Kάτι εν πολλοίς άγνωστο είναι πως ο Νίκος Καζαντζάκης είχε φιλική σχέση με τον Φώτη Κόντογλου, άνθρωπο της εθνικής και χριστιανικής παράδοσης με βαθιά σκέψη την οποία μας άφησε μέσα σε διάφορα κείμενα και βιβλία του. Τον συνάντησε μάλιστα στο Μυστρά τον Σεπτέμβριο του 1937 μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό. Ο Κόντογλου εργαζόταν σε διάφορους ναούς του Μυστρά προσπαθώντας να σώσει τις αγιογραφίες που είχε φθείρει ο χρόνος. Ο Καζαντζάκης έγραψε ένα γράμμα στον Παντελή Πρεβελάκη, τον πολύ στενό φίλο του, λέγοντας: «Η εργασία του Κόντογλου είναι θάμα σοφίας κι υπομονής. Μακάρι να του ανάθεταν να σώσει όλες τις ζωγραφιές του Μυστρά. Το μεσημέρι θα φάμε μαζί και φαντάζεστε πόσο και πως θα μου μιλήσει για σας». Ο Έλληνας συγγραφέας είχε ενθουσιαστεί με όσα του περιέγραφε ο Κόντογλου για την εργασία του αλλά και για τα μυστικά της αγιογραφίας και της συντήρησής της. Ο θαυμασμός του συγγραφέα για τον Φώτη Κόντογλου εκδηλώνεται στην περιγραφή της συνάντησής τους:
«…πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ο Κόντογλου. Τα μάτια του λάμπουν ευχαριστημένα, γιατί ξέρει πως εχτελεί το χρέος του και τα χέρια του είναι γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Πάλεψε πολύ στη ζωή του, πόνεσε, μα τα εφήμερα δε μπόρεσαν να τον λυγίσουν, πώς να λυγίσουν έναν άνθρωπο που πιστεύει στο Θεό; Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει θριαμβευτικά ένα τροπάρι: Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια… Ή: Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία… Κι η πίκρα ξορκίζεται, κι η γης μετατοπίζεται, κι ο Κόντογλου με τα δαχτυλίδια του, με το καρέ παλτό του, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια, μπαίνει αλάκερος στην Παράδεισο. Μου φάνηκε σήμερα που μπήκα, ύστερα από τον βαρύν ήλιο, στο δροσερό εκκλησάκι της Περίβλεπτος, πως ο Κόντογλου ήταν κιόλας στη μέση της Παράδεισος. Γύρα του ήταν όλοι οι άγγελοι κι οι αρχάγγελοι, από τις ρίζες ως την κορφή οι τοίχοι ήταν πολύχρωμα, πολύτιμα ζωγραφισμένοι, σαν παλιά κουρελιασμένα γεμάτα κεντίδια μεταξωτά. Μια καλόγρια με μυστρί καλαφάτιζε τους τοίχους, δυο νέοι βοηθοί σκυμμένοι έξυναν τους σοβάδες, αμίλητοι, με θρησκευτική προσοχή, πολεμώντας να βρουν κάτω από τους ασβέστες τα χέρια, τα γένια, τα γαλήνια μάτια κανενός αγίου. Από σκαλωσιά σε σκαλωσιά, ο Κόντογλου με παίρνει από το χέρι και με οδηγάει στην Παράδεισό του…»
Ο Κόντογλου εξηγεί διάφορα στον ταξιδευτή φίλο του που επισκέφτηκε το Μοριά και τη Σπάρτη. Και κάποια στιγμή του λέει να πάνε να κάτσουν στη Μαρμάρα γιατί περιμένει έναν παπά. Ο παπάς μιλά για τον Κόντογλου στον Καζαντζάκη κι ο συγγραφέας κάνει σκέψεις και βλέπει στον μεγάλο μας αγιογράφο και συγγραφέα την ελληνική ράτσα που ακόμα έχει τη δύναμη να γεννά ανθρώπους άξιους με ευθύνη και χρέος, που αγωνίζονται με θέληση από το δικό τους μετερίζι:
«Κάποτε πάλι, στη μέση της κουβέντας, άρχισε ξαφνικά να ψέλνει, για να δείξει πόσο γλυκά και σωστά έψελναν τότε αυτοί στον Πόντο. Στράφηκε στον Κόντογλου, τον έπιασε από το χέρι, του έδινε συμβουλές: Αν θες να ψέλνεις καλά, παιδί μου Φώτη, πρέπει ξημερώματα, προτού να πας στην εκκλησιά, να φας καρπούζι. Θα δεις, η φωνή σου θα γίνει ντιν ντιν ντιν, ασήμι. Αν δεν έχεις καρπούζι, τότε γάλα με αυγό. Μα καλύτερο το καρπούζι! Κι έπειτα στράφηκε σε μένα:
Τον βλέπεις τούτον, μου λέει και μου δείχνει τον Κόντογλου. Αυτός δεν έχει μονάχα εδώ φωνή (και μου δείχνει το λαρύγγι), έχει κι εδώ φωνή! (και μου δείχνει το κεφάλι). Αυτό είναι το τέλειο! Άλλοι έχουν φωνή μονάχα στο λαρύγγι – τι να τους κάμεις; Αυτοί μπορούν, μπορούν, μα δεν ξέρουν. Άλλοι πάλι έχουν φωνή μονάχα στο μυαλό. Αυτοί ξέρουν, ξέρουν οι κακόμοιροι, μα δεν μπορούν. Χαρά σ’ εκείνους που έχουν φωνή και στο μυαλό και στο λαρύγγι.
Τον άκουγα και δύσκολα κρατούσα τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Αυτές είναι οι ζωντανές ψυχές της Ελλάδας! Περνάς πολιτείες και χωριά, μιλάς με χιλιάδες ανθρώπους, κι η καρδιά σου πάει να πλαντάξει από αγανάχτηση και ντροπή. Τούτα τα άφτερα δίποδα είναι η ράτσα μας; Έτσι λοιπόν κατάντησε το αίμα μας; Εμποράκοι, σερσέμηδες, πονηροί, ζηλιάρηδες, κλέφτες. Και ξάφνου πετιέται μπροστά σου μια ψυχή, που έφτασε στην κορυφή της ελληνικής αποστολής – να σμίξει την παλικαριά με τη γνώση, το πάθος με το παιχνίδι. Και παίρνεις τότε βαθιάν ανάσα. Ξανάρχεται η εμπιστοσύνη στο αίμα σου, η βαθιά πεποίθηση πως η ράτσα τούτη εύκολα δεν πεθαίνει. Η ελληνική φυλή ήταν πάντα, είναι ακόμα, η φυλή που έχει το επικίντυνο μέγα προνόμιο να κάνει θάματα. Όπως όλες οι δυνατές, μεγάλης αντοχής φυλές, κι η ελληνική μπορεί να φτάσει στον πάτο του γκρεμού, κι ακριβώς εκεί, στην πιο κρίσιμη στιγμή, όπου οι αδύνατες ράτσες γκρεμίζουνται, αυτή δημιουργεί το θάμα. Επιστρατεύει όλες της τις αρετές και πετιέται μονομιάς, χωρίς διάμεσους σταθμούς, στην κορυφή της λύτρωσης. Το απότομο τούτο, απρόβλεφτο από το λογικό, ανατίναγμα προς τ’ απάνω ονομάζεται θάμα. Όλη μας η Ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα βίαιο επικίντυνο δρασκέλισμα από το χαμό στη σωτηρία.»
Τι είναι αυτό που σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, κι όχι μόνο με τον Καζαντζάκη φυσικά, συνενώνει και διατηρεί ισχυρή τη ράτσα στο βάθος των αιώνων από γενιά σε γενιά; Η παράδοση! Και μάλιστα η παράδοση που βρίσκεται μέσα στη χριστιανική πίστη, δηλαδή μέσα στα έθιμα της εκκλησίας.
«Όταν περάσαμε τα περιβόλια και πιάσαμε τον ανήφορο, ένα κοριτσάκι κατέβαινε με το άσπρο μαντιλάκι του γεμάτο από το πρώτο σιτάρι της χρονιάς. Ήταν ξανθό, σα να κατέβαινε από παλιό φράγκικο φιλί, κι είχε ένα τρουλωτό κόκκινο φιόγκο στην κορφή του κεφαλιού του.
Πού το πας το σιτάρι; τη ρώτησα για να σταθεί λίγο και να τη δω.
Στην εκκλησία.
Και γιατί το πας στην εκκλησία;
Να το βλογήσει ο παπάς.
Ε, και τι; κάνω εγώ για να χαρώ την αντίδραση του κοριτσιού. Θα του κάμει καλό η ευλογία;
Όχι, αποκρίθηκε απροσδόκητα το κοριτσάκι.
Κακό;
Όχι.
Ε, τότε λοιπόν;
Και το κοριτσάκι, γαλήνια συνεχίζοντας την παμπάλαιη σοφία:
Ε, είπε, έτσι είναι η συνήθεια.
Έτσι είναι η συνήθεια… Μου άρεσε, στο κατώφλι του Μυστρά, από ένα παιδιακίσιο στόμα, ν’ ακούσω τόσο απλά ειπωμένο το μεγάλο μυστικό που δένει ήσυχα τη μια γενεά με την άλλη, τη μιαν Ελλάδα με την άλλη. Ν’ ακλουθάς την κίνηση των προγόνων, κι ας ξέρεις πως δεν έχει καμιά φανερή πραχτικήν αξία, να συνεχίζεις μια γιορτή, ένα θρήνο, ένα χορό, κρατώντας έτσι αδιάσπαστα το νήμα του καιρού. Αυτό δίνει συνοχή κι ευγένεια και ρίζες στη ράτσα.»
Εξάλλου εκεί στη Σπάρτη ο Καζαντζάκης έφερε στο νου του το μεγαλείο της σπαρτιατικής Ιδέας και εξυμνεί τον πόλεμο και τη γενναιότητα, στοιχεία που έχουν πάντα οι ζωντανές ράτσες, κι απαντά σε ένα συνομιλητή του:
«Όλοι οι χορτοφάγοι, του αποκρίθηκα, όλοι οι ειρηνόφιλοι, ανθρωπόσοφοι, θεόσοφοι, αισθηματίες, σηκώνουν τα χέρια και φωνάζουν: Ειρήνη! Ειρήνη! Μα η ζωή ακολουθεί δικούς της νόμους, σκοτεινούς, που φαντάζουν κατώτεροι από την αρετή του ανθρώπου. Τραγικός είναι ο πόλεμος, τραγική είναι η ζωή, ο έρωτας, η ψυχή του ανθρώπου. Ζούμε μέσα στην αγωνία, την αμαρτία, την αβεβαιότητα. Μαχόμαστε ν’ αρπάξουμε ό,τι μπορούμε από τα αιματερά αυτά στοιχεία και να τα κάνουμε πνέμα. Βλέπουμε λίγο διάστημα. Τα μάτια μας δε μπορούν ν’ αγκαλιάσουν πολλούς λαούς μαζί, πολλούς αιώνες μαζί. Γι’ αυτό βλέπουμε πάντα ασυναρτησία, χαμένες προσπάθειες, άγονους πολέμους. Μα αν σηκωθείτε απάνω από την εποχή σας, από τη ράτσα σας, από τις συνήθειές σας, ο πόλεμος θα σας φανεί ο πιο τραγικός μα και ο πιο σύντομος που πορεύεται το πνέμα. Ο πόλεμος γεννάει φρικώδεις αγωνίες, ενθουσιασμούς, συνδυασμούς απροσδόκητους. Σκεφτείτε τι συμπύκνωση δυνάμεων σε μια ράτσα τη στιγμή που μαζώνεται να ορμήσει! […] Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού μας, ας εχτελέσουμε με γενναιότητα τη θητεία μας.»
Ιδέες που ο Καζαντζάκης κατέγραψε στο μυθιστόρημα «Ο βραχόκηπος» βαθύτατα επηρεασμένος από την ιαπωνική αριστοκρατική ηρωική φιλοσοφία:
«Το ”Φουντόσιν”, η αταραξία της καρδιάς: η αυτοκυριαρχία, η σταθερότητα μπρος στον κίντυνο. Να καταφρονάς το θάνατο, να είσαι έτοιμος να πεθάνεις κάθε στιγμή. ”Όταν βγαίνεις από το σπίτι σου, να βγαίνεις σα να ήταν η τελευταία φορά.” Το άτομο γεννήθηκε εφήμερο, η φυλή είναι αιώνια. Όποιος θυσιάζεται για τη φυλή του γίνεται αθάνατος. […] Ο κίντυνος πρέπει να γίνεται το σφοδρό διεγερτικό της δράσης. Το τραγικό νόημα της ζωής, αντί να εκφυλίζεται σε θλίψη και μοιρολατρία, γίνεται δίψα ζωής. Να νιώθεις τις δυνάμεις να δεκαπλασιάζουνται μπρος στη τραγική μοίρα, αυτή είναι στην εποχή μας η γονιμότερη και πιο αντάξια του ανθρώπου συμπεριφορά.»
Στο γράμμα του στον Πρεβελάκη το Μάιο του 1936 ο Καζαντζάκης στηλιτεύει τους ατομιστές, καταφρονεί την στενότητα και τη δειλία του μικρόκοσμού τους:
«Να ζεις μονάχα τη μικρή ατομική σου ζωή, να χαίρεσαι μονάχα τις ξεπερασμένες κι εγωιστικές μικροχαρές, να απομονώνεσαι στη γωνιά σου σαν ασκητής, ή σαν εστέτ, ή σα σκεπτικιστής, τι όνειδος! Μπήκαμε σε πολεμική περίοδο, το χρέος μας είναι να γίνουμε πολεμιστές. Η εποχή μας είναι, το θέλουμε – δε το θέλουμε, σιδερόφραχτη. Πρέπει κι η καρδιά μας να ‘ναι σιδερόφραχτη, να πετάξουμε έξω την κλαψιάρικη ποίηση, τη ρομαντική αισθηματικότητα, την τρυφεράδα και την ευτυχία. Να κάμουμε μιαν καρδιά αυστηρή, χωρίς αυταπάτες, χωρίς μάταιες ελπίδες, λεύτερη. Μιαν καρδιά σαν κείνους του γιαπωνέζικους ή κινέζικούς κήπους που ‘ναι χωρίς λουλούδια, χωρίς δέντρα, χωρίς νερό, καμωμένοι μονάχα από βράχους. Οι ιδέες αυτές εκφράζονται στο Βραχόκηπο με τρόπο χεροπιαστό, πρόσωπα με σάρκα και κόκαλα πηγαινόρχουνται εδώ μέσα, άντρες και γυναίκες, και ενσαρκώνουν τις λαχτάρες, τους πόνους και τις ελπίδες της φυλής τους».
Παράδοση, ράτσα, πόλεμος, αυτοθυσία, αθανασία αν πεθαίνεις για τη φυλή σου. Αυτές είναι οι ιδέες του Καζαντζάκη που κρύβει καλά το αριστερό κατεστημένο και οι διάφοροι προστάτες του. Εξάλλου ο Έλληνας συγγραφέας με το ανήσυχο κι ανυπότακτο πνεύμα που δε γινόταν να μπει σε μαζικά κινήματα, δε μπορούσε να ομαδοποιηθεί και να υπακούσει σε κανέναν, ήδη έλεγε από το 1923 σε γράμμα προς τη Γαλάτεια, τη πρώτη γυναίκα του: «Υπήρξα καθαρεβουσιάνος, νασιοναλιστής, δημοτικιστής, επιστήμονας, ποιητής, σοσιαλιστής, θρησκομανής, άθεος, esthete και τίποτα πια από αφτά δεν μπορεί να με ξεγελάσει». Το 1936 μάλιστα έλεγε στον Πρεβελάκη:
«Έως το 1924 περνούσα όλο συγκίνηση και φλόγα τον νασιοναλισμό. Ίσκιο που ένιωθα δίπλα μου, ο Δραγούμης. Από του 1923-1933 περίπου, περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα την αριστερή παράταξη (ποτέ κομμουνιστής, καθώς ξέρετε, την πνευματική αυτή ψώρα ποτέ δεν την έπαθα). Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, αχνός, ο Παναϊτ Ιστράτι. Τώρα περνώ το τρίτο – θα ‘ναι το τελευταίο; – στάδιο. Το ονομάζω ελευθερία. Κανένας ίσκιος. Μονάχα ο δικός μου, μακροντέμπλικος, σκούρος, μαύρος, ανηφορίζοντας. Απαλλάχτηκα από κόκκινα ή άλλα χρώματα. Έπαψα να ταυτίζω την τύχη της ψυχής μου, τη σωτηρία μου, με την τύχη οποιασδήποτε ιδέας. Ξέρω πως οι ιδέες είναι κατώτερες από μια δημιουργική ψυχή. Γίνομαι ολοένα amoral, anideal, μα όχι με το αρνητικό, παρά με το θετικό, βαθύ περιεχόμενο που έχουν οι λέξεις τούτες – που αρνητικές είναι μονάχα στις άγονες, αναίσθητες, κρύες ψυχές. Απαλλάχτηκα απ’ όλες τις αμοιβές που δίνουν τα στρατόπεδα και δεν ελπίζω σε καμιά από τις τιμωρίες τις ηρωικομαρτυρικές που υπόσχονται. Έφτασα πια, θαρρώ, στην κατάσταση που μου ταιριάζει και που άλλοτε μονάχα ως προαίσθημα είχα. Με τέτοιον οπλισμό – δηλαδή ολόγδυμνος – κάνω την πρώτη κρίσιμη experience της νέας μου ελευτερίας: πάω να δω την αιματωμένη Ισπανία».
Με αυτές τις ιδέες και τα συμπεράσματα λοιπόν γράφτηκε το «Viva la muerte» στο «Ταξιδεύοντας στην Ισπανία», στο πλευρό των Φαλαγγιτών το 1936. Με τις ίδιες βρέθηκε στο Μοριά και γράφτηκε το «Ταξιδεύοντας Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς» το 1937 όπου συνάντησε τον Μουσολίνι και έκλεισε το βιβλίο του με τα λόγια αυτά: «Αγαπάτε κι εσείς, όπως κι εγώ, το Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του κι ας την πούμε τώρα που χωρίζουμε: ”Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει”».
Για να νιώσεις τη σκέψη του Καζαντζάκη πρέπει να μην είσαι φανατικός, πρέπει να είσαι αληθινά μορφωμένος, πρέπει να έχεις γνωρίσει ιδέες, «αγωνιστές», συγγραφείς, ποιητές, ιστορία, κινήματα. Πρέπει να έχεις συναντήσει και να έχεις κοιτάξει κατάματα την ανοησία των ανθρώπων που πιστεύουν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια επειδή έστησαν ένα τοτέμ και το προσκυνούν κατά το πως φαντάζονται ότι είναι. Κι όλα αυτά θα πρέπει να σε έχουν κάνει να σιχαθείς αυτή την αμορφωσιά, τη μικρότητα και τον κομπλεξισμό των ποταπών κι ασήμαντων. Και τότε καταλήγεις στα λόγια της Σίτσας Καραϊσκάκη, που αγωνιζόταν από την άλλη πλευρά, από την πλευρά του Μεταξά και του Εθνικοσοσιαλισμού, αφού πρώτα είχε ταχθεί με τον Μαρξισμό για να τον απορρίψει κι αυτόν: «Δεν είμαι σε τίποτα φανατική διότι θεωρώ το φανατισμό ένα δεδομένο των υπανάπτυκτων εγκεφάλων». Τα ελεύθερα μυαλά όπως του Δραγούμη, του Καζαντζάκη ή της Καραϊσκάκη, δολοφονούνται, συκοφαντούνται, αναθεματίζονται ή καταδικάζονται από τους φανατικούς εις θάνατον.
Αλέξανδρος Καρράς
Νίκος Καζαντζάκης: Για τους νέους μας
Η συνάντηση του Καζαντζάκη με τον Μουσολίνι
Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ισπανική Φάλαγγα
Ν. Καζαντζάκης: «Μα εσύ είσαι η Στρατηγίνα της ράτσας μου, η οδηγήτρα του Γένους των Ελλήνων»
Ρατσιστής ο Νίκος Καζαντζάκης;
Νίκος Καζαντζάκης: Viva la muerte
Ν. Καζαντζάκης: Πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων
Ν. Καζαντζάκης: Κούρος ή Θησέας (Ένας συμβολισμός του Άριου ανθρώπου)
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπέρ της Φασιστικής Ιταλίας
Οι Ιδέες του Καζαντζάκη: Η Θούλη, οι Βίκινγκς, ο Πέτρος Βλαστός, ο Νίτσε κι ο Ρόζενμπεργκ
Καζαντζάκης: Ο Αγώνας, η Νίκη, η Ράτσα, η Ανθρωπότητα κι ο Θεός
Ο Καζαντζάκης για τον κομμουνισμό, τον Έλληνα και την ιδεολογία του
Καζαντζάκης, Δραγούμης και Χάιντεγκερ για την έννοια του Ηγέτη
Νίκος Καζαντζάκης: Στον Μοριά με τον ίσκιο του Δραγούμη…
Νίκος Καζαντζάκης στη μπολσεβίκικη Ρωσία: «Δεν είναι κρύος ο Χριστός, η καρδιά μας πάγωσε»