Ένα έργο πραγματικό αριστούργημα του Νίκου Καζαντζάκη που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» τον Νοέμβριο του 1955. Το έργο έφερε τον τίτλο «Κούρος» και βασίζεται στην ιστορία του Θησέα και στην θέλησή του να σκοτώσει τον Μινώταυρο για να απελευθερώσει τους νέους της πατρίδας του, της Αθήνας. Το βαθύ νόημα του έργου περνά μηνύματα για την τελική επικράτηση του Άριου ανθρώπου και του πολιτισμού του απέναντι στις χθόνιες θεότητες και μητριαρχικές κοινωνίες. Ο Θησέας παρουσιάζεται από τον Καζαντζάκη ως ξανθός, βάρβαρος και γαλανομάτης που έρχεται από τον Βορρά στη Μινωική Κρήτη δείχνοντας μια απέχθεια και περιφρόνηση προς τον ταυροκέφαλο ανθρωποφάγο θεό Μινώταυρο αποφασισμένος να τον καταστρέψει ή να καταστραφεί: «Πώς να με γλιτώσεις από το θάνατο! Καπετάνιο, τί αδιαντροπιά είναι ετούτη; Εσύ θα με σώσεις εμένα; Από δω μέσα μονάχα, από τα στήθια ετούτα, αναβρύζει ο χαμός ή η σωτηρία. Δε δέχομαι να σωθώ ή να χαθώ από κανέναν άλλο!»
Η Αριάδνη, που στην ανατροφή της επιμορφώθηκε με όλες τις ανδρικές ασχολίες, τελικά στο αντίκρυσμα του ισχυρού αρσενικού παραδίνεται ολοκληρωτικά και του ζητάει να της προσφέρει το ρόλο της: να την κάνει μητέρα! Ο Θησέας εμφανίζεται ως νέος και ο Μίνωας ως γέρος. Είναι ο νέος πολιτισμός που ορμητικά και με αλαζονία διαδέχεται τον προηγούμενο καταστρέφοντας τον ολοκληρωτικά θεμελιώνοντας νέο θεό, ολοκληρωμένο πλέον και εντελώς ανθρωπόμορφο: «Εσύ, εσύ, Μίνωα, Μεγάλε βασιλιά, με τον αγώνα σου, με το μυαλό σου και με την πράξη, νικώντας τους ανθρώπους, χαλινώνοντας τα πάθη τα δικά σου, μετουσιώνοντας το χάος σε αρμονία, έσμιξες με το θεό, έκαμες τον Ταύρο Μινώταυρο. Παραπάνω δεν μπόρεσες».
Ο Θησέας είναι ο άνθρωπος που έχει ισχυρή θέληση απέναντι σε κάθε πρόκληση, σε κάθε σκοπό και στόχο, όσο δύσκολος κι αν είναι αυτός. Η δύναμη της θέλησης ενσαρκώνεται στη μορφή του: «Ελευτερία θα πει να κάνει η Ανάγκη ό, τι εγώ θέλω. Δεν υπάρχει Ανάγκη, συμπάθα με, Μεγάλε άρχοντα του νου, που φέρνω αντίλογο, δεν υπάρχει Ανάγκη παρά για τις ταπεινές ή τις ανήμπορες ψυχές.»
Η Αριάδνη, το θηλυκό με την αρσενική ανατροφή ξαναβρίσκει τον ρόλο του και το νόημα της ζωής και παρακαλά με πάθος το δυνατό ηρωικό αρσενικό που πλέον επιβάλλει τη δική του θέληση, το δικό του πολιτισμό και τον δικό του θεό κατακτώντας και συντρίβοντας οτιδήποτε παλιό εκφυλισμένο, υλιστικό και μητριαρχικό:
«Αγαπημένο, ανέσπλαχνο βασιλόπουλο, ντρέπουμαι, μα δεν μπορώ να βαστάξω τον πόνο, φωνάζω: Πάρε με!
Τι με νοιάζουν εμένα οι αθάνατες πράξες; Τι να την κάνω εγώ μια μικρήν αστραπή; Αλάκερη την καθημερινή ζωή λαχταρώ να την διαβώ μαζί σου, άντρα μου! Πάρε με!
Όχι, δε ζητώ από σένα την καλοπέραση, μήτε τις ηρωικές περιπέτειες, μήτε και τον έρωτα, το φωνάζω δυνατά, για να το ακούσεις, ζητώ από σένα ένα γιό, το γιό μου!
Μονάχα μαζί σου – το νιώθω αγιάτρευτα, γι’ αυτό φωνάζω, σα να μην ήταν άλλος άντρας στον κόσμο –μονάχα μαζί σου μπορώ να γεννήσω το γιό που θέλω, όπως τον θέλω αυτόν που θέλω!
Γι’ αυτό σου απλώνω τα χέρια: Πάρε με!»
Η Αριάδνη συνειδητοποιεί πως όσα ήξερε πριν συναντήσει τον Άριο Θησέα, τον βόρειο άνθρωπο, δεν είχαν καμιά αξία, δεν ήξερε τίποτα, αφού δεν ήξερε ουσιαστικά τη φύση της, το πως να παραδίνεται σε ένα αρσενικό. Ο Θησέας συμβολίζει την ηλιακή θρησκεία και η Αριάδνη τη χθόνια σκοτεινή και σεληνιακή θρησκεία. Ο Θησέας φέρνει έναν αρσενικό θεό εναντίον της Μεγάλης Μητέρας της Κρήτης – της οποίας η Αριάδνη είναι ιέρεια – της γνωστής μορφής που κρατούσε φίδια στα χέρια της. Η σελήνη συμβολίζει πάντα στην Άρια παράδοση τη χθόνια, ηδονιστική, υλιστική και θηλυκή φύση:
«ΘΗΣΕΑΣ
Είμαι γιος του ήλιου, μισώ τους γύρους, τους ανέγυρους και το σκοτάδι, θυγατέρα της Νύχτας, μολόγα καθαρά – τι ζητάς από μένα; […] Ποιος σε στέλνει; Γιατί αναγυρνάς πέρα το κεφάλι; Ρωτώ ποιος σε στέλνει;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Με στέλνει η νύχτα ετούτη με το μεγάλο φεγγάρι, μη ρωτάς παραπέρα.
ΘΗΣΕΑΣ
Τι θες;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Πάρε με!
Τι με κοιτάς αλαφιασμένος; δεν ξέρω πως παδαρίνουνται οι γυναίκες στον άντρα. Αρχίζουν να κελαηδούν σαν τα πουλιά, ή χιμούν απάνω του σαν τα θηλυκά τσακάλια και τον παλεύουν; Για μπας και τον σκοτώνουν και τον τρων, σαν τις αράχνες; Καυκήθηκα πως όλα τα ξέρω, αλίμονο, τίποτα δε ξέρω – δεν ξέρω πως παραδίνουνται οι γυναίκες στον άντρα.»
Ο Θησέας βάζει πλέον την τάξη: «Απάνω από τη γυναίκα, ο άντρας, απάνω από τον άντρα ο θεός. Χρέος έχει καθένας να υπακούει και να παραδίνει τα πάντα στον αρχηγό του, έτσι μονάχα ο ακατάστατος συρφετός των ανθρώπων απάνω στη φλούδα της γης οργανώνεται και γίνεται στρατός.»
Ο Θησέας, ο Άριος άνθρωπος, θεωρεί την Αριάδνη και την καταγωγή της εκφυλισμένη και αρνείται να σμίξει μαζί της για να κάνει παιδιά: «Αξόδευτη, μάθε, κρατώ τη δύναμή μου για έργα μεγάλα. Όχι για να τη σπαταλάω με γυναίκες. Αρσενικός ο θεός μου, θα’ρθει η ώρα. Και θα μου διαλέξει αυτός μιαν παρθένα από τις χοντροκόκαλες κοπέλες της πατρίδας μου, άβαφη, αφίλητη, με φαρδιά λαγόνια, να κάνω μαζί της γιους και θυγατέρες. Το αίμα το δικό σας είναι ανακατεμένο με θεούς και με ζώα, μολεμένο, ξεπνεμένο, δεν μπορεί πια να θρέψει γιους και θυγατέρες – Δεν το θέλω!»
Ο Θησέας είναι το σύμβολο της εξέλιξης, του συνεχούς αγώνα με ανοδική πορεία, ο άνθρωπος που στοχεύει να ξπεράσει τον άνθρωπο και να γίνει υπεράνθρωπος: «Είμαι ο μοναχογιός του θεού μου, κανενούς άλλου, είμαι ο μοναχογιός του εαυτού μου, κανενούς άλλου! Και μάχουμαι ακατάπαυτα, με ακατάλυτο πείσμα, να γίνω αυτός που θα ‘θέλα να ‘μουν. Παραπέρα μην ερευνάς…»
Ο Θησέας είναι δεμένος με τη γη του και με τους προγόνους του:
«Τα κόκαλά μου τα χρωστώ στην πατρίδα μου. Είναι δικά της και θα της τα παραδώσω.»
«Μην περιγελάς τους προγόνους μου! Σέβας στις σκοτεινές δυνάμεις της γης!»
Ο Θησέας είναι ο ξανθός βόρειος άνθρωπος που κατεβαίνει και συναντά τους μελαχρινούς κατσαρομάλληδες:
«Ήταν ιέρεια της Μεγάλης θεάς με τα πολυγάλατα στήθια, που λατρεύουν οι κατσαρομάλληδες στο αρχοντονήσι ετούτο, μελαχρινοί ανθρώποι, με πλεύρωσε, με αργοφλεβάρισε πασπατευτά, από τα νύχια ως στην κορφή, χαμογέλασε. ”Είσαι από τους ξανθούς ανθρώπους που μας ήρθαν από το Βορρά;” με ρώτησε…»
Η Αριάδνη απορρίπτει τους καλοζωισμένους απόλεμους άνδρες της πατρίδας της, τους αποστερημένους από τα στοιχεία της αρρενωπότητας και της δύναμης και θέλει τον Θησέα ως πατέρα των παιδιών της για το δυνατό κορμί του και την ομορφιά του. Ο υλισμός απορρίπτεται από την Αριάδνη: «Σιχάθηκα, μέσα στο Παλάτι τούτο, τ’ αρώματα, τα χρυσά στολίδια, τ’ ακριβά φαγιά, τα παχιά στρώματα.» Η Αριάδνη είναι ο δυνατός νους και ο Θησέας το δυνατό κορμί. Μέσα από τις δυο αυτές μορφές και την ένωσή τους, του αρσενικού και του θηλυκού στοιχείου δηλαδή, γίνεται η αλληλοσυμπλήρωση που οδηγεί στην τελική επικράτηση ενός νέου κόσμου: «Τα παιδιά μας θα’ χουν το κορμί το δικό σου, αξόδευτο και στέρεο, τα ξανθά μαλλιά τα δικά σου, κι ανάμεσα στα φρύδια τους Τον καινούριο σου αρχέφηβο θεό. Μα θα πάρουν το δικό μου πολυδαίδαλο μυαλό και θα κυριέψουν τον κόσμο.» Ο γιος του Ήλιου (Θησέας) κι η κόρη της Σελήνης (Αριάδνη) με τη συνένωσή τους θα δημιουργήσουν την ολότητα, ο κόσμος των αντιθέτων διατηρεί την Αρμονία του Κόσμου.
Εδώ είναι ξεκάθαρο το νόημα: Η γυναίκα επιλέγει τον πατέρα των παιδιών της, το μήνυμα της ευγονικής ξετυλίγεται ξεκάθαρο στο ακόλουθο απόσπασμα:
«ΘΗΣΕΑΣ
Τα παιδιά μας! Μπορείς, βασιλοπούλα της Κρήτης, εσύ να γεννήσεις;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Όχι με τούτους εδώ, στο ξεθυμασμένο νησί μας, τους σπανούς και μουνούχους, μονάχα με σένα!»
Το παράξενο είναι ότι τέτοιες θεωρίες, περί νορδικού Θησέα και σημιτικής Κρήτης, εντοπίζονται στο έργο «Ο Μύθος του 20ού αιώνα» του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Λογοτεχνικά πάντως ο Καζαντζάκης προσφέρει μια εξαιρετική ιστορία με καταπληκτικούς διαλόγους που εκπέμπουν συναίσθημα και αισθησιασμό.
Αλέξανδρος Καρράς
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
ΑΡΙΑΔΝΗ
Και το μονάκριβο αρχοντικό στολίδι που φοράς, ετούτα τα χρυσά σαντάλια, ξέρω που τα βρήκες, ένα μεσημέρι, σε πια χοχλάδα του γιαλού. Κι ακόμα ξέρω, ζουρλοπερήφανε, Ποιανού τάχα καυκιέσαι πως είναι!
(Γελά περιπαιχτικά.)
Παντού, όπου κι αν στραφούν οι βάρβαροι, ένα μονάχα βλέπουν στον αγέρα – το Θεό!
ΘΗΣΕΑΣ (με θυμό)
Θα τον δείτε και σεις, οι αρχοντογεννημένοι, οι ψιλομαθημένοι, με το χορτάτο μυαλό, με τα παχιά φκιασίδια, θα τον δείτε και σεις μια μέρα, όχι στον αγέρα, παρά, Απάνω στη γης, στα παλάτια σας, στα κρεβάτια σας και στα περιβόλια, να πηδάει από στέγη σε στέγη, από κεφάλι σε κεφάλι, περιλαμπασμένος με φλόγες!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Αυτό θες! Γι’ αυτό μας μπήκες, θεληματάρης, στο κουρσάρικο καράβι και μας ήρθες! Όταν έριξαν τους κλήρους στο χωριουδάκι σου, στην Αθήνα, ποια θα’ναι τα νέα μοιρόγραφτα σφαγάρια του θεού μας, δεν έπεσε ο κλήρος απάνω σου.
Όμως εσύ, λαχπατώντας την τύχη, βιάζοντας την μοίρα, πήδηξες ακλήρωτος στο μαυροφτέρουγο καράβι και μας κόπιασες. Και δε σεβάστηκες η αφεντιά σου τις σκοτεινές δυνάμεις της γης, παρά τόλμησες και ζήτησες τη χάρη να κατέβεις ολομόναχος στα θέμελα της Κρήτης, να παλέψεις, να σκοτώνεις το θεό μας;
ΘΗΣΕΑΣ
Ναι, γιατί βούλεται αυτός να με σκοτώσει. αλλιώς μήτε θα γύριζα το πρόσωπό να τον δω, δε μου αρέσουν οι θεοί που έχουν κεφάλι σκύλου ή τσακαλιού ή ταύρου, που δεν μπόρεσαν ακόμα να νικήσουν το χτήνος. Ναι, κατεβαίνω να παλέψω μαζί του κι αν μπορέσω, θα τον σκοτώσω!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Κι ύστερα; Κι ύστερα; Για μολόγα, αν τολμάς, ομορφονιέ, αλάκερο το στοχασμό σου!
ΘΗΣΕΑΣ
Κι ύστερα θ’ ανέβω στο φως, θα’ ναι πια ξημερώματα, και θα μπω τραγουδώντας με τους συντρόφους στο καράβι, να γυρίσω στην πατρίδα.
ΑΡΙΑΔΝΗ
Τίποτα άλλο; Δε νιώθεις άξαφνα μέσα από το στήθος σου ν’ ανεβαίνει μια αβάσταχτη γλύκα, μια λαχτάρα, ένας άθλος καινούριος;
ΘΗΣΕΑΣ
Όχι. ‘Ήσυχο είναι το στήθος μου, αυστηρός, χωρίς αδιάντροπες γλύκες ο νους μου, κι ο άθλος να σκοτώσω το θεριό, για την ώρα ετούτη, μου φτάνει, τίποτα άλλο, για την ώρα ετούτη!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Όχι, δε σου φτάνει. Κατέχω εγώ ένα νιογέννητο μυστικό δικό σου, που εσύ, κανακάρη της Αθήνας, δεν το ψυχανεμίστηκες ακόμα, γιατί τώρα, να, βαθιά στα νεφρά σου μέσα, γεννήθηκε, τυφλό, μαλλιαρό, σαν νιογέννητο λιονταρόπουλο κι ανεβαίνει.
ΘΗΣΕΑΣ
Εγώ; Ποιο μυστικό;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Το πιο τολμηρότερο, το πιο ανόσιο, που κανένας ακόμα από τους μεγάλους βασιλιάδες της γης δεν αποδιαντράπηκε να βάλει στο νου – κι εσύ το αποδιαντράπηκες!
ΘΗΣΕΑΣ
Λέγε!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Να με αρπάξεις, να με πας στο καράβι σου, να φύγεις!
ΘΗΣΕΑΣ
Εγώ; Εγώ; Ποτέ! Να σε αρπάξω και να φύγουμε; Τι να σε κάνω; Όλη μου η ψυχή αντιστέκεται, αναχητώνεται και δε σε θέλει. Αλάκερό μου το κορμί αρνιέται να σ’ αγγίξει! Πο πρόγονοί μου εμένα οι χωριάτες ανασηκώνουν τις πλάκες από τα μνήματά τους. Και σου ρίχνουν, ω θυγατέρα της ταυροφίλητης Πασιφάης, πέτρες να φύγεις!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Τι φωνάζεις; Τι τρομάζεις; Βρήκε η σαϊτα μου λοιπόν τόσο άσφαλτα τα νεφρά σου και μουγκρίζεις από τον πόνο; Ξεσκεπάζω τα σπλάχνα σου, κοίτα: Από τα πόδια σου στα γόνατα, στα μεριά στα γοφιά, στα στήθια, ανεβαίνει η λαχτάρα να με αρπάξεις.
«Τι θεϊκός καρπός της γης είναι ετούτος» αναστενάζεις μέσα σου, «τι ώριμος, αδάγκωτος καρπός, γεμάτος σάρκα και μέλι!» Και λαχταρίζεις να με γδύσεις βιαστικά, αρπαχτά, όπως γδύνουμε ένα μελωμένο σύκο όταν πεινούμε και διψούμε. Και συ, βάρβαρε γαλαζομάτη, πεινάς και διψάς, γιατί δεν άγγιξες ακόμα γυναίκα!
ΘΗΣΕΑΣ
Αξόδευτη, μαθε, κρατώ τη δύναμή μου για έργα μεγάλα. Όχι για να τη σπαταλάω με γυναίκες. Αρσενικός ο θεός μου, θα’ρθει η ώρα. Και θα μου διαλέξει αυτός μιαν παρθένα από τις χοντροκόκαλες κοπέλες της πατρίδας μου, άβαφη, αφίλητη, με φαρδιά λαγόνια, να κάνω μαζί της γιους και θυγατέρες. Το αίμα το δικό σας είναι ανακατεμένο με θεούς και με ζώα, μολεμένο, ξεπνεμένο, δεν μπορεί πια να θρέψει γιους και θυγατέρες – Δεν το θέλω!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Μουκανιέσαι, άγριο, κατσαρομέλιγγο ταυρόπουλο, κι αναζευλίζεις, γιατί σε κρατώ σφιχτά με τις δυό μου ετούτες μικρές αδάμαστες φούχτες. Τώρα, να, όταν πρόβαλα, τολμούσες και με κοίταζες μέσα στα μάτια, δεν είχες κλώσει ακόμα την αρπαγή στο νου σου, τωρα Αγναντεύεις πέρα τη συνένοχη θάλασσα, τα συμφωνάς μαζί της να με αρπάξεις, να φύγεις, να ξεφύγεις!
ΘΗΣΕΑΣ
Ήρθα να παλέψω ένα θεό, δεν ήρθα να κλέψω γυναίκες, πιο αψηλά από τα νεφρά θρονιάζει η ψυχή μου. Και δε θέλω να φύγω, να ξεφύγω, τα μπράτσα ετούτα, απήδηχτη δαμαλοπούλα, δε φοβήθηκαν ποτέ τους, ρώτα και τα θεριά και τους ληστές της πατρίδας μου.
ΑΡΙΑΔΝΗ
Δε φοβάσαι; έλα λοιπόν να παλέψουμε, όλη μέρα πάλευα με τον ταύρο, τον έριξα κάτω – θα σε ρίξω και σένα!
ΘΗΣΕΑΣ
Πάλεμα θα πει αγκάλιασμα, δε θέλω!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Πάλεμα θα πει αγκάλιασμα και φοβάσαι, φοβάσαι τη μυρουδιά που χύνεται από τα μαλλιά μου, τα βαμμένα νύχια μου, το σκοτεινό, δροσερό λαβύρινθο του κορμιού μου. Αν μπεις μέσα, δε θα βγεις ζωντανός. Το στρουφηχτό, ανθρωποφά λαβύρινθο του μυαλού μου, αν μπεις μέσα, απλοϊκό χωριατόπουλο, δε θα βγεις ζωντανός. Πιάνεσαι από την κολόνα, κοιτάς ολούθε, κλοτσάς, ερευνάς, αγριεύεις. Μα μπήκες μέσα στα πυκνά δίχτυα μου, κι όσο στρουφογυρνάς και κλοτσάς, τόσο και πιο τυλίγεσαι, βουλιάς κι αφανίζεσαι Μέσα στους γύρους του μυαλού και του κορμιού μου!
ΘΗΣΕΑΣ
Είμαι γιός του ήλιου, μισώ τους γύρους, τους ανέγυρους και το σκοτάδι θυγατέρα της Νύχτας, μολόγα καθαρά – τι ζητάς από μένα; Ναι, είμαι χωριάτης, χίλια κακά βάζει ο νους μου, αγριεύουμαι μέσα στο πολυγάγλωτο ετούτο Παλάτι, φιδοζώνουμαι, δεν έχω εμπιστοσύνη. Ποιος σε στέλνει; Γιατί να γυρνάς πέρα το κεφάλι; Ρωτώ ποιος σε στέλνει;
(Σιγή. Η Αριάδνη κοιτάζει το Θησέα με ταραχή, η φωνή της σιγανή, θλιμμένη.)
ΑΡΙΑΔΝΗ
Με στέλνει η νύχτα ετούτη με το μεγάλο φεγγάρι, μη ρωτάς παραπέρα.
ΘΗΣΕΑΣ
Τι θες;
ΑΡΙΑΔΝΗ (σκύβει, με σιγανή φωνή)
Πάρε με!
(Μεμιάς, όλο παράπονο και πίκρα, ακούγεται, από τα βάθη της γης, ο στεναγμός του Μινώταυρου. Ο Θησέας αφουγκράζεται ταραγμένος.)
ΘΗΣΕΑΣ
Η γης αναστέναξε!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Δεν ήταν η γης, ξανθομάλλη, είναι ο θεός μας που μουγκρίζει… Άκουσε το φοβερό λόγο που ξεστόμισα, όλα τ’ ακούσει και τον πήρε το παράπονο.
(Κολνάει το στόμα της στην πόρτα.)
Αδερφέ μου, δε θα σε προδώσω, μη μου παραπονιέσαι, για σένα μοχτώ απάνω στη γης για σένα, καλέ μου, να μην σκοτώσεις, να μην σκοτωθείς. Ανάμεσα σε δυο σπαθιά πηγαινοέρχεται η ψυχή μου και χτυπιέται.
(Ζυγώνει το Θησέα, η φωνή της είναι γλυκιά πολύ, όλο λαχτάρα.)
Πάρε με! Πρώτη φορά απόψε, το λέω και δεν ντρέπουμαι, πρώτη φορά ως σε αντίκρισα, ένιωσα την καρδιά μου να μουκανιέται σαν απήδηχτη δαμάλα. Που αγνάντεψε ταύρο!
ΘΗΣΕΑΣ
Ποιος σ’ έπεψε;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Μη με ρωτάς ποιος μ’ έπεψε, έλα να φύγουμε. Ζυγιάζουνται από πάνω μας τα μεσάνυχτα, όλοι κοιμούνται, ψυχή δε θα μας δει. Εμένα μονάχα αγαπάει ο κύρης μου, κι άμα μάθει πως είμαι πλάι σου, στο τιμόνι, Δε θα μας κυνηγήσει! Κι ύστερα, με τον καιρό, σαν πιάσει τον πρώτον εγγονό, θα φιλιώσει μαζί μας, καλέ μου, και θα σου παραδώσει άμαχα, ειρηνικά, με αλάκερη την πολυκάραβη θάλασσα, Την Κρήτη.
ΘΗΣΕΑΣ
Τι καινούρια παγίδα είναι ετούτη, πως άλλαξε η φωνή σου, πως χαμήλωσαν τα φρύδια σου, πως μιλάς σαν γυναίκα! Ανοίγεις την αγκάλη να με κρατήσεις, να μη με αφήσεις να κατέβω στη γης και να παλέψω. Δε με γελάς, μοχτάς, με λόγια πλανερά, να γλιτώσεις τον ταυροκέφαλο θεό σου!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Δε σε φτάνουν τ’ ανθρώπινα κοπάδια να καρφώνεις το σπαθί σου, να χαίρεσαι τη δύναμή σου, αμούστακε αθλητή; Τι θες να παλεύεις με τους θεούς; Άσε τους θεούς να μουγκρίζουν, κι έλα να φύγουμε! Έλα, κατέχω ένα κρυφό μονοπάτι να πιάσουμε γρήγορα το λιμάνι, να πηδήξουμε στο καράβι – ν’ ανοίξουμε τα μαύρα πανιά…
ΘΗΣΕΑΣ (με τρόμο)
Τα μαύρα πανιά; !
ΑΡΙΑΔΝΗ
Τι κοκκίνησες, ανέσπλαχνε μοναχογιέ; ναι, ναι, το ξέρω και το πιο βαθιά πίσω από το μυαλό σου καταχωμένο ετούτο ανόσιο μυστικό – ν’ ανοίξουμε μαύρα πανιά, Να τα δει ο γερο-πατέρας σου, να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί και ν’ ανεβούμε εμείς, οι νέοι, στο θρόνο. Έχουμε μεγάλα έργα να τελέψουμε, δεν μπορούμε να περιμένουμε, σήκωσε τα μαύρα πανιά, Καπετάνιο, Βιάζεται ο καινούριος θεός!
ΘΗΣΕΑΣ
Απάνθρωπος, αιμοβόρος δαίμονας μιλάει με το στόμα σου! Ιέρεια της Νύχτας, βαθιά η ματιά σου οργώνει το στήθος μου, τα λόγια σου, Σπόροι φαρμακεροί μέσα στ’ αυλάκια του μυαλού μου!
(Σιγή)
Μαύρα πανιά; !
ΑΡΙΑΔΝΗ
Βάρβαρο αγαπημένο βασιλόπουλο, μην τρομάζεις, αυτό ‘ναι το χρέος του μοναχογιού, είμαστε νέοι, μπαίνουν οι γέροι μπροστά μας, χάνουμε καιρό, μην τους λυπάσαι! Να, παρατώ εγώ τον κύρη μου, άπλωσε και συ μαύρα πανιά, παράτα τον κύρη σου, πάμε! Πίσω μας θα μας ακολουθάει, δεμένη στην πρύμνα του καραβιού μας, Με τα τρία αψηλά βουνά της, τη Δίχτη, την Ίδα και τα Λευκά Όρη, τρικάταρτη φρεγάδα βασιλικιά, προίκα δικιά μου, Η Κρήτη!
ΘΗΣΕΑΣ
Τραχιά, ξερή, όλο πέτρα είναι η πατρίδα μου, δε σου ταιριάζει. Είμαστε χωριάτες, φορούμε κριαρίσιες προβιές, κοιμούμαστε κατάχαμα, τρώμε με τα χέρια μας. Οι γυναίκες μας δεν κατέχουν την τέχνη να βάφουνται, να στολίζουνται, να χαμογελούν σαν και σένα. Γιατί να βάφουνται, να χαμογελούν και να στολίζουνται; Έχουν φαρδιά λαγόνια και γεννοβολούν παιδιά. Κι οι άντρες είναι όλο τρίχες κι έχουν μια βαριά αρσενικιά μυρωδιά, Σαν κριάρια!
ΑΡΙΑΔΝΗ
Μου αρέσει! Σιχάθηκα, μέσα στο Παλάτι τούτο, τ’ αρώματα, τα χρυσά στολίδια, τ’ ακριβά φαγιά, τα παχιά στρώματα. Μου αρέσουν οι πικρές ελιές κι οι βαριές κριαρίσιες μυρωδιές. Πάρε με! Τα παιδιά μας θα’ χουν το κορμί το δικό σου, αξόδευτο και στέρεο, τα ξανθά μαλλιά τα δικά σου, κι ανάμεσα στα φρύδια τους Τον καινούριο σου αρχέφηβο θεό. Μα θα πάρουν το δικό μου πολυδαίδαλο μυαλό και θα κυριέψουν τον κόσμο.
ΘΗΣΕΑΣ
Τα παιδιά μας! Μπορείς, βασιλοπούλα της Κρήτης, εσύ να γεννήσεις;
ΑΡΙΑΔΝΗ
Όχι με τούτους εδώ, στο ξεθυμασμένο νησί μας, τους σπανούς και μουνούχους, μονάχα με σένα!
ΘΗΣΕΑΣ
Θυγατέρα του φεγγαριού, ποιος δαίμονας, ποιος θεός, σου αρμόζει τα μαυλιστικά, παντοδύναμα ετούτα λόγια στο στόμα; Τώρα μου απίθωσες μέσα στην ανθισμένη παγίδα το πιο γλυκό του απάνου κόσμου δόλωμα. Ένα μωρό, το γιο μου!