
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Στα 1900 είχε τεθεί το ζήτημα με πρόταση νομοσχεδίου προς ψήφιση, αν θα διοικεί τον στρατό ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ή ο κοινοβουλευτισμός. Ο ελληνικός στρατός είχε ηττηθεί και ταπεινωθεί τρία χρόνια νωρίτερα, δηλαδή το 1897, το μαύρο ’97 όπως έμεινε στην ιστορία. Τελικώς ψηφίστηκε να διοικεί τον στρατό ο Διάδοχος.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν καθαρά και φανατικά αντικοινοβουλευτικός και την εποχή εκείνη ήταν στρατιωτικός κι όχι πολιτικός. Δηλώνει στο ημερολόγιο του, σε μια πολιτική εποχή ανάλογη αυτής που βιώνουμε σήμερα:
«Αγών ήρχισε μεταξύ Κοινοβουλευτισμού και Διαδόχου. Το θέατρο του πολέμου είναι ο Στρατός. Αλλά το ζήτημα του Οργανισμού τούτου είναι μόνον φάσις του μεγάλου αγώνος που θα επακολουθήσει. Ε! Κάτι θα κάμω κι εγώ να πιω ολίγον αίμα κοινοβουλευτικόν…Θα μου παρουσιαστούν περιστάσεις» (σελ 500 4 Δεκεμβρίου 1899).
Πριν το απόσπασμα – το πλήρως διαστρεβλωμένο σε νόημα – ο Ιωάννης Μεταξάς αναφέρει πως ο Στέφανος Δραγούμης υποστήριξε στο Κοινοβούλιο ότι χωρίστηκε η Βουλή σε φιλελεύθερους και μοναρχικούς και τονίζει πως «η λέξις φιλελεύθερος αναφέρεται εις την ελευθερίαν του πλειοψηφούντος κόμματος εις το να ενεργή κατά το δοκούν». Ακριβώς όπως και σήμερα δηλαδή! Συνεχίζοντας γράφει πως το μοναρχικό κόμμα δε βρίσκεται στη Βουλή αλλά έξω από αυτήν και στηρίζεται «επί εκείνων οίτινες, εκ καταγωγής και εκ χαρακτήρος είναι αφοσιωμένοι εις την μοναρχικήν ιδέαν – και ούτοι είναι ολίγοι – και εις εκείνους οι οποίοι, υποφέραντες, είτε αμέσως είτε εμμέσως, είτε ολίγον εκ του ακράτου Κοινοβουλευτισμού, τον απεστράφησαν και ζητούν να καταφύγουν εις την Μοναρχίαν – και ούτοι είναι το πλείστον του Έθνους».
Μετά από το επίμαχο απόσπασμα ο Μεταξάς εκδηλώνει τον εθνικισμό του:
«Βεβαίως μεταβολή συνετελέσθη εν εμοί. Προ τεσσάρων ετών εκυμαινόμενην εισέτι τήδε κακείσε. Ο πόλεμος όμως με έφερεν εις την θέσιν μου. Συνησθανόμην τι οφείλω ως στρατιώτης και, προ πάντων ως ευγενής και ως Μεταξάς. Ανήκω εις την αριστοκρατίαν εκείνην ήτις επολέμησεν ήδη υπέρ του Βασιλέως της και υπέρ του Κράτους πολύ πριν η γεννηθή η νέα Ελλάς. Εκ των αγώνων και των θυσιών της εγεννήθη η Ελλάς αύτη. Επομένως δι’ εμέ η πατρίς δεν είναι η από του ’21 γεννηθείσα Ελλάς, διότι ως Μεταξάς ανήκω εις γένος όπερ υπήρξε προγενέστερον της πατρίδος ταύτης, και το οποίο ανήκεν εις άλλην, πολύ μεγαλειτέραν πατρίδα, την οποίαν τώρα ο Βασιλεύς δύναται να εκπροσωπήση, Διότι εκ της ιστορίας αυτής της πατρίδος προήλθεν η Βασιλεία την οποίαν έχομεν τώρα. Διότι η Βασιλεία δεν εγεννήθη εις την Ελλάδα κατόπιν συνθήκης, αλλ’ υπήρξε μύχιος πόθος του Έθνους, το οποίον κατά την δουλείαν του ανέμενε πάντοτε την στιγμήν καθ’ ην θα συνεχίζετο η κατά το 1453 διακοπείσα ζωή της Βασιλείας. Λοιπόν δι’ εμέ είναι σαφώς καθορισμένος ο δρόμος. Η Βασιλεία εν Ελλάδι είναι συνέχεια εκείνης, την οποίαν οι πρόγονοί μου υπηρέτησαν. Επομένως το καθήκον είναι κι εγώ να την υπηρετήσω».
Ακριβώς παρακάτω αναλύει πως καταστράφηκε η Μοναρχία από τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης. Και επειδή θεωρεί ως παράδοση την Βασιλεία κι όχι τον κοινοβουλευτισμό – τον οποίο δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση – παραδίνεται ολοκληρωτικά στον Διάδοχο Κωνσταντίνο χωρίς να εξετάζει τις πράξεις του ελπίζοντας ότι είναι πολύ πιο ικανός ως χαρακτήρας να οδηγήσει το Έθνος. Σημειώνει επίσης:
«ακριβώς τούτο είναι η ουσία του Μονάρχου: το να στηρίζεται επί της θελήσεώς και της αποφασιστικότητος της Μοναρχίας και όχι επί της πειθούς διά των εν τη Βουλή συζητήσεων».
Για αυτό ο Μεταξάς είπε την περιβόητη φράση που χρησιμοποιούν εναντίον του ακόμα και σήμερα οι κομμουνιστές:
«Εγώ εν τη εξελίξει ταύτη καθώρισα ήδη τον δρόμον μου, προ πολλού. Είμαι στρατιώτης και ευγενής, και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου, του αφιερώ δε την ζωήν και την διάνοιάν μου. Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος δεν εξετάζω αν αι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν εις το Έθνος τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει η θέλησίς του είναι δι’ εμέ νόμος, θεωρώ δε εμαυτόν ευτυχή ότι χαίρω την ευμένειαν του Διαδόχου, αρχηγού αποφασιστικού και φιλοδόξου».
Ο Μεταξάς γράφει, όπως είδαμε, ότι «υπήρξε μύχιος πόθος του Έθνους, το οποίον κατά την δουλείαν του ανέμενε πάντοτε την στιγμήν καθ’ ην θα συνεχίζετο η κατά το 1453 διακοπείσα ζωή της Βασιλείας». Αυτό επιβεβαιώνεται από τα λόγια του Κολοκοτρώνη στον Άγγλο Χάμιλτον:
«Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» – «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».
ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ!