Περνώ τη θεοπλάστρα τούτη αραβίτικη έρημο, κι όλη η σημερινή αγωνία του ανθρώπου σφίγγει τα μελίγγια μου. Πως να γλιτώσουμε κι εμείς δημιουργώντας, σάρκα από την σάρκα μας, το σύγχρονο Σωτήρα, τον Ήρωα που θα μας οδηγήσει στην σύγχρονη Γη της Επαγγελίας;
Κάθε Σωτήρας κηρύχνει το Λόγο ανάλογα με την ράτσα του, με την εποχή που γεννήθηκε, με την ατομικιά του σύσταση. Μα όλοι οι Σωτήρες είναι ένα. Διατυπώνουν μ’ έργα και με λόγο την ίδια πάντα, προανθρώπινη, ανθρώπινη και μετανθρώπινη Κραυγή. Σπαράζεται ο Θεός μέσα στ’ ανθρώπινα κορμιά, αγωνίζεται να ξεστομίσει έναν Λόγο, ν’ αλαφρώσει, μα δεν μπορεί· παραμιλάει μονάχα και μουγκρίζει. Μα ξάφνου, σε μιαν ανάταση όλου του σκοτεινού πολυκέφαλου κορμιού του, γεννάει τον Ήρωα. Τι θα πει: γεννάει τον Ήρωα; Γίνεται Ήρωας. Κι ευτύς η άναρθρη Κραυγή ξελαγαρίζει, η μνήμη φωτίζεται, ο Θεός αποχτάει μάτι, κι ασκόνταφτα, για μερικούς αιώνες, προχωράει απάνω στη γης.
Μιλάει ο Ήρωας, κι αλάκερο το σύνολο χαίρεται, γιατί αναγνωρίζει την ίδια του την φωνή. Ενεργάει, κι όλο το σύμπαντο συντάζεται και θέλει να πάει μαζί του, σαν να νιώθει πως αυτό ήθελε, έτσι ήθελε να ενεργήσει από καταβολάς των αιώνων.
Ο Ήρωας, δηλαδή η αρτιότερη έκφραση του Θεού σε μίαν εποχή και σε μια ράτσα, δίνει συνοχή και μνήμη στον αγώνα, κι αλάκερος ο κόσμος τούτος είναι δώρο δικό του προς τον άνθρωπο. Βλέπουμε με τα μάτια του, ακούμε μονάχα ό,τι εκείνος πρωτάκουσε, τρώμε τα ψίχουλα από το πλούσιο τραπέζι του, σκύλοι και Λάζαροι. Δεν μπορούμε να περάσουμε απ’ όπου αυτός δεν άνοιξε δρόμο, και να ξεστομίσουμε λέξη που αυτός δεν έπλασε. Η πέτρα είναι ξερή και ανάνθιστη μπροστά μας, ωσότου να ‘ρθει αυτός και τη χτυπήσει και να πετάξει νερά να δροσερέψουμε όλοι. Η ζωή έχει πια καταντήσει στεκάμενο βούρκο, κι έρχεται αυτός, το πνεύμα της τρικυμίας, και συνταράζει τα νερά και θεραπεύει τους παράλυτους.
Αρίφνητα πράματα κάθουνται στον ίσκιο της ανυπαρξίας και προσμένουν τον Ήρωα να τους προσδώσει όνομα, δηλαδή ζωή κι αξία. Όλες οι καρδιές, κι οι πιο ανάξιες, άθελα τους φωνάζουν: «Άγγιξε με να καώ και να σωθώ μαζί σου.»
Το χάος παίρνει πρόσωπο. Ο άνθρωπος ξεφοβάται, γαληνεύει. Αρχίζει πάλι και δουλεύει μ’ εμπιστοσύνη το χώμα και το νου του, μεγαλώνει, πλαταίνει λίγο, όσο μπορεί, την ανθρώπινη μοίρα.
Ο Ήρωας δεν είναι απροσδόκητο ουράνιο φαινόμενο. Οι ρίζες του είναι βαθιά μέσα στις μάζες. Κι ο πιο ασήμαντος γονιός συντελεί, χωρίς να το ξέρει στην γέννηση του Ήρωα. Κάθε προσπάθεια της μάζας, τούτον τον απώτατο σκοπό, χωρίς να το ξέρει, ξαμώνει. Να δημιουργήσει τον Ήρωα, το Μεσσία, να σωθεί.
Οι Οβραίοι πιστεύουν πως ο Μεσσίας έρχεται αν κάνουν καλές πράξεις· δεν έρχεται, δεν μπορεί να ‘ρθει και να θέλει, αν οι Οβραίοι ξεπέσουν στην τεμπελιά και στην απιστία. Κάθε καλή και γενναία πράξη τον αναγκάζει να ζυγώσει, κάθε κακή και κιοτίδικη τον αλαγαίρνει. Έτσι ο Μεσσίας εξαρτάται απ’ολες τις ανθρώπινες πράξες. Δημιουργιέται από τον άνθρωπο, απ’ όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους. Και βαθύτερα: η σωτηρία έρχεται όχι από το Μεσσία παρά από την πράξη κάθε ατόμου χωριστά και αλληλέγγυα όλης της ράτσας.
Μα οι Οβραίοι σιγά σιγά δεν μπορούσαν πια να βαστάξουν την αυστηρά τούτη, γιομάτη ευτύνη διδασκαλία. Θέλουν να δουν στην λιγόχρονη ζωή τους το Μεσσία να’ ρχεται και να χαρούν ζώντας την αμοιβή και τη λύτρωση. Γι’ αυτό εφευρήκαν, μικρούς, του μπογιού τους, Μεσσίες: το Σάββατο και τη μεγάλη μέρα του Εξιλασμού. Μπορούν όλη την βδομάδα ν΄αδικούνε, ν΄απιστούν, ν΄αρπάζουν και όλα είναι συχωρεμένα, γιατί το Σάββατο, ο εβδομαδιάτικος Μεσσίας έρχεται. Αν τη μέρα τούτη είναι καθαροί και βυθιστούνε στην προσευχή, όλες οι αδικίες της βδομάδας συχωριούνται. Όμοια προσμένουν και το χρονιάτικο Μεσσία, τη μέρα του Εξιλασμού, για όλες τις αμαρτίες του χρόνου.
Ο Ήρωας μιας ράτσας θέτει πάντα ως σκοπό το Αδύνατο· μα γρήγορα το πλήθος εφευρίσκει μικρές δυνατότητες, βολικούς πρόχειρους σκοπούς, κι αλαφρώνει.
Μα πρέπει πάντα να θέτουμε το Αδύνατο ως σκοπό. Τα πλήθη πάντα θα βρουν το δρόμο τους- δηλαδή την προσαρμογή της ανάγκης και της δύναμης τους στο απροσπέλαστο τούτο ιδανικό. Μα όσο αψηλότερα λάμπει το ιδανικό, τόσο η ανάταση του πλήθους είναι μεγαλύτερη, τόσο οι μικροί πρόχειροι θεοί ζυγώνουν και πιο κοντά το φοβερό πρόσωπο του Αόρατου.
Νίκος Καζαντζάκης, από το βιβλίο «Ταξιδεύοντας Ιταλία – Σινά -Ιερουσαλήμ -Κύπρος – Ο Μοριάς»
«Πρέπει δυο πράγματα να γίνουν για να ξαναδυναμώση το γένος: α’) ναυρεθή ένα ιδανικό, β’) να επιβληθή στο έθνος όλο το ιδανικόν αυτό. Ένας θαυρή το ιδανικό, αλλά ο ένας αυτός δε φθάνει, αν δεν έχει αρκετή δύναμη για να επιβάλλη σ΄ όλο τον Ελληνισμό το ιδανικό του. Πειθαρχία».
Ίων Δραγούμης