
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Το θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο «Κούρος ή Θησέας» είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία». (διαβάστε εδώ) Σε εκείνο το θεατρικό έργο ο Έλληνας συγγραφέας παρουσιάζει τον Θησέα ακριβώς όπως κι ο ναζί Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ στον «Μύθο του 20ού αιώνα»: Άνθρωπος με καταγωγή από το Βορρά, ξανθός, γαλανομάτης που διαλύει την μητριαρχία και καθιερώνει την ευγονική και τους αρσενικούς θεούς στην Κρήτη. Κι όχι μακριά από την γνώμη του Ρόζενμπεργκ, θα πει: «Αν ήταν κάθε λαός να διορίζουνταν στην Κυβέρνηση του σύμπαντος και να ‘παιρνε μιαν υπεύθυνη θέση, εμείς, οι Έλληνες, έπρεπε να διοριστούμε οι Αρχιτέκτονες του κόσμου!»
Ο Καζαντζάκης καταγράφει την ιστορία της Αγγλίας, από τα κατακτητικά κύματα των Ιβήρων και των Κελτών που έφτασαν στη γη της, και μνημονεύει την μυθική Θούλη:
«Πέρα, από το νοτιά, είχαν προβάλει με τ’ αλαφριά πολύχρωμα καράβια τους, κοντοί, μελαχρινοί, με αγόρταγα μάτια και χέρια, οι Ίβηρες. Είχαν φύγει από την πατρίδα τους, ανέβαιναν καταβορρά. Η πείνα, το κέρδος, η περιπέτεια κρατούσαν το τιμόνι. Μα ως αντίκρυσαν το ξεμοναχεμένο αυτό νησί στην άκρη του κόσμου, τρόμαξαν. Όλα τα παραμύθια τους μιλούσαν για κάποια μακρινή Θούλη, γιομάτη χρυσάφι, μαργαριτάρια και καλάι. Γιομάτη θεριά, απροσπέλαστη. Από τη μια μεριά, δυτικά, απέραντος μυστηριώδης ωκεανός, και στο βοριά πάγοι αιώνιοι.»
«Πως θ’ άνοιγε τα μάτια του τ’ αχόρταγα ο Έλληνας Μαρσελιέζος Πυθέας, που τρεις αιώνες πριν Χριστού, διψώντας σοφία και πλούτη, πέρασε τις στήλες του Ηρακλή, ανέβηκε τα ιβηρικά και γαλατικά ακρογιάλια, κι έφτασε στη μυστηριώδη Θούλη! Βρήκε, λέει, ανθρώπους ξανθούς, που έπιναν κρασί από κριθάρι και μέλι, είχαν ζωγραφιστά κορμιά κι έβγαναν καλάι από τα βουνά και το κουβαλούσαν με γαϊδουράκια στο λιμάνι».
Και μετά μνημονεύει τις επελάσεις των Σαξόνων, των Δανών και των Βίκινγκς, που ακολούθησαν τα ειρηνικά χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης του νησιού. Η αρμονική συνύπαρξη με τους Ρωμαίους οδήγησε στον ξεπεσμό των Κελτίβηρων τον οποίο οσμίστηκαν οι Σάξονες από τα σκοτεινά δάση της Γερμανίας κι από τα παράλια της Δανίας και όρμησαν να κατακτήσουν και να σκοτώσουν τους εκφυλισμένους της βρετανικής γης. «Οι λαοί, όταν αρχίζουν να ξεπέφτουν, βγάζουν μια μυστυριώδη μυρωδιά ψοφιμιού», θα πει ο Καζαντζάκης. Και έπειτα θα περιγράψει τους κατακτητές αυτούς:
«Με τα μούτρα βαμμένα γαλάζια, με μακριές ξανθές πλεξούδες, άγριοι, πεισματάρηδες, παλικαράδες και χαροκόποι. Δυνατά, αξεθύμαστα θεριά. «Δεν ντρέπουνται», λέει ένας ιστορικός, «να τρων και να πίνουν μέρα νύχτα». Που να ντραπούν! Σαν αληθινά παλικάρια, αγαπούν παράφορα και συνάμα αψηφούν τη ζωή. Αψηφούν τη ζωή τη δική τους, δε λυπούνται τη ζωή των άλλων, οι μόνες τους χαρές είναι δυο: Όχι η γυναίκα, όχι η ποίηση, όχι ο θεός κι ο παράδεισος του, ούτε η γη και τα ειρηνικά αγαθά της, οι δυο χαρές τους είναι ο πόλεμος, κι άμα τελειώσει ο πόλεμος, το τρομερό φαγοπότι. Τρώνε βουνά κρέατα, πίνουν πιθάρια μπίρα, και για ν’ ανανεώνεται ολοένα η αγάπη τους για τη σφαγή και το φαγοπότι, τραγουδούν ηρωικούς θρύλους στην άρπα. […] Ξεσπούν χωρίς χαλινό σε χαρές και θρήνους, ζουν και σκοτώνουν από το περίσσεμα της καρδιάς τους. Χοντρές είναι οι αίστησές τους, φορτωμένες λάσπη, κι έχουν ανάγκη από πολύ φαϊ, από πολύ πιοτό, από άγριο αιματηρό παιχνίδι για να σαλέψουν λίγο και να χαρούν. «Τι ζωή είναι αυτή χωρίς πληγές;» φωνάζουν τα τραγούδια τους. «Όταν σκοτώνω, χαίρουμαι σα να κρατώ μιαν κοπελιά στα γόνατά μου». Πιάνουνται από τα εγγλέζικα ακρογιάλια, πέφτουν απάνω στα χωριά, ξεκοιλιάζουν τις γυναίκες, ρίχνουν τους άντρες σε βαθιά λεβέτια με χοχλακιστό νερό. Κοπάδια τ’ αγαπημένα τους πουλιά, τα κοράκια, τους ακολουθούν. «Δε σε θέλω», λέει μια Σαξονίδα πριγκιπέσσα στον αρχηγό Έγκιλ που ήθελε να καθίσει κοντά της, «δε σε θέλω γιατί όλο τούτο το χινόπωρο δεν είδα το κοράκι να φωνάζει πάνω από το κεφάλι σου!» Κι αυτός την καθησυχάζει τραγουδώντας: «Αίματα τρέχαν από το σπαθί μου και πίσω μου χιμούσαν τα κοράκια να φάνε. Βάλαμε φωτιά στα καλύβια των ανθρώπων και κοιμηθήκαμε μέσα στο αίμα!». Τα ξανθά όμως τούτα αιμοβόρα θεριά έχουν δυο θεμελιακές αρετές: είναι γενναίοι και συνάμα πιστοί στον αρχηγό τους μέχρι θανάτου.
Λατρεύουν θεούς που τους μοιάζουν, θεούς σκληρούς που τιμωρούν ανήλεα τους άναντρους και τους ψεύτες κι ανταμείβουν τους γενναίους με πλούσια φαγοπότια στον ηρωικό τους Παράδεισο, τη Βαλχάλα. Συχωρούν πρόθυμα όσους αγάπησαν τη βία και παραδόθηκαν στην οργή, όλα τα συχωρούν, εξόν από την αναντρία και την ψευτιά. Να ‘σαι παλικάρι και να λες την αλήθεια, είναι οι υψηλότερές τους εντολές, αυτές μονάχα δεν πρέπει να παραβείς.
Φέρνουν ακόμα οι Σάξονες τούτοι κι ένα μεγάλο δώρο στη νέα πατρίδα: στοιχειώδη μα σίγουρη κοινωνική κι οικονομική οργάνωση. Δεν αγαπούν τις πολιτείες, κόβουν δέντρα, στυλώνουν σπίτια απλά και στέρεα, ξέρουν να καλλιεργούν τη γη καλύτερα από τους Κέλτες και τη μοιράζονται καλύτερα από τους Ρωμαίους, δίκαια, για να μπορούν να ζουν όλες οι φαμίλιες. Οι γέροντες προεστοί κάθουνται κάτω από ένα μεγάλο δέντρο ή ανεβαίνουν στην κορφή του λόφου κι εκεί εκλέγουν έναν αρχηγό, δικάζουν τις διαφορές, αποφασίζουν για τα κοινοτικά συμφέροντα. Πολλά χωριά μαζί διαλέγουν κοινό πολεμικό αρχηγό, το βασιλιά. Μα ο βασιλιάς αυτός δεν είναι απόλυτος μονάρχης, γύρα του κάθεται το «Συμβούλιο των Φρόνιμων», με πλατιά δικαστική δικαιοδοσία, και κρίνει.
Πίστη, τιμή, δικαιοσύνη, ελευτερία, να τα γερά θεμέλια της ατομικής κι ομαδικής ζωής τους. Καθένας απόλυτος κυρίαρχος στο σπίτι του και στην ψυχή του. Δεν παραχωρεί τίποτα στην κοινότητα παρά μονάχα όταν το θέλει και το εγκρίνει ο ίδιος. Στέκεται ο λαός τριγύρα από το βασιλιά και τους προεστούς και ψηφίζει όρθιος, φορώντας όλα του τ’ άρματα.
Η γυναίκα στέκεται κι αυτή λεύτερη δίπλα στον άντρα. Έχει απαράλλαχτα δικαιώματα και χρέη με τον άντρα. Είναι λεύτερη. Μπορεί να ‘χει δική της περιουσία, να κληρονομάει, να βρίσκεται στα συμβούλια, να λέει τη γνώμη της. Γυναίκα κι άντρας πρέπει να κρατούν αμόλευτη την οικογενειακή τιμή τους. Όποιος απατήσει τη γυναίκα του, σκοτώνεται, όποια απατήσει τον άντρα της, καταδικάζεται να κρεμαστεί ή τη σκοτώνουν οι τίμιες γυναίκες. Η γυναίκα δεν είναι ηδονή και παιχνίδι, είναι η παραστάτισσα του αντρός στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Οι Κέλτες ένιωθαν βαθιά την ομορφιά του εξωτερικού κόσμου, οι Αγγλοσάξονες τούτοι νιώθουν βαθιά την ομορφιά του εσωτερικού κόσμου. Δημιουργούν μιαν ηθική στηριγμένη στο χρέος. Κι η θρησκεία τους έχει μιαν παράξενη άγρια ομορφιά, που γοητεύει και σήμερα ακόμα τις πιο υπερήφανες ψυχές. Θρησκεία πολεμική, γιομάτη τρομερές υπεράνθρωπες δυνάμες, τέρατα χειμερινά που παλεύουν με το φως, θεοί κι ήρωες σμίγουν και πολεμούν το Λύκο, το Φίδι, τη Φωτιά. Νικούν, νικούνται, ξαναρχίζει ο πόλεμος. Δεν παραδίνουνται, δε ζητούν έλεος, δε σταυρώνουν τα χέρια υπακούοντας στο μοιραίο. Κι όμως ξέρουν πως θα ‘ρθει μια μέρα που οι φωτεινές δυνάμες θα νικηθούν, θα μαυρίσει ο ήλιος, θα σβήσουν τ’ άστρα και θα γκρεμιστεί η γη μέσα στη θάλασσα. Κι όλα θα τα φάει η φωτιά. Το ξέρουν, μα δεν τους κυριεύει πανικός. Τέτοια, άγρια, απελπισμένη κι ηρωική ήταν η θρησκεία τους. Χωρίς αναξιοπρεπείς ελπίδες. Γιατί ήταν δυνατές ψυχές και μπορούσαν ν’ ανθέξουν.»
Εν συνεχεία ο Καζαντζάκης παραθέτει τον ξεπεσμό του πολεμικού αυτού λαού ο οποίος εκχριστιανίστηκε. Έγιναν φανατικοί χριστιανοί γκρεμίζοντας τον Όντιν, τον Θωρ κι όλα τα παλιά πολεμικά ιδανικά τους, αρνήθηκαν το κρέας, την μπίρα την εκδίκηση κι από αιμοβόροι βασιλιάδες έγιναν καλόγεροι. Οι τροβαδούροι με την άρπα τους τραγουδούσαν τους παλιούς ειδωλολάτρες ήρωες από χωριό σε χωρίο και στις πλατείες, κι οι πιο φανατικοί χριστιανοί αγρίευαν. «Μα τα τραγούδια αυτά είναι οι ρίζες του Αγγλοσάξονα και δεν ξεπατώνουνται εύκολα», θα πει ο Καζαντζάκης αναρωτώμενος «ποιος είπε πως όταν τα είδωλα διώχνουνται από τους ναούς, καταφεύγουν στην καρδιά του ανθρώπου;».
Κι ύστερα θα πει ότι οι Αγγλοσάξονες ξέχασαν την πατρίδα κι αφιερώθηκαν ανενόχλητοι στην καλλιέργεια της γης και στη σωτηρία της ψυχής τους. Στα τέλη όμως του ογδόου αιώνα ήρθαν οι Βίκινγκς! Ιδού η περιγραφή της ιστορίας τους από την πένα του Έλληνα συγγραφέα:
«Έφτασαν σε πολύχρωμα κι αυτοί καράβια, με κόκκινα πανιά, με σκαλισμένα στην πλώρα θαλασσινά τέρατα. Κρατούσαν ασπίδες βαμμένες κίτρινες και μαύρες και διπλά βαριά τσεκούρια. Ξεμπάκερναν στο νησί με κουρσάρικη φούρια, σα να τρακέρνουν καράβι, καίνε χωριά και μοναστήρια, σκοτώνουν άντρες, κλέφτουν γυναίκες, πηδούν πάλι στα καράβια τους και φεύγουν. Ξαναγυρίζουν ύστερα από χρόνια. Με τριακόσια καράβια ανεβαίνουν τον Τάμεση, κυριεύουν τη Λόντρα. Δε φεύγουν πια, τους αρέσει ο τόπος, ριζώνουν. Έχουν ριψοκίντυνους αρχηγούς, πιστεύουν σε αρπαχτικούς χαρούμενους θεούς, έχουν κι αυτοί πολεμόχαρα τραγούδια, γιομάτα θάλασσα, αίμα και περιπέτεια. Έφυγαν από τη χώρα τους γιατί πλήθυνε η δύναμή τους κι είχαν ανάγκη να τη ξοδέψουν. Βρήκαν στο δρόμο τους την Αγγλία, την πήραν. Ήταν κύριοι της θάλασσας, είχαν ανώτερο οπλισμό: ατσαλένια κάσκα, σιδερένια διχτάτη φορεσιά και τρομερό αγκιστρωτό τσεκούρι. Οι Βίκινγκ χτίζουν οχυρωμένες πολιτείες, έχουν τον πόλεμο επάγγελμα. Οι καταχτημένοι καλλιεργούν τη γη, δουλεύουν στους αφέντες, οι καταχτητές αναλαβαίνουν να τους υπερασπίζουν σε ώρα κιντύνουν. Οι χωρικοί -Κέλτες, Σάξονες – ευχαριστημένοι που βρήκαν προστάτες από τους κακούργους και τους πειρατές και που σκόλασαν πια αναγκαστικά οι εσωτερικές τους διχόνοιες, υποτάσσονται μ’ ευγνωμοσύνη. Αυτά ήταν τα στέρεα πρώτα θεμέλια όπου στηρίχτηκε η φεουδαρχία. Ο άρχοντας αναλαβαίνει ορισμένα χρέη, γυμνάζεται ακατάπαυστα στα κυνήγια, στις μονομαχίες, στους πανηγυρικούς ομαδικούς αγώνες κι ετοιμάζεται για τον πόλεμο. Είναι ο δυνατός, βάνει το στήθος του μπροστά κι υπερασπίζεται το πλήθος. Και το πλήθος, κάτω από το δυνατό του μπράτσο, δουλεύει ήσυχο και ζει τη ζωούλα του με ασφάλεια. Μα ο καιρός εκτελεί το χρέος του. Αυτός τα τρώει όλα, έφαγε και τις δυνατές τούτες ψυχές. Πλάκωσε ειρήνη, λιγόστεψαν οι κίντυνοι, ξέπεσαν οι πολεμιστές, οι γιοι και τ’ αγγόνια του δυνατού δεν πάνε πια στον πόλεμο, άλλαξαν συνήθειες, τους αρέσει το καλό φαϊ, το πλούσιο ρούχο, η όμορφη γυναίκα, ο γλυκός τροβαδούρος. Μυρίστηκαν τον ξεπεσμό οι δυνατοί γειτόνοι, κι έφτασε το έχτο, το στερνό κύμα: οι Νορμανδοί.»
Μπορεί ο Καζαντzάκης να καταγράφει έξι κατακτήσεις της Αγγλίας αλλά δεν παραβλέπει και την έβδομη:
«Οι Οβραίοι, που τους κουβάλησε ο Γουλιέλμος ο Καταχτητής από τη Ρουέν της Γαλλίας, καλοβουλεύονται, ριζώνουν στη Λόντρα, γίνουνται σαράφηδες και τραπεζίτες, πλουταίνουν, δανείζουν τους βασιλιάδες, και τα εγγόνια τους και δισέγγονά τους κάποτε κυβερνούν την Αγγλία.»
Και διακρίνει το τέρας που γεννήθηκε στη γη της Αγγλίας:
«Μα ο καιρός δεν είναι καθόλου ωραιολάτρης και δε λέει ποτέ στην ιστορική στιγμή: «Στάσου, είναι τόσο ωραία!» – την αφανίζει γρήγορα και φέρνει άλλη, γιατί βιάζεται. Εξαφάνισε λοιπόν τους γραφικούς δρόμους, τις απλοϊκές συναλλαγές και τα γραφικά πανηγύρια, εξαφάνισε και τους απλοϊκούς τεχνίτες κι εμποράκους κι έφερε στην Αγγλία ένα καινούριο τέρας, τον Καπιταλισμό.»
Όταν ο Καζαντζάκης συνάντησε τον Πέτρο Βλαστό στην Αγγλία έγραψε τα κάτωθι:
«Δίπλα από ένα πυκνοφούντωτο πάρκο, όπου δε φτάνει η βουή κι η καπνιά, σ’ ένα αρχοντόσπιτο κυκλωμένο από αψηλά δέντρα, μια μεγάλη χαρά για μένα – ο Πέτρος Βλαστός. […] Ο άνθρωπος αυτός μου αρέσει, γιατί δεν περιμένει τίποτα μήτε από τους θεούς μήτε από τους ανθρώπους. Κατόρθωσε ότι μου φαίνεται πως αποτελεί την ανώτατη αξία του ανθρώπου: Ν’ αντικρύζει το Τίποτα και να μην τον κυριεύει πανικός. […] Ο Βλαστός ξέρει πως η πιο αντάξια του αληθινού ανθρώπου Μούσα είναι η Δυσκολία. Αυτή διώχνει από τη ζωή κι από την τέχνη τις εύκολες νίκες που εξευτελίζουν τον νικητή. Η ζωή δεν πρέπει, δε συμφέρει να ‘ναι, βολική, μήτε η τέχνη. Ποτέ τ’ αριστουργήματα της ζωής ή της τέχνης δεν ήταν ευχάριστα ή εύκολα. Είναι τραχιά βουνά πάντα και για λίγους. Καλοπέραση, ευχαρίστηση, παρηγοριά, ασφάλεια, είναι θανάσιμες αμαρτίες. Πρέπει, αν σέβεσαι τη ψυχή σου, να ξοδεύεσαι ακατάπαυτα, να τολμάς, να παίζεις κάθε στιγμή τα πάντα για να γυμνάζεις τη δύναμή σου, για να νιώθεις κάθε στιγμή την περηφάνια πως δεν έχεις ανάγκη μήτε από νίκη. Κι είσαι έτοιμος να ξαναρχίσεις. […] Ο Ίων Δραγούμης κι ο Πέτρος Βλαστός είναι, θαρρώ, οι δυο άνθρωποι που περισσότερο τίμησα κι αγάπησα στη ζωή μου. Σύντροφοι στη μεγάλη ελλαδίτικη μοναξιά, παραστάτες σε έναν αγώνα που, περνώντας από την πατρίδα και τη γλώσσα, τις ξεπερνάει και φτάνει σε μια βουβή, πέρα από τα σύνορα οδοιπορία. Μακάρι να μου είναι γραφτό και μετά το θάνατό μου να οδοιπορώ μαζί τους».
Θα μπορούσα να κλείσω λέγοντας ότι πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον Καζαντζάκη. Μα θα ήταν λάθος. Δεν διαβάσαμε ποτέ τον Καζαντζάκη κι αυτό πρέπει να κάνουμε τώρα. Ας αρχίσουμε από την Ασκητική. Κάπου εκεί θα μάθουμε αρχικά για το χρέος μας στη ράτσα και για την πάλη στον αγώνα. Η Ασκητική συμπυκνώνει το νιτσεϊκό πνεύμα. Και το συμπέρασμα του συγγραφέα για τον Νίτσε το 1908 στην διατριβή του με τίτλο «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας» είναι αυτό:
«Ο Νίτσε είναι κατά των ασθενών την θέλησιν, φάρμακον τελεσφόρον και επικίνδυνον, θεραπεύει τελείως – ή φονεύει. Όσοι, – άνθρωποι ή λαοί – δύνανται, χωρίς να συντριβώσιν ή να γελοιοποιηθώσιν, ν’ ανθέξωσιν εις την φιλοσοφίαν του και ν’ ακολουθήσωσιν ηρωικώς και αρμονικώς αυτήν, είναι προωρισμένοι δια την ζωήν και την κυριαρχίαν. Οι λοιποί διά την εξαφάνισιν και τον οίκτον».
Ας τον διαβάσουμε λοιπόν για να βρούμε όλα μας τα ιδανικά χαραγμένα στις σελίδες του τεράστιου έργου του. Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας. Συγκέντρωσε τις καλύτερες ιδέες από τα ανώτερα μυαλά της ανθρωπότητας και τις πρόσφερε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με έναν τρόπο μοναδικό, αποκλειστικά δικό του. Μπορεί ο Λιαντίνης κι ο Ρένος Αποστολίδης να μην τον θεωρούσαν μεγάλο συγγραφέα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είχαν και δίκιο. Ζήλεψαν, ζήλεψαν πολύ την διεθνή αναγνώρισή του που εκείνοι εν ζωή δεν ευτύχησαν να την αποκτήσουν ούτε εντός της πατρίδας τους. Ο Καζαντζάκης όμως ήταν πνεύμα, ήταν διανοούμενος και δεν ήταν πνεύμα της αντίδρασης και της οργής. Ήταν πνεύμα της θέλησης για ζωή, για δημιουργία, για αγώνα, για νίκη. Κι αυτά διδάσκει στα συγγράμματά του. Πόσο σημαντικό να διαβάζεις τέτοια φιλοσοφική σκέψη όταν είσαι νέος; Μην το σκέφτεστε. Πολύ σημαντικό διότι ο νέος που οπλίζεται με τέτοιες ιδέες δεν θα λυγίσει πουθενά στην Οδύσσεια της ζωής του. Και έχει πολλά να μάθει ο νέος από τον Καζαντζάκη όπως ότι «πρέπει να κρατήσουμε ψηλά το Εγώ της Φυλής», «φτάσε όπου δε μπορείς», «πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων», και «μη καταδέχεσαι να ρωτάς θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Πολέμα!». Εξάλλου ένας είναι ο τρόπος να αφυπνιστεί η φυλή μας:
«Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν’ ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε. Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί.»