Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η πολιτική δεν είναι για όλους διότι αποτελεί μια τέχνη που απαιτεί οξυδέρκεια, διπλωματία, διορατικότητα και χαρακτήρα, πολύ περισσότερο το τελευταίο μάλιστα έναντι της γνώσης. Η πολιτική δεν περιλαμβάνει μόνο ιδεολογίες, ρητορική και οράματα. Η ορθή πολιτική βασίζεται στην πραγματικότητα και γι’ αυτό ένας ηγέτης οφείλει να είναι λογικός και ρεαλιστής. Πέρα από τις προθέσεις, την ιδεολογία και το όραμα, οι επιλογές και οι κινήσεις ενός πολιτικού ηγέτη καθορίζονται από τις εξελίξεις της εποχής του, ανεξάρτητα από τους πόθους του ιδίου ή των οπαδών του. Η ιδεολογία και το όραμα απαιτούν χώρο και κατάλληλη ιστορική στιγμή ώστε να επιχειρηθεί η υλοποίησή τους. Μέσα σε όλα αυτά εντάσσονται η γεωστρατηγική και η γεωπολιτική. Με βάση τις κινήσεις των ηγετών των άλλων κρατών αλλά και τη δική σου γεωγραφική θέση, τα δικά σου συμφέροντα – εμπλοκής σε πόλεμο ή αποφυγής αυτού -, της πλεονεκτικής ή μειονεκτικής θέσης βάση της στρατιωτικής και οικονομικής σου δύναμης αλλά και της πρόθεσης να υπερασπιστείς και να διασφαλίσεις τα κεκτημένα σου (εδάφη, εξαγωγές κτλ) αναζητάς και αποφασίζεις με ποιους θα συμμαχήσεις. Τα συμφέροντα έναντι των απειλών υπερισχύουν και καθορίζουν τους συμμάχους ακόμα κι αν μεταξύ τους υπάρχει μίσος εθνικό, φυλετικό ή ιδεολογικό. Πολλές φορές οι συμμαχίες είναι απλώς προληπτικές και στηρίζονται στη διπλωματία και την υποκρισία.
Για να πάρουμε τέτοιου είδους μαθήματα και να ξεμπερδέψουμε διάφορες ανοησίες και ιδεοληψίες ορισμένων ημιμαθών και απατεώνων, θα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι στο Μεσοπόλεμο και να δούμε ποιοι ήταν οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε η Ελλάς και πως οι κίνδυνοι αυτοί επηρέασαν την εξωτερική πολιτική μας, από το 1930 μέχρι και την εισβολή των Γερμανών στα εδάφη μας το 1941. Η κατανόηση της εποχής μέσα από ένα άρθρο δεν είναι αδύνατη. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με σειρά χρονολογική.
Οι σχέσεις της Ελλάδος με την Βουλγαρία ως γνωστόν υπήρξαν κάκιστες στον περασμένο αιώνα. Παρόλα αυτά απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμαχήσαμε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912. Με τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) η Ιταλία θα προσαρτήσει τα Δωδεκάνησα στο βασίλειο της. Στον Β’ Βαλκανικό του 1913 όμως όλοι οι σύμμαχοι, Σερβία Μαυροβούνιο και Ελλάδα, βρέθηκαν απέναντι στα σχέδια της Βουλγαρίας να κατακτήσει όλη τη Μακεδονία, τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και την Ανδριανούπολη. Με την ήττα της Βουλγαρίας θα γίνει η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα θα πάρει τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη. Η Αλβανία θα πάρει όμως τη Βόρεια Ήπειρο κατόπιν ιταλικών πιέσεων, πράγμα για το οποίο ο διορατικός πολιτικός Ίων Δραγούμης μίλησε σε άρθρο του στο «Νουμά» με τίτλο «Αρβανιτιά» τον Φεβρουάριο του 1912.
Το 1914 με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας η Ελλάδα καλείται να εκκενώσει τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (Αργυρόκαστρο, Χειμάρα, Κορυτσά, Άγιους Σαράντα κτλ). Τα εδάφη αυτά παραχωρήθηκαν στη νεοσύστατη Αλβανία η οποία θα γίνει κράτος ιταλικής επιρροής και εχθρικό προς την Ελλάδα και η εξέλιξη αυτή θα επιβεβαιώσει όσα έλεγε ο Δραγούμης στο άρθρο που αναφέρεται παραπάνω.
Τον Ιούλιο του 1914 θα ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα θα βρεθεί στο πλευρό της Αντάντ απέναντι στις Κεντρικές Δυνάμεις της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1916-1918 η Βουλγαρία θα καταλάβει ελληνικά εδάφη και θα προβεί σε βιαιότητες και λεηλασίες. Με τη λήξη του πολέμου το 1918 θα υπογραφούν διάφορες Συνθήκες. Οι πιο σημαντικές ήταν πρώτον, η Συνθήκη του Νεϊγύ που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1919 μεταξύ των νικητήριων δυνάμεων και της Βουλγαρίας και δεύτερον, η Συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου του 1920.
Στην πρώτη συνθήκη η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να παραιτηθεί όλων των δικαιωμάτων της στη Δυτική Θράκη, να αναγνωρίσει το κράτος της Σερβίας και επαναφορά των Ρουμανοβουλγαρικών συνόρων που είχαν συμφωνηθεί στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 παραχωρώντας τη Δοβρουτσά. Στη δεύτερη, η Ελλάδα θα λάβει την Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και κυριαρχικά δικαιώματα στη Σμύρνη, ενώ η Αγγλία θα λάβει την Κύπρο και η Ιταλία τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο. Τα εδάφη αυτά χάθηκαν για την Ελλάδα όμως δύο χρόνια μετά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης στις 23 Ιουλίου του 1923. Σε υπόμνημά του ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις 3 Φεβρουαρίου του 1919 ήταν απόλυτα εύστοχος σχετικά με τις προθέσεις της Βουλγαρίας έναντι της Ελλάδος και των υπολοίπων βαλκανικών χωρών:
«Αναμφιβόλως τούτο θα είχε ως αναπόφευκτον συνέπειαν την απώλειαν της διεξόδου εις το Αιγαίον αλλά είμαι έτοιμος να συστήσω λύσιν προς αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της Βουλγαρίας, καίτοι αυτή διαθέτει θαυμάσιους λιμένες εις την Μαύρην Θάλασσαν. […] Κάθε παραχώρηση κι αν εγίνετο θα ήταν ανωφελής εφόσον η Βουλγαρία δεν θα ησύχαζε μέχρις ότου αποκτήση ολόκληρον την Βαλκανικήν, αξιούσα πλήρη ηγεμονίαν εφ΄ όλης της Χερσονήσου και κατά συνέπειαν, επωφελούμενης πάσης ευκαιρίας δια να ικανοποιήση τις φιλοδοξίες της. Η Βουλγαρία αντιπροσωπεύει εις τα Βαλκάνια ότι η Πρωσσία εις την Κεντρικήν Ευρώπην, πάντοτε δε θα επιχειρή να επιβάλη τον μιλιταρισμόν της επί των Βαλκανίων, όπως επεχείρησε να πράξη η Πρωσσία εις την Δυτικήν Ευρώπην».
Μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα που επηρεάζουν την ζωή των λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου ο Βενιζέλος θα προχωρήσει σε Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία στις 30 Οκτωβρίου του 1930. Σύμφωνο Φιλίας είχε υπογράψει και με την Ρουμανία και την Ιταλία τα προηγούμενα δύο χρόνια. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1933 υπέγραψε το Σύμφωνο Εγγυήσεως με την Τουρκία λέγοντας πως είναι μια «καθαρά αμυντική συμμαχία απέναντι της Βουλγαρίας, σε περίπτωση που θελήσει να παραβιάσει τα κοινά μας σύνορα…».
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1934 υπεγράφη το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης διάρκειας δύο ετών και με προϋποθέσεις πέντε ετών στην Ακαδημία Αθηνών από τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας, Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας. Στόχος η διασφάλιση των συνόρων των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου και η αμοιβαία προστασία των συνόρων καθώς και η απαγόρευση σύμβασης με χώρα που δεν ήταν μέσα στο σύμφωνο. Η Βουλγαρία έμεινε έξω από τη συνεννόηση διότι ο πρωθυπουργός της Nicola Mushanov έθεσε τους εξής όρους: «Άρση των περιοριστικών διατάξεων για τον επανεξοπλισμό της Βουλγαρίας, εδαφική έξοδο στο Αιγαίο και, κυρίως, προστασία των βουλγαρικών μειονοτήτων». Η Αλβανία έμεινε επίσης εκτός της συνεννόησης αφού βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο το πολέμησε το ΚΚΕ ως αντισοβιετικό και ιμπεριαλιστικό με δημοσίευση στο «Ριζοσπάστη», γράφοντας μεταξύ άλλων:
«Τις στιγμές τούτες που σκορπίζεται αμέτρητα η ειρηνιστική ψευτιά και οργιάζει ο σωβινισμός το Κομμουνιστικό Κόμμα ξαναφωνάζει στους εργαζόμενους:
Κανένας μην ξεγελαστεί πως το Βαλκανικό σύμφωνο είνε σύμφωνο ειρήνης. Μάθετε πως ετοιμάζονται να ξανασύρουν στην αλληλοσφαγή για το συμφέρον των παρασίτων, των τραπεζιτών, βιομηχάνων και τσιφλικάδων! Μάθετε πως θέλουν να σας οδηγήσουν ξανά να χτυπήσετε τ’ αδέρφια σας, να γκρεμίσετε τη Σοβιετική πατρίδα!
Απ’ άκρη σ’ άκρη ας ακουστεί το σύνθημα:
Κάτω το Βαλκανικό πολεμικό σύμφωνο!
Κάτω ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και οι εξοπλισμοί της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας!
Όλοι στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης!»
Επιστρέφουμε στην εξωτερική πολιτική τώρα. Όπως καταλαβαίνουμε, από όλα αυτά τα γεγονότα δύο δεκαετιών και πλέον, η Βουλγαρία αποτελεί έναν σταθερό εχθρό που επιβουλεύεται τα ελληνικά εδάφη και στοχεύει σε έξοδο στο Αιγαίο. Οι διεκδικήσεις όμως της Τουρκίας προς την τότε Ελλάδα αλλά και της Ελλάδας προς την Τουρκία είχαν παύσει. Τα πράγματα έγιναν πιο απειλητικά όταν στις 24 Ιανουαρίου του 1937 η Γιουγκοσλαβία σύναψε σύμφωνο «Αιώνιας Φιλίας» με την Βουλγαρία αθετώντας τον όρο του Βαλκανικού Συμφώνου.
Το 1937 ο Μεταξάς βρισκόταν ήδη στην εξουσία ένα χρόνο και είχε επιβάλλει το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η Ελλάδα και η Τουρκία αντέδρασαν άμεσα στο Γιουγκοσλαβικό-βουλγαρικό Σύμφωνο. Ο Ισμέτ Ινονού επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Μάιο του 1937 και κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης ο Μεταξάς έλαβε τηλεφωνικώς εγγυήσεις από τον Κεμάλ για τα σύνορα της Ελλάδας και της Τουρκίας έναντι των προθέσεων Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Στις 27 Απριλίου του 1938 συμπληρώθηκαν τα Σύμφωνα με την Τουρκία με μία έξτρα Συνθήκη και παρατάθηκε μάλιστα η ισχύς τους έως και τον Ιούνιο του 1948. Όλες αυτές οι συμφωνίες είχαν αμυντικό χαρακτήρα. Στις 20 Οκτωβρίου του 1938 ο Μεταξάς γράφει στο ημερολόγιό του ότι έκανε πρόταση συμμαχίας στην Αγγλία πιστεύοντας ότι δεν θα γίνει δεκτή, πράγμα που επιβεβαιώθηκε. Οι Άγγλοι όμως το 1939 προχώρησαν σε συμμαχία με την Τουρκία. Ο χρόνος πίεζε κι ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος καθώς η Ιταλία προκαλούσε και είχε προσαρτήσει την Αλβανία δηλώνοντας τις επεκτατικές διαθέσεις της. Από τον Οκτώβριο του 1936 μάλιστα η Ιταλία με την Γερμανία είχαν προβεί στη συμμαχία που ονομάστηκε «Άξονας». Όλα αυτά ήταν απειλητικά για τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας αλλά και για τα θαλάσσια αφού η Ιταλία κρατούσε τα Δωδεκάνησα. Η Βουλγαρία φυσικά είχε πάντα βλέψεις προς το Αιγαίο, τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις 10 Νοεμβρίου του 1938 ο Κεμάλ Ατατούρκ πεθαίνει κι ο Μεταξάς στέλνει συλληπητήρια επιστολή λέγοντας τα εξής διπλωματικά προκειμένου να διατηρήσει καλές σχέσεις με τον μοναδικό σύμμαχο που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή:
«Αποτίουσα φόρον τιμής εις την μνήμην του περιφανούς αρχηγού, του γενναίου στρατιώτου, του πεφωτισμένου αναμορφωτού της Τουρκίας, η Ελλάς ουδέποτε θα λησμονήσει ότι ο πρόεδρος Κεμάλ Αττατούρκ υπήρξε ο κύριος θεμελιωτής της Ελληνοτουρκικής συνεννοήσεως και ότι σφυρηλάτησε τους δεσμούς της αδιαλύτου φιλίας, ήτις ενώνει τις δύο χώρες μας εν τω κοινώ ιδεώδες της ειρηνικής συνεργασίας. Θα διατηρήσει πιστώς την συγκινημένην ανάμνησιν του μεγάλου εκλιπόντος, του οποίου το κραταιόν έργον θα κατευθύνη διά παντός τας τύχας του ευγενικού τουρκικού έθνους».
Είναι αληθές ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ διατηρούσε την ειρήνη και είχε παύσει τις διεκδικήσεις προς την Ελλάδα για πολλά χρόνια, ασχέτως με το τι έγινε στο τραγικό παρελθόν. Δεν ξεχνάμε ότι ήταν ο κύριος εμπνευστής της σφαγής του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία. Ο Μεταξάς για διπλωματικούς λόγους θα παρευρεθεί στην κηδεία του και θα έχει συνάντηση μιάμισης ώρας με τον Ισμέτ Ινονού και θα γράψει στο ημερολόγιό του:
«Σύμφωνοι σε όλα, και αποφασισμένοι να πολεμήσουμε εάν η Βουλγαρία ήθελε μας αναγκάσει. Σύμφωνοι και εν τη ιδιαιτέρα μας θέσει των δύο μας μέσα στη Βαλκανική Ένωσι – όλα τέλεια και καλά. Έφυγα ευχαριστημένος για όλα, και για την είδησι που έλαβα εκεί ότι το Συμβούλιο Επικρατείας ακύρωσε την εκλογή. Αισθάνθηκα νέες δυνάμεις πλέον».
Είναι εμφανέστατα μέσα στις γραμμές αυτές το άγχος αλλά και η αγωνία, η ανησυχία και ο φόβος για την τύχη της Ελλάδος. Εφάρμοσε ξεκάθαρα την τακτική «ο εχθρός του εχθρού μου φίλος μου». Η στάση της Βουλγαρίας καθόριζε τη συμμαχία Ελλάδος – Τουρκίας αφού απειλούσε τα συμφέροντα και των δύο κρατών.
Τον Μάιο του 1939 θα είναι χειρότερα τα πράγματα για την Ελλάδα καθώς η Ιταλία και η Γερμανία υπογράφουν το Χαλύβδινο Σύμφωνο και τον Σεπτέμβριο του 1940 θα έχουν πραγματοποιήσει πλέον το Τριμερές Σύμφωνο με την Ιαπωνία. Μάλιστα τον Μάρτιο του 1941 η Γερμανία θα εγγυηθεί στην Βουλγαρία όσα ζητούσε έναντι της Ελλάδας και θα την εντάξει κι αυτήν στο Σύμφωνο. Η Ιταλία μια βδομάδα πριν επιτεθεί στην Ελλάδα είχε τάξει στους Αλβανούς την Θεσπρωτία για να πολεμήσουν μαζί της.
Βλέπουμε λοιπόν μια επεκτατική πολιτική του Άξονος που δεν υπολογίζει την Ελλάδα σε τίποτα. Ο Μεταξάς θα πει στις 30 Οκτωβρίου του 1940:
«Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη). Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.»
Ο Μεταξάς προέβλεψε την ήττα της Γερμανίας και δικαιώθηκε. Για τις επιλογές του όλες, δικαιώθηκε. Και για τον στόχο του να να πάρει τα Δωδεκάνησα επίσης δικαιώθηκε που εμπιστεύτηκε την Αγγλία. Το είχε πει την ίδια μέρα:
«Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον εις τας εφημερίδας, ανακοινωθέν από του Υπουργείου Εξωτερικών. Λοιπόν επειθυμώ να σας τονίσω τούτο: εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν…»
Η Γερμανία είχε πάντα φιλοτουρκικά αισθήματα και αφού εισέβαλε στη χώρα μας προπαγάνδιζε από την κατοχική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη» υπέρ της Τουρκίας και έναντι της Ελλάδος. Ο Μεταξάς δεν ήταν σε καμία περίπτωση τουρκόφιλος κι απλώς ασκούσε εξωτερική πολιτική, όπως άλλωστε έκανε και η Τουρκία με τις κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους προ Μεταξά αλλά και με αυτόν στην εξουσία. Ο Μεταξάς δε ζήτησε να φτιαχτεί προτομή του Κεμάλ Ατατούρκ όπως έκανε ο Χίτλερ. Την ζήτησε από τον γλύπτη του Γ’ Ράιχ Γιόζεφ Τόρακ κι εκείνος δε του χάλασε το χατίρι.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χίτλερ, τον Γκαίμπελς και τον Τόρακ στο πλάι της κεφαλής του Κεμάλ.
Ο Μεταξάς δεν άφησε την χώρα να την κατακρεουργήσουν οι αιώνιοι εχθροί μας. Η Γερμανία όμως άφησε τους Βούλγαρους να λεηλατούν τα ελληνικά εδάφη στην τριπλή κατοχή 1941-1944. Δικαιώθηκε ο Μεταξάς λοιπόν για όλα τα δεινά: «Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος αλλά και μεγαλύτερη.»
Το ΚΚΕ πολεμούσε την εξωτερική πολιτική του Μεταξά ως φασιστική, αντισοβιετική και ιμπεριαλιστική. Πάντα στο πλευρό των Βουλγάρων βεβαίως όπως κι η Γερμανία σύμμαχος αυτών ενάντια στα συμφέροντα και την αξιοπρέπεια ενός λαού «από τον οποίον εξεπορεύθη άλλοτε το πρώτον φως της ανθρώπινης ωραιότητας και αξιοπρέπειας, δύσκολο και πικρό να παρακολουθώ την εξέλιξη χωρίς να δύναμαι να πράξω το ελάχιστον», όπως έλεγε υποκριτικά ο ίδιος ο Χίτλερ. Η τουρκοφιλία και η κεμαλολατρεία του Φύρερ επικράτησαν στο τέλος. Όμως η Ελλάς με τις επιλογές του Μεταξά δε μίκρυνε, μεγάλωσε. Και μάλιστα χωρίς να έχει επεκτατικές βλέψεις, χωρίς να αδικήσει άλλους λαούς.
Μεταξάς για 1000 χρόνια!
Αλέξανδρος Καρράς
Τούρκοι αξιωματικοί επιθεωρούν ένα άρμα ‘Τίγρης” στα πλαίσια των προθέσεών τους να αγοράσουν τα καλύτερα άρματα της εποχής. Ευτυχώς και για εμάς, η εξέλιξη του πολέμου απέτρεψε αυτό το γεγονός..
Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας με τον Χίτλερ.
Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δήλωσε μετά την ένταξη της χώρας του στο Τριμερές Σύμφωνο:
«Κύριοι βουλευτές, είμαι ευτυχισμένος που σας βλέπω σήμερα συγκεντρωμένους σ’ αυτήν την ιερή αίθουσα και σας χαιρετώ εκ καρδίας με “Καλώς ήλθατε”. Η εξωτερική πολιτική της χώρας μας αυτές τις μοιραίες ώρες είναι οριστικά εδραιωμένη και η κυβέρνηση συνεχίζει να την εφαρμόζει με αποφασιστικότητα στο πλαίσιο του Τριμερούς Συμφώνου και του Συμφώνου κατά της Κομμουνιστικής Κομιντέρν. Αυτή η πολιτική βασίζεται στην ειλικρινή συνεργασία και στην εγκάρδια φιλία με τις δυνάμεις του Άξονα και με τους συμμάχους τους. Η Βουλγαρία μοιράζεται την ιδέα για την ανοικοδόμηση της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης που θα εξασφαλίσει μια διαρκή ειρήνη και δίνει με ετοιμότητα τη συνεργασία της για την υλοποίηση αυτής της ιδέας. Κύριοι βουλευτές, ο λαός μας αφιερωμένος σε εντατική εργασία με πλήρη συνείδηση για τις ιστορικές στιγμές που βιώνουμε εκτιμά τα μέτρα της κυβέρνησης για απομάκρυνση κάθε ανταρσίας ενάντια στο κράτος και στέκεται ενωμένος και συνεκτικός».