Αδερφοί μου, μπας και θέλετε να πλαντάξετε από τα χνώτα κι από τις ορέξεις τους; Πιο καλά, σπάστε τα παράθυρα και πηδάτε στον ελεύθερο αγέρα! Κάντε λοιπόν στην πάντα από τη βρόμα, αλάργα από την ειδωλολατρεία των παραπανίσιων! Κάντε στην πάντα από τη βρόμα, αλάργα από των ανθρωποθυσιών το μαύρο σύγνεφο! Ελεύθερη απομένει η γης και τώρα ακόμα, για τις μεγάλες ψυχές! Για τους ερημικούς κι όσους διαβαίνουν δυο-δυο τη μοναξιά τους κι ακόμα απομένουν άδειες πολλές θέσεις που ολόγυρά τους αναθρώσκει το άρωμα από θάλασσες γαλήνιες. Λεύτερη απομένει ακόμα για τις μεγάλες τις ψυχές μια λεύτερη ζωή. Αλήθεια, όποιος έχει λίγα, τόσο πιο λίγο απ’ άλλους θα κυριαρχιέται: ας είναι ευλογημένη η μικρή φτώχεια! Εκεί το Κράτος που τελειώνει από εκεί μόνο αρχίζει ο άνθρωπος, που δεν είναι παραπανίσιος: από ‘κει αρχίζει το τραγούδι της Ανάγκης, η μοναδική κι ασύγκριτη μελωδία. Εκεί που τελειώνεις Κράτος, εκεί κοιτάχτε αδερφοί μου! Δε βλέπετε το ουράνιο τόξο και το γιοφύρι του Υπεράνθρωπου;» Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας.
Οι μύγες της αγοράς
«Τράβα, φίλε μου, στην ερημιά σου. Σε θωρώ ζαλισμένο από το θόρυβο των μεγάλων, και λαβωμένο από τα κεντρίσματα των μικρών. Αξιόπρεπα ξέρουν ρουμάνια και βράχοι να σωπαίνουν μαζί σου. Και πάλι μοιάσε με το δέντρο που αγαπάς, το φαρδοκλώναρο: γαλήνιο και προσεχτικό κρέμεται πάνω από τη θάλασσα! Όπου τελειώνει η ερημιά, αρχίζει η αγορά. Κι όπου αρχίζει η αγορά, αρχίζει η φασαρία των μεγάλων θεατρίνων και των φαρμακερών μυγών το βούισμα. Και τα καλύτερα τα πράγματα στον κόσμο, τίποτα δεν αξίζουν, αν δεν τα αντιπροσωπεύει κάποιος: αυτούς τους αντιπροσώπους, ο λαός τους λέει μεγάλους άντρες. Ο λαός λίγο καταλαβαίνει το μεγάλο, δηλαδή το δημιουργικό. Όμως μπορεί να καταλαβαίνει όλους τους αντιπροσώπους αυτούς και όλους τους θεατρίνους των μεγάλων πραγμάτων. Τριγύρω στους δημιουργούς των μεγάλων αξιών, στροβιλίζεται ο κόσμος – στροβιλίζεται αθώρητα. Μα γύρω από τους θεατρίνους στροβιλίζεται ο λαός και η δόξα: αυτή ‘ναι η φορά του κόσμου. Έχει πνεύμα ο θεατρίνος, μα ωχρή συνείδηση του πνεύματος. Πάντα πιστεύει σ’ ό,τι πιο πολύ, κάνει τους άλλους να πιστεύουν σ’ αυτόν.
Αύριο θα ‘χει μια καινούρια πίστη. Και μεθαύριο μια πιο καινούρια. Έχει αντίληψη γοργοκίνητη, όπως ο λαός κι ευκολογύριστες γνώμες. Την ανατροπή τη λογιάζει απόδειξη και το ξεφρένισμα πειθώ. Και το αίμα το λογιάζει το καλύτερο επιχείρημα. Μια αλήθεια, που μονάχα σε ευαίσθητα αφτιά μπαίνει, τη λέει ψευτιά και τίποτα. Πραγματικά, πιστεύει μονάχα στους θεούς, τους θορυβοποιούς! Γιομάτη από άθλιους παλιάτσους είν’ η αγορά – κι ο λαός καυχιέται για τους μεγάλους άντρες του! Είναι γι’ αυτόν οι κύριοι της στιγμής! Όμως η στιγμή βιάζεται: γι’ αυτό σε βιάζουν κι αυτοί. Ακόμα κι από σένα θέλουν ένα Ναι ή ένα Όχι! Αλίμονό σου αν καθίσεις ανάμεσα στο υπέρ και στο κατά. Απ’ αυτούς τους ασυμβίβαστους και τους βίαιους μην ζηλέψεις τίποτα εσύ, εραστή της αλήθειας! Πότε ώσαμε τώρα η αλήθεια δεν κρεμάστηκε από το χέρι ασυμβίβαστου! Απ’ αυτούς τους κύριους της στιγμής φυλάξου, τράβα πίσω στη σιγουριά σου: μονάχα στην αγορά τάχα σε προσβάλλουν τα Ναι ή τα Όχι;
Σιγαλά τρέχει η ζωή κάθε βαθιάς πηγής: καιρό περιμένει ίσαμε να μάθει τι έπεσε στα βάθη της. Αλάργα από την αγορά και τη δόξα πραγματοποιείται κάθε μεγάλο: αλάργα από την αγορά και τη δόξα, κατοικούσαν πάντοτε οι δημιουργοί νέων αξιών. Τραβήξου, φίλε μου, στην ερημιά σου: βλέπω να σε τσιμπάν φαρμακερές μύγες. Τράβα εκεί, που αγέρας μέγας και ορμητικός φυσάει! Τραβήξου στην ερημιά σου! Έζησες πολύ ανάμεσα στους μικρούς και τους ασήμαντους. Φυλάξου από την αόρατη εκδίκησή τους! Δεν έχουν τίποτ’ άλλο για σένα, παρά εκδίκηση. Μη σηκώνεις πια το χέρι απάνω τους! Είναι αμέτρητοι κι εσύ δε τάχθηκες να γίνεις μυγοδιώχτης. Αμέτρητοι είν’ αυτοί οι μικροί κι ασήμαντοι.
Και πύργοι περήφανοι έχουν καταστραφεί κιόλας μονάχα από βροχοστάλες κι αγριόχορτα. Δεν είσαι πέτρα, όμως σε γούβωσαν οι πολλές σταλαγματιές. Θα σε ραΐσουν και θα σε αποτελειώσουν οι πολλές σταλαγματιές. Αποκαμωμένο σε βλέπω από τις φαρμακερές μύγες, σπαραγμένο και ματωμένο σε βλέπω σε χίλιες μεριές. Κι η περηφάνια σου δεν καταδέχεται μήτε και να οργιστεί. Το αίμα σου ζητάν μ’ όλη τους την αθωότητα – για αίμα διψάν οι αναιμικές ψυχές τους και γι’ αυτό κεντρίζουν μ’ όλη τους την αθωότητα. Όμως εσύ, ο βαθύς, βαθιά υποφέρεις, και στις μικρές ακόμα πληγές. Και πριν ακόμα γιάνεις, να, το ίδιο φαρμακερό σκουλήκι, στάθηκε ξανά απάνω στο χέρι σου. Πολύ περήφανο σε θαρρώ για να μπορέσεις να σκοτώσεις αυτούς τους λαίμαργους! Πρόσεξε όμως, μην καταντήσει πια προορισμός σου: να σηκώνεις όλη τη φαρμακερή αδικία τους! Ζουζουνίζουν τριγύρω σου και με τα παινέματά τους ακόμα: βάρος είναι και τα παινέματά τους. Ζητάν να γειτονέψουν με το πετσί σου και με το αίμα σου.
Σε κολακεύουν σάμπως θεό ή σάμπως δαίμονα. Μαλλιοτραβιούνται και θρηνούν μπροστά σου καθώς μπροστά σ’ ένα θεό ή σ’ ένα δαίμονα. Και τι μ’ αυτό; Κόλακες είναι κι αυτοί, και τίποτ’ άλλο! Πολλές φορές σου φέρνονται και καλόβολα! Όμως αυτό ήταν πάντα των κιοτήδων η πονηριά! Ναι, οι κιοτήδες είναι πονηροί! Σε σκέφτονται πολύ με τη στενή ψυχή τους – ύποπτος τους φαίνεται πάντα. Ό,τι κάνει τους άλλους πολύ να το σκέφτονται, γίνεται ύποπτο στο φινάλε. Σε τιμωράν για όλες τις αρετές σου. Σου συχωράν απ’ τα κατάβαθα της καρδιάς τους μονάχα – λάθη σου!
Επειδή είσαι βολικός και δίκαιος, λες: «Αθώοι είναι μες τη μικρή τους ύπαρξη». Η στενή ψυχή τους όμως σκέφτεται: «Ένοχη είναι κάθε μεγάλη ύπαρξη». Κι ακόμα όταν τους φέρνεσαι βολικά, θαρρούν πως τους περιφρονάς. Και για ανταμοιβή στην καλοσύνη σου, κρυφές λύπες σου προξενάν! Η αθόρυβη περηφάνια σου δεν τους αρέσει ποτέ: ευφραίνονται, σαν έχεις καμιά φορά την απλότητα να φανείς ματαιόδοξος. Αυτό, που παραδεχόμαστε σ’ έναν άνθρωπο, το πυρπολούμε. Φυλάξου λοιπόν από τους μικρούς! Μπροστά σου νιώθουν μικροί, κι η προστυχιά τους ανάβει και κορώνει εναντίον σου, ξεσπώντας σε αόρατη εκδίκηση. Δεν πρόσεξες πολλές φορές, ότι λουφάζουν σαν τους ζυγώνεις, και ότι η δύναμή τους διαλύεται σαν τον καπνό μιας φωτιάς που σβήνει; Ναι, φίλε μου! Είσαι η κακή συνείδηση των πλαϊνών σου: επειδή είναι ανάξιοι σου. Γι’ αυτό σ’ εχθρεύονται και θα ‘θελαν να πιουν το αίμα σου. Οι πλαϊνοί σου, θα ‘ναι πάντα μύγες φαρμακερές. Ό,τι μεγάλο έχεις – αυτό είναι που τους κάνει πιο φαρμακερούς κι όλο πιο όμοιους με τις μύγες. Τραβήξου, φίλε μου, στην ερημιά σου εκεί όπου μέγας αγέρας και ορμητικός φυσάει! Εσύ δεν τάχτηκες να γίνεις μυγοδιώχτης!» Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας.
[…] Μια μέρα θα φωνάξεις: «Όλα είναι ψεύτικα!» Υπάρχουν αισθήματα που θέλουν να σκοτώσουν τον ερημίτη, και αν δεν το πετύχουν αυτό, τότε πρέπει τα ίδια να πεθάνουν! Μα πώς να γίνεις δολοφόνος; Ξέρεις κιόλας, αδερφέ μου, τη λέξη «περιφρόνηση»; Και την οδύνη της δικαιοσύνης σου που σε υποχρεώνει να ‘σαι δίκαιος σ’ αυτούς που σε περιφρονάν; Πολλούς αναγκάζεις ν’ αλλάξουν γνώμη για σένα. Κι αυτό δε σου το συχωράν. Τους έφτασες και τους ξεπέρασες: κι αυτό δε θα στο συχωρέσουν ποτέ! Ανέβηκες πιο αψηλά από δαύτους: μα όσο ψηλότερα ανεβαίνεις, τόσο μικρότερο σε βλέπει το μάτι του φθονερού. Αυτόν που πετάει, περισσότερο απ’ όλους μισούν. «Πώς μπορούσατε να ‘στε δίκαιοι μαζί μου!» -αυτό πρέπει να λες- «προτιμώ την αδικία σας, το μερτικό αυτό πιο πολύ μου ανήκει». Αδικία και κοπριά, αυτά ρίχνουν στον ερημίτη: όμως, αδερφέ μου, αν θέλεις να ‘σαι άστρο, έχεις χρέος παρ’ όλα αυτά, να τους φωτίζεις!
Εύκολα ο ερημίτης απλώνει το χέρι σ’ αυτόν που τον ζυγώνει. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που δεν πρέπει να τους δίνεις το χέρι, αλλά μονάχα το πόδι: και θέλω να ‘χει το πόδι σου νύχια γαμψά αρπακτικού. Όμως ο χειρότερος εχθρός που μπορείς να συναντήσεις, θα ‘ναι πάντα ο ίδιος ο εαυτός σου.