Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας και μια προσωπικότητα εν πολλοίς ανεξάρτητη, ένα ελεύθερο πνεύμα με έντονο ιδεαλισμό. Δεν είχε καμία σχέση με ψεύδη και μικρότητες, με μικροσυμφέροντα και ματαιοδοξίες. Ήταν μια ύπαρξη μοναχική με μεταπτώσεις και μεγάλη αδυναμία στο ωραίο φύλο. Στην πολιτική δεν έβρισκε τίποτα να του αρέσει, ένιωθε μια απέχθεια και μια σιχαμάρα για το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, τις εκλογές, τη βουλή και τους βουλευτές και τα συμφέροντα των ψηφοφόρων. «Αν μπορούσαμε να ζήσωμε χωρίς το βουλευτιλίκι, τόσο το καλλίτερο», έλεγε όταν μιλούσε για τις κοινότητες. Ο ίδιος ένιωθε ότι δούλευε ανθρώπινα μέσα στην πολιτική κι όχι εκλογικά ή εθνικά. Ήθελε μια επανάσταση της πολιτικής ενάντια στη σαπίλα του κράτους προκειμένου να υπάρξει καλύτερη ανατροφή για τις επερχόμενες γενιές. «Να φτιάξουμε απογόνους», έλεγε.
Ο ιδεαλιστής που βρισκόταν σε λάθος χώρο, σε λάθος θέση, με λάθος ανθρώπους συνεχώς συλλογιζόταν την εξύψωση του Έλληνα: «Τι επιδιώκω; Τι ιδανικό έχω; Ανθρώπους τέλειους; Μα τι θα πει; Ανθρώπους με ανώτερη ηθική και με διαπεραστικό μυαλό, μα και τα δυο μαζί, αν μάλιστα δεν υπάρχει το δεύτερο να υπάρχει το πρώτο. Και τι κάνω γι’ αυτό; Πολιτική στην Ελλάδα. Σιχαμάρα!»1
Τον Σεπτέμβριο του 1915 συλλογιζόταν πια ότι ήθελε να δοκιμάσει και την κοινοβουλευτική πολιτική – αν κι έλεγε «δεν είμαι πολιτικό ζώο εγώ» – διότι πίστευε πως αν χωνόταν περισσότερο στα πράγματα θα μάθαινε καλύτερα το έθνος, το κράτος, την κοινωνία αλλά και την αντοχή του εαυτού του. Έτσι λοιπόν θα κατέληγε στην εξής άποψη: «Είμαι άντρας, και είμαι άνθρωπος που όλα θέλει να τα εμβαθύνει, όσο σιχαμερά κι αν του φαίνονται, και όσο αντίξοα. Θα μετρήσω έτσι τη δύναμη της αντοχής μου και την ικανότητά μου για επικράτηση».2 Είχε προαποφασίσει πάντως πως δεν θα έμενε για πάντα στην πολιτική για να μη χάσει τον εαυτό του. Εξάλλου είχε διαπιστώσει παρατηρώντας τον ελληνικό λαό και τη σχέση του με την πολιτική:
«Ω Έλλην, Έλλην είσαι πάντα αυτός ο ίδιος που σε ξέρω. Μένεις στην Ελλάδα και χώνεσαι στην πολιτική, κοντεύεις να χαλάσης. Διά μιας αποφασίζης να αφήσης την συγκίνηση αυτή και να κοιτάξης το συμφέρον σου, δηλαδή να κάμης χρήματα».3
Στην Ελλάδα ένιωθε δεμένος με την πολιτική χωρίς καλά καλά να τον ενδιαφέρει ο κόσμος της. Δεν ήθελε γνωριμίες με ανθρώπους που δεν του έμοιαζαν ούτε να μιλά και να γράφει για πολιτικά ζητήματα ενώ όλα αυτά ήταν έξω από την ψυχή του. Του άρεσε η φύση και βιβλία σαν του Μάρκου Αυρηλίου, καθώς έλεγε ο ίδιος. Διέφερε πολύ από όλους τους άλλους πολιτικούς και το ανέλυε έτσι:
«Τι διαφορά έχουμε ο Σουλιώτης4 και γω από τους άλλους που ανατώνονται με τα εθνικοπολιτικά; Ό,τι δεν είναι δουλειά μας αποκλειστική αυτό, παρά έχουμε και κάτι τι αιώνιο που μας κάνει και δεν είμαστε σύγχρονοι με τους σύγχρονους ανθρώπους – η σκέψη η φιλοσοφική που περιέχει και κάποιο θρησκευτικό αίσθημα και λίγο μυστικισμό».5 Τον Μάιο του 1916 έγραφε «να φύγω από την πολιτική το γρηγορότερο».6 Τόσο δεν άντεχε τον χώρο της πολιτικής και τους ανθρώπους της. Περιφρονούσε τον τίτλο και την υπόσταση του πολιτικού – κάποτε είπε σε κάποιον ότι είναι υποψήφιος βουλευτής τονίζοντας «δηλαδή άεργος» – και έλεγε: «Πολιτικός θα πει ένας που δεν κάνει τίποτα παρά μιλεί και κατακρίνει τους άλλους πολιτικούς και λέει πως αυτός θα έκανε καλύτερα».7
Πριν εκλεγεί βουλευτής Φλωρίνης το 1915, ο Δραγούμης αδιαφορούσε και δεν ήταν σίγουρος αν θέλει να γίνει βουλευτής. Για την ενασχόληση με την πολιτική τον πίεσε ο πατέρας του, ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε διατελέσει και πρωθυπουργός. Έλεγε λοιπόν ο Έλληνας εθνικοσοσιαλιστής: «Ετοιμάζομαι, όπως εγώ ξέρω. Έπειτα δεν πηγαίνω με σκοπό και καλά να γίνω βουλευτής. Και αλλοιώς μπορεί να είναι κανείς πολιτικός. Έπειτα καλά, καλά δεν ξέρω, αν και αυτό θα το κάμω. Δεν ξέρω τίποτε· δε συλλογίζομαι το μέλλον. Κάνω κάθε μέρα ό,τι νομίζω σωστό».8 Ρωτήθηκε τι είδους πολιτικός είναι και απάντησε:
«Κακός πολιτικός. Γι’ αυτό δεν ξέρω αν θα συνεχίσω την πολιτική. Ίσως να μην είμαι φτειαγμένος για πολιτική. Δε μ’ αρέσει να μιλώ πολύ και στην τωρινή πολιτική χρειάζεται να είσαι χωρίς ψυχή. Πόσο λιγώτερο είχαν την ψυχή τους στα χείλη οι άνθρωποι άλλων εποχών, οι μεσαιωνικοί, έξαφνα, ως στη γαλλική επανάσταση. Όσο γίνονται δημοκρατικότερα τα πολιτεύματα και όσο γενικεύεται η εγγραμματοσύνη, τόσο και ανεβαίνουν όλα τα σωθικά μας προς τα χείλη και βγαίνουν με λόγια και άλλα λόγια. Όλοι μιλούν τώρα σαν παπαγάλοι, σα μαϊμούδες, για όλα τα πράματα, σα να τα ήξεραν όλα και σα να μην υπάρχη γι’ αυτούς τίποτε κρυμμένο ή αμφίβουλο. Είναι τόσο βέβαιοι γι’ αυτά που λένε. Και λοιπόν, καθώς είναι φυσικό, για να πάρης κάποια υπεροχή, απάνω στους ανθρώπους τούτους, τους τόσο ομιλητικούς, πρέπει να είσαι, όχι καλλίτερός τους, δυνατώτερός τους, πιο άξιος, αλλά να μιλής καλλίτερα και περισσότερο. Και η σκέψη και η ενέργεια έχουν καταντήσει αγώνας πολυλογίας. Όταν είσαι από τους λεγόμενους «ρήτορες» επικρατείς, γιατί κάνει αίσθηση η ευκολία που βγάζεις λόγια από το στόμα σου».9
Απεχθανόταν όλα αυτά τα περιττά λόγια και το ξόδεμα της ενέργειάς του, τη σπατάλη του χρόνου του με ακροάσεις, γραφειοκρατίες και ρητορικούς αγώνες στα έδρανα της βουλής. Διαπίστωνε συνεχώς ότι καμία αξία δεν είχε η προσωπικότητα μέσα σε αυτό τον χώρο:
«Η βουλή είναι όχλος και οι χειρότεροι, δηλαδή εκείνοι που έχουν σε ανώτερο βαθμό τις ιδιότητες του όχλου, αυτοί είναι οι καλύτεροι εκεί μέσα. Αν τύχει να βρίσκεται κανένας καλός, δηλαδή διαφορετικός από τον όχλο άνθρωπος εκεί μέσα, αυτός δεν είναι τίποτα εκεί, αυτός είναι ο χειρότερος σε τέτοια περιγυριά. Οι άλλοι είναι νικητές του πάντα».10
Έπειτα αντιλαμβανόταν ότι ο λόγος ο ειλικρινής, ο ωφέλιμος, ο ιδεολογικός, ο διάλογος για το κοινό καλό του λαού αλλά και του έθνους δεν είχε καμία θέση εντός της βουλής:
«Κατάλαβα ότι στη βουλή δεν είναι ανάγκη να ακουστεί πολύ-πολύ το τι λέει ο αντίπαλος για να τον αντικρούσεις με σωστά επιχειρήματα, ή λογικά, αλλά μόνο να ακούς ξώπετσα τι θέλει να πει και να τον αντικρούεις δυνατά, με δημαγωγία και ψευτιές. Αυτή είναι η λογική της βουλής. Η αλήθεια δεν έχει να κάμει τίποτε με αυτά που θα πεις».11
Όσο διαβάζουμε αυτά που κατέγραφε ο Δραγούμης βλέπουμε ομοιότητες διαχρονικές με τη σύγχρονη βουλή. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι ένας βούρκος κι ως τέτοιο λερώνει τα πάντα στην κοινωνία αλλά και όποιον έρθει σε επαφή μαζί του. Ό,τι βλέπουμε και ακούμε στη βουλή είναι και η κοινωνία μας. Έγραφε λοιπόν ο Ίων:
«Το ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι βρώμικο και το ότι οι βουλευτές καταντούν canaille το αποδείχνει η ελληνική βουλή, τα βρώμικα και καπνισμένα και σκονισμένα και ξεθωριασμένα γραφεία της, η υπηρεσία της, η αταξία της, τα φτυσίματα, τα αποτσίγαρα, η σκόνη, οι βρώμικες φραγκοφορεσιές κλητήρων, γραμματέων, φαρισαίων, βουλευτών, οι στάσες των ανθρώπων, τα μούτρα, όλα-όλα».12
Η σχέση ψηφοφόρων και υποψηφίων ή εκλεγμένων βουλευτών δεν του άρεσε καθόλου. Όλα αυτά τα γνώριζε από παιδάκι, τα έζησε μέσα στο σαλόνι της οικογενείας του. «Τα ξέρω από μικρός», έλεγε, «και τα σιχαίνομαι από τότε αυτά τα μικροσυμφέροντα των ψηφοφόρων, και τους τρόπους τους, και τα ρουσφετάκια που γυρεύουν και τις θέσεις που θέλουν να πάρουν και τα μπιλιετάκια και όλα τα άλλα».13 Φαίνεται να γράφει με οργή στο ημερολόγιό του για κάποιον βουλευτή – τον οποίο αποκαλεί πρόστυχο – ο οποίος του ζήτησε να μιλήσει στον πατέρα του για κάποιο κτήμα ενός κληροδοτήματος υπονοώντας ότι θα του δώσει και λεφτά. Ο Δραγούμης τον έστειλε στον πατέρα του και ένιωσε ικανοποίηση λέγοντας «έχω κάποια χαρά να τους αποδείχνω ότι τα χρήματα δεν τα καταφέρνουν όλα στον κόσμο αυτό».14
Ο άνθρωπος που απεχθανόταν τόσο την πολιτική, στα χρόνια της ωριμότητας είχε αναπτύξει έντονες κοινωνικές ευαισθησίες και έφτανε, τρεις μήνες πριν την δολοφονία του, να καλεί τους διεθνιστές σοσιαλιστές μέσα από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Αθηναϊκή» σε εθνικό σοσιαλισμό. Είχε ήδη διακρίνει ότι ερχόταν μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους εθνικιστές και τους κοσμοπολίτες και μιλούσε, επηρεασμένος φυσικά από την γαλλική πολιτική και τους Μωρράς και Μπαρρές, για τον συνδυασμό εθνικισμού και σοσιαλισμού, καθώς και για συνεργασία των τάξεων. Μέσα από τα άρθρα του σε εφημερίδες αλλά και το περιοδικό του, την «Πολιτική Επιθεώρηση», είχε βάλει σε δράση μια παλιά του σκέψη: «Να διευθύνουμε τη σκέψη του Ελληνισμού αφού δε μπορούμε να διευθύνουμε την πολιτική του».15
Αλέξανδρος Καρράς
1Μάρτιος 1917, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
2Σεπτέμβριος 1915, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
3Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εκδόσεις Νέα Θέσις
4Αθανάσιος Σουλιώτης Νικολαΐδης, Μακεδονομάχος, στρατιωτικός και πολιτικός.
5Βερολίνο Μάρτιος 1914, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
6Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
7Αύγουστος 1915, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
8Το σταμάτημα, εκδόσεις Νέα Θέσις
9Το σταμάτημα, εκδόσεις Νέα Θέσις
10Σεπτέμβριος 1915, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
11Σεπτέμβριος 1915, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
12Ιανουάριος 1916, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
13Φεβρουάριος 1916, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
14Απρίλιος 1916, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
15Σεπτέμβριος 1913, Φύλλα ημερολογίου Ε’, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ