Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την ομιλία του Κωστή Παλαμά «Ηρωϊκά πρόσωπα και κείμενα» που πραγματοποιήθηκε προς τη Φοιτητική Συντροφιά την 25η Μαρτίου του 1911. Μια ακόμα ανάρτηση που αποδεικνύει ότι ήταν εθνικιστής και μάλιστα συνεπής ιδεολόγος ο εθνικός μας ποιητής! Την επιμέλεια του αποσπάσματος έκανε ο Άλκης Θρασκιάς και την έρευνα κι επιλογή του κειμένου ο Αλέξανδρος Καρράς.
Όμως ξαναγυρίζει η σκέψη μου στις τρεις κορφές, πρωθιεράρχες, σα να πούμε, μέσα στη λειτουργία του εθνικού ηρωισμού. Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Καραϊσκάκης. Γιατί; Οι μεγάλοι, όσο ψηλότερα στέκονται, δεν είναι για να τους λιβανίζη κανείς μονάχα, χάσκοντας από κάπου προς το ψήλος τους. Να τους πιστεύουμε, μα πιο πολύ να τους μελετάμε. «Οι ιδέες, είπε ένας φιλόσοφος, περπατάνε, μου μιλάνε, με βλέπουνε με μάτια».
Αντίθετα μπορώ κι εγώ να πω: Οι άνθρωποι που δίνουνε σάρκα στις ιδέες μας δείχνονται πολλές φορές με την αόρατη και με την άπληστη αϋλότητα των ιδεών. Είναι πιο πολύ σα φωτοφαντάσματα, σαν προβλήματα και σαν παραδείγματα, ακόμα πιο πολύ σα σύμβολα, με λογής υπονοούμενα για να τα ξεδιαλύσουμε, με μύριες όψες για να παίρνουμε μαθήματα, αράδα αράδα από την κάθε μια – Μιαούλης, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης. Να τη δοξάσουμε τη μεγαλοσύνη τους, μα πιο πολύ να ψάχνουμε την ιστορία τους. Ο άνθρωπος ο στοχαστικός, ο άνθρωπος που ζη με το χάρισμα ή με τη φαντασία του ελεύτερου, στις κρίσιμες ώρες της ζωής του θαναγκάζεται, και ταπεινός ακόμα και πράος και ειρηνικός, να πορεύεται, σα να ρέη μέσα στις φλέβες του αίμα από το αίμα κάποιου Μιαούλη, κάποιου Κολοκοτρώνη, κάποιου Καραϊσκάκη.
Την ώρα τούτη μού παρουσιάζονται σημάδια της ζωής και των τριών, δύο σημάδια που τους σφραγίζουνε βαθύτερ’ από άλλα: Ο κατατρεμός, και η αφοβιά. Ο ναύαρχος, προτού να στυλωθή σε θρόνο, βασιλιάς του πελάγου μας, από πόσα πέρασε! Σα λυσσασμένο σκυλί τον κυνηγούσανε, στεριάς και θάλασσας δυνατοί, φράγκοι και τούρκοι, ξένοι και δικοί. Κακοξηγημένος, κατατρεμένος· ατρόμητος πάντα· το λένε χήλια περιστατικά της ζωής του, από το παρουσίασμά του στο μεγάλο το Νέλσωνα, ίσα με το θυμό του την ώρα που μια μπάλα τούρκικη του αναποδογύρισε μπροστά του τη χύτρα που βράζαν τα φασόλια του. Σα λυσσασμένο σκυλί κυνηγήθηκε από βουνό σε γκρεμόρραχο κι από λαγκάδια σε σπηλιές, ο κλέφτης πάντα, με το κεφάλι του ξεγραμμένο, ο γέρος του Μωριά. Έγινε του βασίλειου η αποκατάσταση, μα δεν είχε κατορθώσει κ’ ίσα με τα στερνά του να αποκτασταθή στην τιμή που του έπρεπε: «Έτσι του είχανε γεμίσει την ακοή του – μιλεί ο ίδιος ο στρατηγός για τον πρώτο βασιλέα μας – με φήμη ψεύτικη, ότι έγδυσα τον κόσμο, ότι ετυραννούσα, και άλλες κακουργίες τοιαύτες, και δεν με ετήραε με καλό μάτι». Κακοξηγημένος, κατατρεμένος, ατρόμητος πάντα.
Και τι να πω εγώ για τον ασύγκριτο Καραϊσκάκη; Προτού να προσκυνηθή από το Έθνος για λυτρωτής του Έθνους ο στρατάρχης της Ρούμελης, από προδότη σε προδότη τόνε διαλαλούσανε οι γνώμες των καπεταναίων γύρω του, τα χρονικά των εφημερίδων, τα στόματα του κόσμου. Κακοξηγημένος, κατατρεμένος· ατρόμητος, το ξέρουμε, απ’ όσα πλούσια μας πληροφορούν οι βιογράφοι του. Σαν τους ήρωες του αιματοστάλαχτου πολέμου και οι άνθρωποι των ιδεών, κ’ αιθερόπλαστες ακόμ’ ας είναι, και με το μάγεμα του ονείρου, οι ιδέες που δουλεύουνε, κιντυνεύουνε, κακοξηγούνται, κατατρέχονται. Το πέρασμα της αρχοντικής παρθένας, της περήφανης Ιδέας, ανάφτει τον ανίδεο, καθώς το κόκκινο χρώμα τον ταύρο. Πάντα μια δήλωση, πάντα μια πρόκληση ο άνθρωπος με την ιδέα, ό,τι κι αν κάμη, όπως κι αν φερθή, κι όταν ακόμα σωπαίνη. Κλήρος του ο κατατρεμός, και δύναμή του η αφοβιά.
«Ο άνθρωπος της ιδέας, λέει ο περίφημος φιλόσοφος, που παραπάνου ανάφερα, στην αρχή θα καταφρονεθή, θα περάση για πρόστυχος, θα παραμεριστή από τους επιτήδειους. Ύστερα σα δηλωθή με τα έργα του πώς τρέχει μπρος από τον καιρό του έναν αιώνα ή και πολλούς, δε θα εννοηθή και θα περάση για τρελλός. Θα φάη και θα πιή και θα ντυθή και θα ποδεθή βρισιές».
Η ιδέα δε χάνεται, μα μεταμορφώνεται, καθώς όλα του κόσμου τούτου. Παγκόσμιος νόμος. Η ζωή δε μας δίνεται παρά με την κίνηση. Τίποτε δεν υπάρχει ασάλευτο. Τα πάντα από στιγμή σε στιγμή γίνονται άλλα. Ίσως ύστερ’ από καιρούς και χρόνια, η ιστορία που έχει μέσα της μέγα σάλεμα υποκειμενισμού, και ποτέ η κρίση της δεν είναι τελειωτική, ίσως μας παρουσιάση και τον ιερόν Αγώνα μας με νοήματα και με όψες, που δεν τα περιμέναμε.
Το ίδιο το Εικοσιένα ίσως είναι ωριμασμένο να ξαναφανή, να ξαναβροντήση, και ξανά να ξεσκλαβώση, με κάποιο άλλο ιδανικό, κάτου από το λάβαρο, με άλλα όπλα· ό,τι έκαμε το σπαθί, θα το κάμει ο Λόγος, αργότερα. Οι μορφές ακόμα οι διανοητικές οι γιγάντειες που φαίνονται σα χρισμένες απάνου σε βάθρο ασάλευτο, ταράζονται και μετατοπίζονται και παίρνουν όψες και νοήματα, το ένα με το άλλο διαφορετικά. Δύο παγκόσμια παραδείγματα. Από τον αιώνιον Όμηρο ο αρχαίος κόσμος δεν είχε την ίδια την απόλαψη που έχει ο νεώτερος κόσμος. Κάτι άλλο συγκινούσε τους αρχαίους μέσα στην ποίηση του Ομήρου, και κάτι άλλο τους νεώτερους. Ο Σαιξπήρος. Από τη στιγμή που πρόβαλε ίσα με τα σήμερα, ο κάθε αιώνας περνώντας την έβλεπε την εικόνα του με αλλασμένη προοπτική, του έβαζε ή του έβγαζε κάτι. Μέσα στον παντοτινό τούτον ανεμοστρόβιλο των αλλασμάτων, σαν πρωτόγονες θεότητες έξω από το χρόνο κι από τον τόπο σα γκαιτικές Μητέρες που κρατάνε του κόρφους τους τα σπέρματα των όντων, τα πλάσματα των ιδεών, αφήστε να φανταστώ σαν ταίδι απαρασάλευτο, την Αγάπη και τη Θυσία.
Ο Κυβερνήτης της Χώρας τώρα τελευταία, σε μια γενναία του δημηγορία, έρριξ’ ένα λόγο:
«Καθήκον των πολιτικών ανδρών να πίπτωση με τα ιδέας αυτών, διότι παρέχοντες εαυτούς θύματα των ιδεών των παρασκεάζουσι και διευκολύνουσι το έργον εις τους μέλλοντας να έλθωσιν αύριον».
Ανοίχτε, όσο παίρνει, τα σύνορα του λόγους τούτου· μπάστε μέσα κάθε άνθρωπο που τον κεντρώνει ο οίστρος της ιδέας. Ιερή μανία. Κάθε άνθρωπος που με την ψυχή του αγωνίζεται μιαν ιδέα να στηρίξη, μιαν ιδέα να υψώση, όσο μικρός κι αν είναι, μου φαίνεται πως θάχη πάντα στα μάτια του μπροστά, σαν ένα τράβηγμα τρομαχτικό, σαν του Αισχύλου το «ημερόφαντον όναρ» ένα γκρεμό. Είναι ο γκρεμός της θυσίας.
Κάθε άνθρωπος· από τους αρχηγούς ίσα με τους ανώνυμους στρατιώτες. Από τον επιστήμονα που δε φοβάται να πη την αλήθεια ίσα με το λογογράφο που καταστρώνει το έργο του, όπως αυτός το θέλει, κι όχι όπως θα φχαριστούσε τους άλλους γύρω του. Από τον πολιτικό που δεν καταδέχεται να είναι δημοκόπος, ίσα με τον εύζωνο που αγρυπνά στα σύνορα, για την τιμή της πατρίδας του.
Κάποιος ρώτησε μια μέρα τον Κανάρη: — Τι στοχαζόσουνα την ώρα που τραβούσε να κολλήσης το μπουρλότο σου; Κι ο πυρπολητής του αποκρίθηκε: Πάντα έλεγα με το νου μου: Κωνσταντή θα πεθάνης!