
Γράφει ο Παύλος Σ.
Πολλές φορές εμείς που προσδιοριζόμαστε ως Εθνικιστές και αγωνιζόμαστε για εθνική αναγέννηση ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα «τι είναι ο Εθνικισμός;». Η ερώτηση αυτή είναι αναμενόμενη μιας και τις τελευταίες δεκαετίες λανθασμένες εντυπώσεις έχουν δημιουργηθεί σχετικά με το σύστημα ιδεών του Εθνικισμού στο μυαλό του μέσου πολίτη. Τι είναι λοιπόν ο Εθνικισμός; Ανήκει στην δεξιά, στην αριστερά ή κάπου αλλού; Ποια η σχέση του με τα διάφορα Φασιστικά και Εθνικοσοσιαλιστικά κινήματα του 20ου αιώνα; Οι Εθνικιστές μισούν τους άλλους λαούς και θέλουν τον αφανισμό τους; Αυτά τα ερωτήματα μαζί με άλλα επιχειρώ να απαντήσω στο παρακάτω άρθρο.
Πριν ξεκινήσουμε θα χρειαστεί να ορίσουμε μερικές έννοιες και λέξεις. Ο πρώτος διαχωρισμός που θέλω να κάνω είναι μεταξύ των λέξεων «εθνικισμός» και «Εθνικισμός». Η πρώτη αναφέρεται στην έμφυτη τάση του ανθρώπου να επιθυμεί να βρίσκεται, να προστατεύει και να προασπίζεται τα συμφέροντα των όμοιων του, ως προς την γλώσσα, την καταγωγή, τον πολιτισμό, τα ήθη τα έθιμα κτλ. Αν η συλλογικότητα αυτή ονομάζεται έθνος, φυλή, φατρία ή κάτι άλλο δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας, αφού στον πυρήνα τους έχουν όλα την ίδια αρχή, τον εθνικισμό. Πιθανώς, το φαινόμενο αυτό να μπορεί να αποδοθεί και με κάποιον άλλον τρόπο. Εγώ όμως θα επιμείνω στην επιλογή μου, όχι για να μπερδέψω τον αναγνώστη, μα γιατί τα σύγχρονα κράτη (στην πλειονότητα τους τουλάχιστον) έχουν ως αφετηρία το έθνος ( Έθνος-Κράτος), δηλαδή αυτό που συντηρεί και αιτιολογεί την ύπαρξη τους είναι ο εθνικισμός των πολιτών τους. Από την άλλη, ο Εθνικισμός αναφέρεται στο σύστημα ιδεών, δηλαδή την ιδεολογία, που εκφράζει το παραπάνω συναίσθημα στην εποχή της νεωτερικότητάς. Σχετικά με την Νεωτερικότητα, οι περισσότεροι συμφωνούν πως ξεκινάει ιστορικά με την εποχή του Διαφωτισμού, όμως εμφανίζονται διαφωνίες σχετικά με το τέλος της. Κατά την γνώμη μου δεν έχουμε περάσει ακόμα στην νέα εποχή της Μετανεωτερικότητας, αλλά βρισκόμαστε στο μονοπάτι που θα ορίσει τον χαρακτήρα της. Αν θα είναι ένα διεθνιστικό συνονθύλευμα μετανθρώπων, ένα είδος που όλοι θα είναι διαφορετικοί και παράλληλα όλοι ίδιοι, ή μία ανανεωμένη κοινότητα εθνικών οντοτήτων που θα προχωρήσουν την ανθρωπότητα πέρα από το σκοτάδι που έχει επιφέρει ο φιλελευθερισμός.
Για να γίνει πιο κατανοητός ο εθνικισμός γενικότερα, αλλά και πιο συγκεκριμένα η σύγχρονη έκφραση του, θα γίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή του Ελληνικού Έθνους και πως οι ιδέες με βάση το εθνικό συναίσθημα εκφράζονταν ανά εποχή. Παρόμοιες είναι και οι περιπτώσεις εκάστοτε έθνους, με τις διαφορές να είναι αυτές που κάνουν τα έθνη να έχουν αξία, όπως και του παγκοσμίου συνόλου. Θα αρκεστώ μονάχα στην δική μας ιστορία και επειδή είναι πιο κοντά σε εμάς αλλά και επειδή μας απασχολεί περισσότερο.
Οι Έλληνες στα αρχαία χρόνια θα εκφράσουν πολλές φορές την εθνική συνείδηση τους, τον εθνικισμό τους. Ίσως η πρώτη από αυτές να είναι η εκστρατεία στην Τροία, που μας εξιστορεί ο Όμηρος στα έπη του. Οι Έλληνες ενωμένοι με κοινή στρατιωτική ηγεσία πλέουν στην ανατολή για να πάρουν πίσω την Ωραία Ελένη που έκλεψε ο Πάρης και να τιμωρήσουν τους Τρώες για την ασέβεια τους. Μέσω της αρχαιολογίας γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα ο πόλεμος έγινε για άλλους λόγους, όμως το κεντρικό στοιχεία της ιστορίας παραμένει σταθερό. Οι Έλληνες είχαν συνείδηση των κοινών συμφερόντων τους ακόμα και αν δεν ήταν πολιτικά ενωμένοι.
Μέσα στους επόμενους αιώνες το ελληνικό έθνος θα συνεχίζει να εκφράζεται ως μία ενιαία οντότητα. Με τους Ολυμπιακούς αγώνες ή στους Περσικούς πολέμους ή μέσα από τα έργα του Πλάτωνα. Η αποκορύφωση θα έρθει με τον ρήτορα Ισοκράτη ο οποίος θα προωθήσει την πανελλήνια ιδέα, την ενοποίηση του Ελληνισμού σε ένα μόνο βασίλειο. Το όραμα του Αθηναίου, και άλλων πολλών, θα έρθει σε πρώτο στάδιο να πραγματώσει ο Φίλιππος της Μακεδονίας και έπειτα να ολοκληρώσει ο γιος του, ο Αλέξανδρος. Ο τρανός στρατηλάτης θα εκστρατεύσει μέχρι τα βάθη της Ασίας, διαλύοντας την Περσική Αυτοκρατορία, τον κύριο αντίπαλο του Ελληνισμού. Η εκστρατεία του Αλέξανδρου θα ενοποιήσει πλέον τους Έλληνες και πολιτικά θα τους θεμελιώσει ως την ισχυρότερη δύναμη στον πλανήτη.
Ο τραγικός θάνατος του σε νεαρή ηλικία, χωρίς να έχει αφήσει ξεκάθαρο διάδοχο θα οδηγήσει τους Έλληνες και πάλι στην πολιτική διάσπαση. Το πνεύμα της ενότητας και κοινής συνειδήσεως δεν θα χαθεί όμως και θα συνεχίσει ο Ελληνισμός ενωμένος να κυριαρχεί στην Ανατολή κατά την εποχή των Διαδόχων και των Επιγόνων. Η ρωμαϊκή κατάκτηση των ελληνικών εδαφών δεν θα καταφέρει ούτε αυτή να σπάσει την συνείδηση του έθνους. Ο εκχριστιανισμός του θα το δυναμώσει και οι αλλαγές στο όνομα του θα αφήσουν την ψυχή του αμετάβλητη. Γιατί ένας λαός είτε λέγεται Γραικός, είτε λέγεται Έλληνας, είτε λέγεται Ρωμιός δεν χάνει την ταυτότητά του, συνεχίζει να γνωρίζει την καταγωγή, την ιστορία, την γλώσσα και πολιτισμό του. Αυτά ορίζουν το έθνος και όχι το πως αποκαλείται.
Έτσι, ο Ελληνισμός πάρα τις αλλαγές και δυσκολίες που θα βιώσει δεν θα αποδυναμωθεί, αντιθέτως θα αρχίσει να μετατρέπει την ξένη αυτοκρατορία σε δική του. Η μετατροπή αυτή θα είναι σταδιακή και θα διαρκέσει πολλούς αιώνες. Καθοριστική στιγμή, η απόφαση του αυτοκράτορα Ηράκλειου τον έβδομο αιώνα μ.Χ. να καθιερώσει την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη της αυτοκρατορίας, θα αντικαταστήσει τον λατινικό αυτοκρατορικό τίτλο με τον ελληνικό «Βασιλεύς» και θα θεσπίσει την διοικητική και στρατιωτική διαίρεση του κράτους σε Θέματα, ένα σύστημα που θα επηρεάσει σημαντικά τους Έλληνες και θα είναι η αιτία για τα δημοτικά άσματα του Διγενή Ακρίτα. Από το πέρας της βασιλείας του μέχρι και την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας, το 1453 από τους Τούρκους, το ελληνικό στοιχείο θα γιγαντωθεί με ελληνικές δυναστείες να καταλαμβάνουν τον θρόνο ( Μακεδόνες, Κομνηνοί, Παλαιολόγοι κ.α) και την δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού να την αποτελούν σχεδόν εξ ’ολοκλήρου Έλληνες. Την εθνικιστή έκφραση του ελληνικού έθνους, από πλευρά κράτους και πνεύματος, στον Μεσαίωνα θα εκφράσει το Βυζάντιο, μια αδιαμφησβήτητα ελληνική αυτοκρατορία.
Η εποχή της τουρκοκρατίας θα αποτελέσει μια πολύ δύσκολη περίοδο για το έθνος. Θα δοκιμαστεί από τα παιδομαζώματα, τους εξισλαμισμούς και την υπέρογκη φορολογία. Μονάχα μέσα από την ορθόδοξη πίστη του θα καταφέρει να αντέξει τον ζυγό του κατακτητή. Τον εθνικισμό του θα τον εκφράσει εκρηκτικά αμέτρητες φορές μέσα από αποτυχημένες εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Το 1821 θα καταφέρει να ξεκινήσει μια επανάσταση που θα επιτύχει την μερική απελευθέρωση του Ελληνισμού. Μόνο τότε θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο γιατί είχαν πλέον ωριμάσει, αν και όχι πλήρως, οι συνθήκες για επανάσταση. Οι Έλληνες στο εσωτερικό και εξωτερικό της αυτοκρατορίας είχαν αποκτήσει πλούτο και επιρροή που θα μπορούσαν να διοχετεύσουν στον αγώνα για την ελευθερία. Συνάμα, το κράτος του σουλτάνου είχε πλέον αποδυναμωθεί στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά, δίνοντας την δυνατότητα στους Έλληνες να κερδίσουν στα πεδία των μαχών και έπειτα να καταφέρουν να κερδίσουν και την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτή είναι και η εποχή που θα αρχίσουμε να εισάγουμε και τον όρο του Εθνικισμού στην συζήτηση. Η εποχή του μοντερνισμού, της νεωτερικότητας, είχε ήδη ξεκινήσει το 1789 με την φιλελεύθερη επανάσταση στην Γαλλία. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Εθνικισμού είναι η ικανότητα του να συνθέτει και παράλληλα να απορρίπτει τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις της εκάστοτε εποχής μέσα από μία εθνικιστική οπτική γωνία. Να δημιουργεί δηλαδή έναν ισορροπημένο Τρίτο Δρόμο που στοχεύει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του έθνους.
Τα δύο ιδεολογικά «στρατόπεδα» της εποχής αποτελούνται από τους επαναστατικούς φιλελεύθερους, υποστηρικτές μιας νέας αστικής δημοκρατίας, και από τους παραδοσιοκράτες του απολυταρχισμού και της μοναρχίας. Στην Ελλάδα οι πρώτοι θα αντιπροσωπεύονται από τους διαφωτιστές, όπως τον Κοραή, τους πολιτικούς και τους φαναριώτες, όπως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η αντίπαλη πλευρά λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης που επικρατούσε στην ελληνική πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί επακριβώς σε κάποια ομάδα ανθρώπων. Θα μπορούσε όμως να ταυτιστεί με τους στρατιωτικούς και καπετάνιους, οι οποίοι έβλεπαν τα πράγματα μόνο μέσα από τα πεδία των μαχών αγνοώντας τις λεπτομέρειες.
Την σύνθεση του Εθνικισμού θα την εκπροσωπήσουν δύο προσωπικότητες, οι οποίες εξαιτίας των περιστάσεων δεν θα καταφέρουν να αποτρέψουν την σύγκρουση των παραπάνω. Ο πρώτος είναι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο άνθρωπος που ξεκίνησε την επανάσταση διασχίζοντας τον Προύθο τον Φεβρουάριο του 1821. Θα τον φυλακίσουν οι Αυστριακοί μέχρι και τον θάνατο του αποτρέποντας την άφιξή του στην Ελλάδα και την ενοποίηση του έθνους. Το γεγονός αυτό θα το αναγνωρίσει αργότερα και ο γέρος του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης.
Το δεύτερο πρόσωπο του εθνικισμού στην επαναστατική Ελλάδα είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και έπειτα κυβερνήτης της Ελλάδος είναι αυτός που θα σώσει τον αγώνα από την καταστροφή, θα χτίσει κράτος από το τίποτα και θα διασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, με μάλιστα διευρυμένα τα σύνορα της. Η Εθνικιστική πολιτική του θα έχει άδοξο τέλος με την δολοφονία του το 1831.
Με τον θάνατο του κυβερνήτη της η Ελλάδα θα διασχίσει σχεδόν έναν αιώνα εθνοκεντρικής πολιτικής χωρίς όμως αμιγές Εθνικιστικό πρόσημο, δηλαδή ισορροπία μεταξύ των αντιθέσεων. Ο Ιωάννης Κωλέττης σε ομιλία του στην Βουλή το 1847 θα εισάγει έναν πολύ σημαντικό όρο στην ζωή του τόπου, την «Μεγάλη Ιδέα». Με δύο λέξεις θα εκφράσει τον πόθο και το όραμα του Ελληνισμού για εθνική ολοκλήρωση, εδαφικά και πνευματικά. Την Μεγάλη Ιδέα θα ενστερνιστεί και ο πρώτος ξενόφερτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Όθων. Θα επιχειρήσει να την πραγματοποιήσει κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, όμως οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία) δεν θα του το επιτρέψουν.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα θα κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή της χώρας οι πολιτικοί Χαρίλαος Τρικούπης και Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Και οι δύο άνδρες θα εκφράσουν εθνοκεντρική σκέψη με διαφορετικό όμως τρόπο. Ο πρώτος θα επικεντρωθεί στην εσωτερική ανάπτυξη του μικρού ελληνικού κράτους, ενώ ο δεύτερος θα ψάξει την ισορροπία μεταξύ εγχώριου εκσυγχρονισμού και στήριξης των υπολοίπων σκλαβωμένων Ελλήνων. Δυστυχώς, θα επικρατήσει ο μικροελλαδισμός της καιροσκοπικής ελίτ και το έθνος θα οδηγηθεί στην πτώχευση και την ντροπιαστική ήττα του 1897.
Μέσα από τις στάχτες όμως θα αναγεννηθεί μια νέα γενιά πολιτικής σκέψης…