Α’ προκήρυξη προς τους σκλαβωμένους και τους ελευθερωμένους Έλληνες:
«Σκολειά στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε· έχουμε αρκετά, και δημοτικά, και γυμνάσια και πανεπιστήμιο. Τα γυμνάσια στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά μάλιστα. Να ήταν τρόπος να έδιναν οι πλούσιοί μας χρήματα για να κλειστούνε μερικά. Γιατί τα γυμνάσια βγάζουν ανθρώπους όχι της δουλειάς, μα χασομέρηδες και ακαμάτες που γυρεύουνε θέσες. Κ’ οι τέτοιο άνθρωποι είναι ψώρα σ’ έναν τόπο. ― Και μολονότι το πανεπιστήμιο που έχομε, κι αυτό πολύ μας πέφτει, βρέθηκε κάποιος πλούσιος να μας φτειάσει και δεύτερο. Κρίμα στα χρήματα!»
«Πλούτος δεν είναι το χρήμα. Πλούτος είναι η δουλειά. Ποτέ δεν είμαστε φτωχοί, όσο μπορούμε και δουλεύουμε. Και πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να δουλεύουμε στον τόπο μας και να τον καλοδουλεύουμε τον τόπο μας σαν κάτι που το αγαπούμε περισσότερο από κάθε άλλο πράμα. Πρέπει να καταλάβουμε, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, πως το ξενίτεμα δεν είναι καλό πράμα, όσο έμεινε αδούλευτος ο τόπος μας και το έθνος μας δεν έγινε δυνατό και μεγάλο για να μπορεί να ζήσει δίχως τη βοήθεια όλων των παιδιών του. Μας χρειάζεται σιμά της η πατρίδα, να μας έχει στο χέρι. Δεν είναι σωστό να της ξεφεύγουμε. Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ’ άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό. Της λείπουν τα χέρια, γιατί τα παιδιά της την αφίνουν και φεύγουν, και γιατί τα ελληνικά κεφάλαια μένουν τα περισσότερα νεκρά. Αν εξακολουθήσει να γίνεται αυτό, θάρθουνε σίγουρα, σήμερα αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας.»
Η Μικρή Πατρίδα:
«Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ’ έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. «Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα». Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιός τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.
Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός.
Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιός του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί νανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν’ ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ’ άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.
Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλλιτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν’ αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι ― δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ’ αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!
Ο γεωργός που με τη δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.
Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ’ αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.
Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν ά ν θ ρ ω π ο ι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.»