
Γράφει ο Παύλος Σ.
Οι εθνικιστές τις ελάχιστες φορές που θα συζητήσουν για χάραξη οικονομικής πολιτικής και προγράμματος θα αναφερθούν γενικόλογα στις έννοιες «αυτάρκεια», «προστατευτισμός» και «εθνική οικονομία» χωρίς να κατανοούν τι λένε. Για αυτό τον λόγο στο παρών άρθρο θα επιχειρήσω με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται να τις εξηγήσω. Θα χρησιμοποιήσω οικονομικά υποδείγματα, ιστορικές αναφορές και σύγχρονα παραδείγματα χωρών που έχουν (φαινομενικά) πετύχει έναν βαθμό αυτάρκειας. Στο τέλος, θα αναλύσω τις κινήσεις που θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα και τα εμπόδια που πιθανώς θα συναντήσει στην προσπάθεια της να επιτύχει και αυτή τους παραπάνω στόχους.
Αυτάρκεια και κλειστή οικονομία
Ένα αυτάρκες κράτος είναι αυτό που παράγει εντός της επικράτειας του τα προϊόντα που καταναλώνει συνεχίζοντας όμως να έχει εμπορικές σχέσεις (εισαγωγές και εξαγωγές) με άλλες οικονομίες. Μία κλειστή οικονομία αντιθέτως δεν έχει καμία επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο σε οικονομικό επίπεδο. Η Βόρεια Κορέα αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα «κλειστής οικονομίας» όμως όπως θα δούμε στην συνέχεια είναι μία οικονομία που εξάγει και εισάγει (αν και σε μικρό βαθμό ) όπως όλες οι υπόλοιπες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ανάγκες ενός σύγχρονου έθνους απαιτούν αναπτυγμένες τεχνολογίες και πρώτες ύλες που δεν υπάρχουν παντού στον πλανήτη. Έτσι, μία χώρα που δεν παράγει καθόλου καύσιμα πχ ή δεν διαθέτει την τεχνογνωσία για την παραγωγή εξελιγμένων μηχανών είναι αναγκασμένη να τα εισάγει από άλλες χώρες.
Ας δούμε το εμπορικό ισοζύγιο της «αυτάρκης» Βορείου Κορέας:
Με βάση τα δεδομένα του 2020 η χώρα είχε αρνητικό ισοζύγιο αξίας 401.20 εκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή οι εισαγωγές της χώρας ήταν μεγαλύτερες σε αξία από τις εξαγωγές της. Μάλιστα, αυτή η τάση μειώθηκε μόνο από την κρίση της πανδημίας της COVID, ( η οποία έκανε πολλά κράτη να στραφούν στις δικές τους δυνάμεις για να την αντιμετωπίσουν σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν στις εφοδιαστικές αλυσίδες ανά τον κόσμο) το αρνητικό ισοζύγιο τα προηγούμενα χρόνια ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Φυσικά από μόνα τους τα αρνητικά ισοζύγια δεν αποτελούν κάτι κακό. Μία οικονομία, πέρα από τα αγαθά που αναγκάζεται να εισάγει, πολλές φορές μπορεί να γίνεται δέκτης εισαγωγών, είτε ως προϊόντα είτε ως κεφάλαια, για να αναπτυχθεί. Τα συνεχή αρνητικά ισοζύγια και ο συνεχής δανεισμός είναι καταστροφικά όχι αυτά που προορίζονται για την ανάπτυξη της χώρας. Από την άλλη, ακόμα και όταν τα ισοζύγιο είναι θετικά δεν σημαίνει πως η χώρα είναι αυτάρκης σε όλους τους τομείς. Πιθανώς να εισάγει πρώτες ύλες και να τις μεταποιεί ή να εισάγει τεχνολογία που η ίδια δεν μπορεί να παράγει.

Η αυτάρκεια και το διεθνές εμπόριο στην οικονομική επιστήμη
Για την οικονομική επιστήμη το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ οικονομιών είναι πάντα θετικό και δημιουργεί ωφέλεια για όλα τα μέρη που συμμετέχουν σε αυτό. Η αντίληψη αυτή έχει την βάση της σε τρείς θεωρίες, 1) Η θεωρία του Απόλυτου Πλεονεκτήματος ( Η χώρα που χρειάζεται σχετικά μικρότερη ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας, έχει δηλαδή υψηλότερη παραγωγικότητα συντελεστών, έχει και το απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή αυτού του αγαθού). 2) Η θεωρία του Συγκριτικού Πλεονεκτήματος (Η χώρα με το συγκριτικά χαμηλότερο κόστος ευκαιρίας για την παραγωγή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας, δηλαδή που «θυσιάζει» λιγότερες μονάδες από ένα αγαθό για να παράγει ένα άλλο, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή αυτού του αγαθού). 3) Η θεωρία αναλογιών των συντελεστών Hecksher-Ohlin (Εξηγεί που οφείλεται το συγκριτικό πλεονέκτημα, υπάρχουν διαφορές στην σχετική αφθονία των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή μία χώρα έχει περισσότερο κεφάλαιο και μία άλλη περισσότερη εργασία, και ο σχετικά άφθονος συντελεστής είναι και σχετικά φθηνότερος). Επομένως, επειδή η παραγωγή ενός αγαθού που απαιτεί σχετικά μεγάλες ποσότητες από τον σχετικά άφθονο συντελεστή θα έχει και σχετικά μικρότερο κόστος παραγωγής σε σύγκριση με μία άλλη χώρα θα διαφέρουν και οι σχετικές τιμές τους, οπότε θα μπορεί να υπάρξει διεθνές εμπόριο.
Για να γίνει πιο κατανοητό θα δούμε αυτές τις σχέσεις μέσα από μερικά διαγράμματα.
Σε μία κλειστή οικονομία που δεν εισάγει ή εξάγει καθόλου αγαθά η διαγραμματική απεικόνιση της ισορροπίας της ζήτησης και της προσφοράς ενός αγαθού θα είναι η εξής:

Η καμπύλη S συμβολίζει την προσφορά του συγκεκριμένου αγαθού ενώ η D την ζήτηση του. Το σημείο που τέμνονται οι καμπύλες αυτές είναι το σημείο ισορροπίας της αγοράς το οποίο καθορίζει την τιμή (Ρ1) του αγαθού και την ποσότητα (Q1) του που θα παραχθεί και θα πωληθεί. Το κόκκινο τρίγωνο είναι το πλεόνασμα του καταναλωτή (CS), δηλαδή το ποσό χρημάτων που ήταν διατεθειμένος να δώσει για να ικανοποιήσει την ανάγκη του μέσω του αγαθού αλλά δεν ξόδεψε. Το πράσινο τρίγωνο είναι το πλεόνασμα του παραγωγού (PS), δηλαδή το κέρδος του από την πώληση των αγαθών. Το συνολικό πλεόνασμα, δηλαδή η κοινωνική ευημερία, ισούται με CS+PS=TS
Σε μία αγορά που υπάρχει εμπόριο τα πράγματα όμως είναι λίγο διαφορετικά, η τιμή δεν ορίζεται από την προσφορά και την ζήτηση της αγοράς αλλά από εξωτερικούς παράγοντες (στο συγκεκριμένο υπόδειγμα υποθέτουμε ότι η οικονομία μας δεν επηρεάζει την παγκόσμια τιμή του αγαθού, είναι δηλαδή μικρή σε μέγεθος. Αυτό γίνεται για λόγους απλοποίησης). Εάν η διεθνής τιμή του αγαθού είναι μεγαλύτερη από την εγχώρια τιμή έχουμε το παρακάτω αποτέλεσμα:

Στην περίπτωση αυτή ο παραγωγός θα παράγει μία ποσότητα Q2 αλλά δεν θα πουλήσει το σύνολο της στην εγχώρια αγορά. Θα πουλήσει μία ποσότητα Q3 στους εγχώριους καταναλωτές σε τιμή P2 και την ποσότητα Q2 – Q3 θα την εξάγει στην διεθνή αγορά. Αυτό επηρεάζει εμφανώς τα πλεονάσματα των συντελεστών της αγοράς αλλά και το συνολικό. Το πλεόνασμα του καταναλωτή θα μειωθεί διότι πληρώνει περισσότερο για μικρότερη ποσότητα αγαθών. Το πλεόνασμα που χάνει ισούται με το λαχανί σχήμα το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στο πλεόνασμα του παραγωγού, ο οποίος πουλάει μεγαλύτερη ποσότητα σε υψηλότερη τιμή. Επίσης από τις εξαγωγές ο παραγωγός κερδίζει και το πορτοκαλί τρίγωνο. Το τρίγωνο αυτό αποτελεί και την ωφέλεια της κοινωνίας από το διεθνές εμπόριο. Επομένως, στην περίπτωση που η τιμή της διεθνούς αγοράς είναι μεγαλύτερη από την εγχώρια ο παραγωγός του αγαθού βγαίνει κερδισμένος σε σχέση με τον εγχώριο καταναλωτή που χάνει μέρος του πλεονάσματος του. Στο σύνολο της η κοινωνία όμως έχει κέρδος και η κοινωνική ευημερία αυξάνεται.
Μία άλλη περίπτωση είναι η τιμή της διεθνούς αγοράς να είναι μικρότερη από την εγχώρια, επομένως να συμφέρει περισσότερο να εισάγουν τα προϊόντα από το εξωτερικό πάρα να τα παράγουν εγχώρια. Το αποτέλεσμα της κατάσταση αυτής είναι το εξής:

Στην περίπτωση αυτή ο παραγωγός θα παράγει μία ποσότητα Q4 στην τιμή P3 η οποία δεν θα το επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς και έτσι θα εισαχθούν προϊόντα σε ποσότητα Q5-Q4. Αυτό επηρεάζει τα πλεονάσματα των συντελεστών της αγοράς. Οι καταναλωτές κερδίζουν σε βάρος των παραγωγών το σχήμα P1P3ΑΔ εφόσον αγοράζουν περισσότερη ποσότητα του αγαθού σε μικρότερη τιμή. Επίσης το πορτοκαλί τρίγωνο αποτελεί μέρος του πλεονάσματος του καταναλωτή και η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας από το ελεύθερο εμπόριο.
Κριτική στην θεωρία του ελεύθερου εμπορίου
Από την παραπάνω ανάλυση καταλαβαίνουμε ότι ακόμα και αν υπάρχει ωφέλεια για την κοινωνική ευημερία πάντα θα υπάρχει κάποιος χαμένος, είτε οι καταναλωτές είτε οι παραγωγοί, και καμιά φορά η εγχώρια οικονομία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Οι καταναλωτές πιθανώς να μην μπορούν να αγοράζουν σε τόσο υψηλή τιμή το αγαθό ή να μην επαρκούν τα αγαθά για να καλύψουν τις ανάγκες της κοινωνίας στην περίπτωση των εξαγωγών. Οι επιχειρήσεις να αναγκαστούν να απολύσουν τους εργαζόμενους τους ή ακόμα και να βάλουν λουκέτο στην περίπτωση των εισαγωγών, δημιουργώντας ανεργία. Ακόμα μια χώρα που είναι εξαρτημένη από την εισαγωγή αγαθών βρίσκεται σε μειονέκτημα σε περιόδους κρίσης όπως συνέβη με την κρίση της COVID και τώρα με την ουκρανική. Η κριτική προς την πλήρη απελευθέρωση των αγορών δεν είναι κάτι καινούργιο και ήδη από τις πρώτες φάσεις της οικονομικής ιστορίας την παρατηρούμε. Για παράδειγμα η Γερμανική Ιστορική Σχολή αμφισβητούσε το όφελος του ελευθερίου εμπορίου προς την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας στον 19ο αιώνα και πρότεινε την χρήση προστατευτικών μέτρων από τις εξαγωγές ανταγωνιστικότερων οικονομιών μέσω του κράτους.
Πιο αναλυτικά θα προσεγγίσει το ζήτημα αυτό ο πατέρας των εθνικιστικών οικονομικών Friedrich List στο έργο του «Το εθνικό σύστημα πολιτικής οικονομίας» όπου θα χωρίσει την στάση κάθε εθνικής οικονομίας ως προς το ελεύθερο εμπόριο σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη η οικονομία που αναπτύσσεται θα εξάγει στην ελεύθερη αγορά τα γεωργικά προϊόντα που παράγει και θα εισάγει τα αναγκαία που χρειάζεται ώστε να χτίσει την δική της βιομηχανία. Στην δεύτερη φάση η οικονομία ώστε να προστατεύσει την εγχώρια βιομηχανία της από τις πιο ανταγωνιστικές του εξωτερικού θα λάβει μέτρα προστατευτικής πολιτικής ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν. Τέλος, στην τρίτη φάση η εγχώρια βιομηχανία λειτουργεί πλέον ελεύθερα πάλι στα πλαίσια της διεθνούς αγοράς βρισκόμενη πλέον σε μία ανταγωνιστική θέση. Ο List δεν αρνείται την ωφέλεια του ελεύθερου εμπορίου όμως αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες και αδυναμίες εκάστοτε οικονομίας. Μάλιστα η κριτική που ασκεί σε Άνταμ Σμιθ και Ρικάρντο είναι ότι κάνουν το λάθος να εφαρμόζουν το οικονομικό σύστημα της εγχώριας οικονομίας στην διεθνή αγορά. Αντιλαμβάνονται δηλαδή τα κράτη που την αποτελούν ως τα άτομα που αποτελούν μια αγορά επομένως και ότι λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Το πρόβλημα με αυτόν τον τρόπο σκέψης είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνει τα εθνικά συμφέροντα και ανάγκες κάθε κράτους ούτε την πολυπλοκότητα της σύνθεσης τους. Οι σύγχρονες οικονομικές σχέσεις επιβεβαιώνουν πλήρως τον List στα λεγόμενα του. Βρισκόμαστε στην εποχή με την πιο απελευθερωμένη και ολοκληροποιημένη διεθνή αγορά αλλά οι τάσεις προστατευτισμού δεν έχουν εξαλειφθεί.
Μέσα εμπορικής πολιτικής
Επομένως, αν μία οικονομία επιθυμεί να προστατεύσει την εγχώρια αγορά πως θα τα καταφέρει; Τα μέσα εμπορικής πολιτικής είναι τα εξής:
- Δασμοί
Ο δασμός είναι μία χρηματική επιβάρυνση σε ποσοστό επί της δασμολογητέας αξίας του προϊόντος που εισάγεται από μία τρίτη χώρα. Ο στόχος του είναι να αυξήσει την τιμή του αγαθού στην αγορά ώστε να ευνοηθούν τα εγχώρια προϊόντα. Μετά την ίδρυση του ΠΟΕ το 1994 οι δασμοί για τα περισσότερα προϊόντα είτε εξαλείφθηκαν είτε έγιναν σταθεροί και απαγορεύεται ένα κράτος μέλος αυθαίρετα να τους αυξήσει. (Μπορεί μονάχα να τους μειώσει αλλά προς όλα τα μέλη του ΠΟΕ με βάση την αρχή του Μάλλον Ευνοούμενου Κράτους). Για αυτό τον λόγο πολλά κράτη επέβαλαν ισοδύναμους προς τους δασμούς φόρους όπως το στατιστικό τέλος ή το τέλος φυτοϋγεινομικού ελέγχου. Σταδιακά απαγορεύτηκαν και αυτές οι πρακτικές καθιστώντας τους δασμούς ένα πολύ αδύναμο προστατευτικό όπλο.
- Ποσοτικός περιορισμός (ποσόστωση)
Η ποσόστωση είναι όταν το κράτος ορίζει ανώτατο όριο στην ποσότητα εξαγωγής ή εισαγωγής ενός προϊόντος. Έχει επίσης απαγορευθεί από τον ΠΟΕ. Πρακτικές με παρόμοια αποτελέσματα με τον ποσοτικό περιορισμό, δηλαδή την μείωση των εισαγόμενων προϊόντων στην εγχώρια αγορά, έχουν επίσης απαγορευτεί όμως είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο εκτελωνισμός των ιαπωνικών ηλεκτρικών συσκευών από το τελωνείο του Poitiers. Η Γαλλία την δεκαετία του 70 και 80 σε μία προσπάθεια να περιορίσει την κυριαρχία των ιαπωνικών ηλεκτρικών συσκευών στην αγορά της πέρασε έναν νόμο που υποχρέωνε τον τελωνισμό τους να γίνεται στο τελωνείο του Poitiers. Το συγκεκριμένο τελωνείο ήταν απομακρυσμένο και είχε έναν μοναδικό εργαζόμενο, δημιουργώντας τεράστιους χρόνους αναμονής. Ο ΠΟΕ έδωσε τέλος στην πρακτική αυτή μέσα από το δικαστήριο του δικαιώνοντας την Ιαπωνία.
- Τεχνικές προδιαγραφές
Αποτελούν τις προδιαγραφές που επιβάλλεται να πληρούν τα προϊόντα ώστε να εισέλθουν στην εγχώρια αγορά. Αυτό το μέτρο εμπορικής πολιτικής χρησιμοποιείται για να αποκλείσει ξένα αγαθά από την αγορά της. Είναι από τους πιο συνηθισμένους τρόπους άσκησης προστατευτισμού και σήμερα γίνεται συνήθως με μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας, πχ περιορισμοί στις εκπομπές ρύπων.
- Κρατικές επιδοτήσεις
Κρατική επιδότηση είναι η ενίσχυση ιδιωτών μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας στο εξωτερικό. Δηλαδή, το κράτος πληρώνει ένα μέρος του κόστους παραγωγής του αγαθού με αποτέλεσμα την μείωση της τιμής του κάνοντας και πιο ανταγωνιστικό. Λόγω της δυνατότητας να επηρεάσουν αρνητικά την ελεύθερη αγορά οι κρατικές επιδοτήσεις με βάση τον ΠΟΕ επιτρέπονται άλλα μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ένα αντίστοιχο μέτρο ενίσχυσης των εγχώριων επιχειρήσεων είναι και μέσω επενδύσεων. Πχ η κατασκευή ενός λιμανιού κοντά στα ορυχεία μίας επιχείρησης εξορύξεων. Αυτή η κατασκευή δεν αποτελεί επιδότηση της επιχείρησης όμως έμμεσα την ενισχύει και της μειώνει τα κόστη.
Όπως καταλαβαίνει κανείς η προστασία της εγχώριας οικονομίας είναι εφικτή με διάφορους τρόπους και μέσα όμως είναι και βαρύτατα περιορισμένη από διεθνής οργανισμούς όπως τον ΠΟΕ. Αυτό δεν σημαίνει ότι μία χώρα βρίσκεται στο έλεος της παγκόσμιας αγοράς, έχει το δικαίωμα να προστατεύσει την οικονομία της από αθέμιτες πρακτικές αλλά και να ενισχύσει την παραγωγή της, αρκεί να το κάνει με τρόπο που δεν παραβιάζουν τους βασικούς κανόνες και συμφωνίες του ΠΟΕ.
Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Η χώρας μας όμως δεν αντιμετωπίζει μονάχα τους περιορισμούς του ΠΟΕ αλλά και ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης έχει υποχρεωθεί να παραδώσει μερικές αποφάσεις και εργαλεία στα χέρια της Ένωσης. Το σημαντικότερο από αυτά για την εμπορική πολιτική είναι τα ίδια τα τελωνεία. Η Ελλάδα ως κράτος μέλος μίας τελωνειακής ένωσης, ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της ΕΕ, έχει 1) κοινό δασμολόγιο με τα υπόλοιπα κράτη μέλη, δηλαδή οι δασμοί σε αγαθά τρίτων χωρών είναι κοινά, και 2) η μεταφορά των αγαθών μεταξύ των κρατών μελών είναι ελεύθερη, δηλαδή δεν περνάει από τελωνείο, άρα ούτε επιβάλλεται και δασμός, για να μεταφερθεί ένα αγαθό από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη των ευρωπαϊκών τελωνείων είναι κοινά και αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ο προϋπολογισμός αυτός, που αποτελείται κυρίως από τις συνδρομές των κρατών μελών και από τα διάφορα έσοδα της ένωσης (όπως οι δασμοί), είναι πάντοτε ισοσκελισμένος (τουλάχιστον μέχρι σήμερα), δηλαδή οι δαπάνες ισοδυναμούν με τα έσοδα της Ένωσης. Μέσω του προϋπολογισμού τα χρήματα της ΕΕ αναδιανέμονται στα κράτη μέλη ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Οι κρατικές επιδοτήσεις είναι ένας ακόμη τομέας που η ΕΕ θέτει περιορισμούς. Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να στηρίζουν τις εγχώριες επιχειρήσεις τους υπό συγκεκριμένες συνθήκες και εφόσον δεν επηρεάζουν αρνητικά την λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Δηλαδή, δεν έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία μονοπωλίων και αθέμιτου ανταγωνισμού.
Μία ακόμα σημαντική πολιτική της ΕΕ, ειδικά για την Ελλάδα, είναι αυτή της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Αποτελεί από τα πρώτα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε η Ένωση και έχει ως στόχους:
- Το σταθερό εισόδημα και την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των γεωργών
- Την διασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και την σταθερή προσφορά τροφίμων σε προσιτές τιμές
- Την αειφόρα ανάπτυξη της γεωργίας με πλήρη σεβασμό προς το περιβάλλον
- Την διατήρηση της αγροτικής οικονομίας και των αγροτικών περιοχών της ΕΕ.
Παλαιότερα επέμβαινε στις τιμές των προϊόντων ώστε να προστατεύσει τους ευρωπαίους αγρότες όμως πλέον ακολουθεί διαφορετική πολιτική. Στηρίζει με άμεσες ενισχύσεις τα εισοδήματα των αγροτών και ανταμείβει τις φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές. Στηρίζει με έκτακτα μέτρα την αγορά σε περιόδους κρίσης. Μέσα από εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα στοχεύει στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Μερικές προτάσεις για την Ελληνική οικονομία: Είναι το όνειρο της αυτάρκειας εφικτό;
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η ελληνική οικονομία είναι αρκετά περιορισμένη ως προς τις προστατευτικές πολιτικές που μπορεί να ακολουθήσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Στα πλαίσια μίας εθνικής οικονομικής πολιτικής η μέθοδος που επιβάλλεται να ακολουθηθεί είναι αυτή της ενίσχυσης των ήδη υπαρχόντων δυνάμεων της χώρας.
Η γεωργία στην Ελλάδα αποτελεί ποσοστιαία ένας από τους μεγαλύτερους τομείς της οικονομίας αλλά το μεταπολιτευτικό κράτος αντί να αξιοποιήσει την υπάρχουσα αγροτική κουλτούρα και δυναμική επιλέγει να κρατά τον Έλληνα αγρότη σε μία μόνιμη κατάσταση φτώχειας. Να ζει με επιδόματα και να παράγει ελάχιστα. Μέσα από εθνικά προγράμματα ανάπτυξης της γεωργίας και σε συνδυασμό με την ΚΑΠ η Ελλάδα μπορεί όχι μόνο να διασφαλίσει την ικανοποίηση των δικών της αναγκών αλλά και να εξάγει τα προϊόντα της στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι επενδύσεις σε σύγχρονες και βιώσιμες τεχνολογίες, η στήριξη των γεωργών αλλά και η δημιουργία κινήτρων για την εγκατάσταση νέων ανθρώπων σε αγροτικές περιοχές είναι αναμφίβολα αναγκαίες για την αναγέννηση του ελληνισμού.
Ο δευτερογενής τομέας της βιομηχανίας και μεταποίησης ποτέ δεν ήταν το ισχυρότερο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφεθεί στην τύχη του. Υπάρχουν ακόμα ελληνικές βιομηχανίες και βιοτεχνίες που όσο περνάνε τα χρόνια δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Σίγουρα δεν θα μετατραπούν ποτέ σε μεγάλους ανταγωνιστικούς εξαγωγείς όμως πρέπει να μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν αγαθά για την εγχώρια αγορά και οικονομία. Εκατοντάδες άνθρωποι εργάζονται σε αυτές και αποτελούν, έστω και σε μικρό βαθμό, μία απεξάρτηση από τις διεθνείς αγορές.
Ο τομέας των υπηρεσιών απασχολεί την πλειονότητα των Ελλήνων, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Το πρόβλημα της Ελλάδας βρίσκεται στο ότι ο τομέας αυτός δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικός γιατί επικεντρώνεται κυρίως γύρω από τον τουρισμό και την σίτιση (εστιατόρια, καφετέριες κτλ). Οι κλάδοι αυτοί δεν είναι παραγωγικοί και είναι βαθύτατα εκτεθειμένοι σε παγκόσμιες κρίσεις, όπως αυτήν της πανδημίας. Το ισχυρό χαρτί της χώρας μας στον τομέα των υπηρεσιών βρίσκεται αλλού, στους εκατομμύρια επιστήμονες της. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παράγει εξαιρετικούς επιστήμονες που όμως η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να τους απορροφήσει. Έτσι, εκατοντάδες χιλιάδες νέων επιστημόνων φεύγουν στο εξωτερικό (brain drain) για να φτιάξουν την ζωή τους. Όσοι παραμείνουν εδώ αναγκάζονται να εργαστούν σε χαμηλόμισθες εργασίες άσχετες με το αντικείμενο τους, μένοντας εξαρτημένοι οικονομικά από τους γονείς τους. Η Ελλάδα φέρει ευθύνη προς την νεολαία της που έχει φύγει ή είναι ακόμα εδώ να την αποκαταστήσει. Ο τρόπος με τον οποίον θα γίνει αυτό είναι η μετατροπή της χώρας σε τεχνολογική πρωτεύουσα της Ευρώπης και σε εκπαιδευτικό κέντρο των Βαλκανίων. Η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης μέσα από τα ελληνικά πανεπιστήμια και άλλα κέντρα ερευνών σε συνδυασμό με το εκπληκτικό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού που κατέχει η χώρα γρήγορα θα μπορούσε να την μετατρέψει σε μία νέα Silicon Valley της Ευρώπης. Έχουμε δει πως διαπρέπουν οι νέοι Έλληνες όταν τους δίνονται κεφάλαια και σύγχρονες δομές να εργαστούν, μιας μεγάλης κλίμακας επένδυση σε αυτούς θα είχε δραστικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία. Ακόμα, τα πανεπιστήμια μας θα αναβαθμιζόντουσαν και θα αποτελούσαν κέντρο προσέλκυσης φοιτητών από τα Βαλκάνια και την Μεσόγειο.
Ο τομέας της ενέργειας είναι επίσης ένας που μας απασχολεί ιδιαίτερα. Η ενεργειακή ανεξαρτησία και αυτάρκεια αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για μία ισχυρή χώρα. Τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, εφόσον είναι οικονομικά βιώσιμα, πρέπει να χρησιμοποιηθούν μέχρι την πλήρη απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και την ολοκλήρωση της πράσινης μετάβασης. Η αειφορία και η βιωσιμότητα των ενεργειακών μας πηγών είναι κάτι που θα έπρεπε όλους να μας απασχολεί, για το καλό του περιβάλλοντος και των επόμενων γενεών. Για αυτό τον λόγο η χρήση των ΑΠΕ επιβάλλεται να γίνεται με τρόπο έξυπνο και παραγωγικό. Τα φωτοβολταϊκά να μην τοποθετούνται στα χωράφια, στερώντας καλλιεργήσιμη γη από τους Έλληνες, αλλά στις σκεπές των πολυκατοικιών, μειώνοντας το κόστος ενέργειας για κάθε Έλληνα πολίτη. Η εγκατάσταση των ανεμογεννητριών να μην γίνεται τυχαία και με τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις αλλά σχεδιασμένη στρατηγικά σε σημεία που 1) μεγιστοποιούν την παραγωγικότητα τους 2) ελαχιστοποιούν την περιβαλλοντική ζημιά. Η πυρηνική ενέργεια επίσης είναι ένα από τα όπλα που οφείλει η Ελλάδα να προσθέσει στην φαρέτρα της. Είναι ασφαλής, παραγωγική, φθηνή.
Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω χρειάζονται πολλά πράγματα να γίνουν. Μείωση της φορολογίας που στραγγαλίζει την επιχειρηματικότητα, αναδιαμόρφωση του δημόσιου τομέα, αντιστροφή της αστικοποίησης και αναγέννηση της επαρχίας, αντιμετώπιση του τεράστιου δημοσιονομικού χρέους και άλλα πολλά. Ο δρόμος προς την ευημερία είναι μακρής, δύσκολος και θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί. Όμως αξίζει τον κόπο και αποτελεί το πρώτο βήμα προς την αναγέννηση του Ελληνισμού και του έθνους. Όσο για την αυτάρκεια, είναι προφανές ότι η πλήρης ανεξαρτητοποίηση δεν είναι εφικτή αλλά η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί από μία χώρα εξαρτημένη και αδύναμη σε κινητήρια Ευρωπαϊκή δύναμη τα επόμενα χρόνια αρκεί να υπάρξει υπεύθυνη και εθνικά σκεπτόμενη ηγεσία.
Βιβλιογραφία
- The National System of Political Economy, Friedrich List
- Διεθνές οικονομικό δίκαιο, Matthias Herdegen
- Τα οικονομικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Richard Baldwin, Charles Wyplosz
- Οικονομική ιστορία της Ελλάδας, Λευτέρης Τσουφλίδης