπώθηκε λεπτομερῶς ἡ Φιλοσοφία, ἡ Θεολογία καὶ ἡ Ἱστορία. Στὴ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Σωκράτους.
Ζητήστε το στο βιβλιοπωλείο Έκτωρ: Μιρτσέα Ἐλιάντε καὶ Σιδηρὰ Φρουρά
