Η τέχνη ανέκαθεν αποτελούσε καθρέφτη του εκάστοτε πολιτισμού, καθώς σ’ αυτήν αντικατοπτριζόταν όλος ο ψυχισμός του, τα ήθη του, η νοοτροπία του, το είναι του. Διαχρονικά η τέχνη στις ευρωπαϊκές κουλτούρες – και όχι μόνο – σχετιζόταν με την καλαισθησία και το ωραίο. Ιδιαίτερα στην κλασσική Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες κατά την Αναγέννηση, ο στόχος της δεν ήταν απλώς η απεικόνιση ή ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά σαφέστατα μια προσπάθεια εξύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος ωθούμενη από τη λαχτάρα του ανθρώπου ν’ αγγίξει το θείο.
Τελευταία φορά που ο κόσμος είδε μια καθολική αναζωπύρωση των καλών τεχνών ήταν στην εποχή του Μεσοπολέμου με αποκορύφωμα το Γ’ Ράιχ. Η εθνικοσοσιαλιστική σκέψη, έχοντας ως βάση της το ιδεώδες του Υπερανθρώπου, του ολοκληρωμένου Αρίου που επιζητεί σωματική και πνευματική τελειότητα, έδειξε από νωρίς τη φιλότεχνη πλευρά της και προσπάθησε να καλλιεργήσει την ίδια αγάπη για το ωραίο και στο γερμανικό λαό. Κι αυτό επειδή είχε από νωρίς κατανοήσει τη σημασία της τέχνης στη σφυρηλάτηση ενός λαού υψηλής ποιότητας. Ως εκ τούτου, το Γ’ Ράιχ με καμάρι χρησιμοποίησε στην προπαγάνδα του σύγχρονούς του καλλιτέχνες, όπως ο Άρνο Μπρέκερ, ο φον Κάραγιαν, ο Καρλ Ορφ και η Λένι Ρίφενσταλ. Ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν ένας προικισμένος ζωγράφος κι απολάμβανε να επισκέπτεται εκθέσεις ζωγραφικής.
Βαθιά επηρεασμένος από τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, αλλά και από τον Ριχάρδο Βάγκνερ, ο ηγέτης του Ράιχ επιχείρησε να σμιλέψει τον νέο Γερμανό παρουσιάζοντάς του τη γερμανική ψυχή μέσα από τα δικά τους μάτια. Το αποτέλεσμα ήταν ένας λαός βαπτισμένος στο ηρωικό παρελθόν για ν’ αναγεννηθεί σ’ ένα ένδοξο μέλλον.
Την ίδια αισθητική ενστερνίστηκαν όλα τα εθνικιστικά καθεστώτα ή κινήματα, αφού ο εθνικισμός είναι συνυφασμένος με το κάλλος, την αρμονία, την ολοκλήρωση. Γι’ αυτό και παρατηρούμε πως γύρω απ’ αυτόν κινήθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες της τέχνης και της διανόησης, όπως ο Έζρα Πάουντ, ο Κνουτ Χάμσουν, ο Σαλβατόρ Νταλί, ο Σελίν, ο Σενιέ, ο Μπαρρές, η Σίτσα Καραΐσκάκη, ο Παλαμάς, ο Δραγούμης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Καζαντζάκης και πάρα πολλοί άλλοι.
Με τη λήξη του Β’ ΠΠ παρατηρείται μια πανευρωπαϊκή μεταστροφή στην αντίληψη της τέχνης, η οποία σταδιακά μεταλάσσεται και δε στοχεύει πλέον στην εξύψωση του Ανθρώπου, αλλά στο να προκαλέσει, να σοκάρει, να οδηγήσει σε ταραχή κι αποστροφή παρά σε αγαλλίαση. Στη σημερινή «τέχνη» δε βρίσκουμε παρά ασχήμια, καταβαράθρωση του πνεύματος, χυδαιότητα, προκλητικότητα. Είναι μια τεταμένη προσπάθεια αλλοίωσης του ιδεώδους του κάλλους και της αρμονίας, μια παραφωνία στη μελωδία της Δημιουργίας, μια βλασφημία προς τη φύση, τον άνθρωπο και το Θεό.
Η πραγματική τέχνη εξοστρακίστηκε από την καθημερινότητά μας και μαζί της εξοστρακίστηκε κι η ομορφιά. Πλέον οι παραστάσεις γύρω μας απεικονίζουν τον κόσμο άσχημο και στρεβλό, ωθώντας μας να συνηθίσουμε κι εμείς σ’ αυτήν την αντίληψη. Όταν αντί για γλυπτά σαν του Μπρέκερ φτάνουν να κοσμούν τις πλατείες εκτρώματα τύπου «Φύλαξ» ή το τερατούργημα έξω από τη Δ.Ε.Θ., κι όταν η θεία μουσική του Βάγκνερ αντικαθίσταται από ύμνους στη χυδαιότητα, δε μπορούμε να μην αντιληφθούμε το μέγεθος της κατάπτωσης που επέφερε η επικράτηση του φιλελευθερισμού. Τα λογοτεχνικά έργα της Σίτσας Καραΐσκάκη παραμένουν στην αφάνεια, ενώ γίνονται μπεστ-σέλλερ «Οι 50 αποχρώσεις του γκρι». Τα πλάνα της Ρίφενσταλ, που αποτελούσαν ωδές στον τέλειο σώματι τε και πνεύματι άνθρωπο, έχουν καταστεί τρόπο τινά απαγορευμένα ως ναζιστική προπαγάνδα και τείνουν να θαφτούν στη λήθη, ενώ τη θέση τους στο θρόνο της «κουλτούρας» έχουν πάρει σκηνές από «art projects», τα οποία παρουσιάζουν την κάθε διαστροφή κι ανωμαλία που σήμερα ονομάζεται «τέχνη».
Όλα επιτρέπονται σήμερα στο όνομα της «τέχνης»: πορνογραφία, βία, εξευτελισμός, εξύβριση εθνικών και θρησκευτικών συμβόλων, καννιβαλισμός (ω ναι, το είδαμε κι αυτό!), κάθε είδους διαστροφή κι εκφυλισμός. Όλα είναι ανώτερη «κουλτούρα», αν παρουσιαστούν έτσι, κάποιου πολύ χαρισματικού και καινοτόμου «καλλιτέχνη», του οποίου το επίπεδο και τη σκέψη οι υπόλοιποι αδυνατούμε να φτάσουμε. Κι όλα αυτά δεν είναι παρά ο καθρέφτης του κόσμου μας, ενός κόσμου από τον οποίο έχουν εκλείψει οι αξίες και τα ιδανικά, ενός κόσμου που στερείται ήθους και που έχει απομακρυνθεί από την παράδοση. Ενός κόσμου που κοινώς έχει εκφυλιστεί υπό την ιδεολογική κυριαρχία των νικητών του Β’ ΠΠ.
Η έκθεση εκφυλισμένης τέχνης την οποία
οργάνωσε ο Γιόζεφ Γκαίμπελς στο Μόναχο το 1938
Αυτός ο σύγχρονος κόσμος εδώ και λίγες δεκαετίες έχει επιστρατεύσει άτεχνη τέχνη και προάγει την ακαλαισθησία και την ασχήμια, έχοντας καταφέρει να γίνονται οι άνθρωποι κάθε μέρα χειρότεροι, μέχρι να φτάσουν να ομοιάζουν με κτήνη.
Το ωραίο, ωστόσο, είναι διαχρονικό. Φέρουμε μέσα μας το ιδεώδες του κάλλους και αυτό προσπαθούμε να αναδείξουμε τόσο στον εαυτό μας, όσο και στο περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Η καλαισθησία δεν είναι αμάρτημα, το να κλίνω ενστικτωδώς προς καθετί όμορφο δεν είναι ρηχότητα, αλλά μια εσωτερική ανάγκη για αγαλλίαση. Γιατί ναι, αγαλλιάζει το πνεύμα με το ωραίο. Ευφραίνεται. Κι έτσι εξευγενίζεται κι υψώνεται πιο ψηλά. Κι αυτό ακριβώς θα πετύχουμε πάλι, αν γυρίσουμε την πλάτη στις νεωτερικές ασχήμιες και στα εκτρώματα που παρουσιάζονται σαν αριστουργήματα. Συνειδητά θα πρέπει εμείς να στραφούμε – και κυρίως να στρέψουμε τα παιδιά μας – στην πραγματική τέχνη, αυτήν που καταλαγιάζει τις φουρτούνες της ψυχής μας αντί να τις προκαλεί, αυτή που μας παρέχει συναισθηματική ισορροπία και πνευματική ανάταση. Τα ερεθίσματά μας, οι εικόνες που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον μας, είναι αυτά που μας διαμορφώνουν. Είναι δική μας ευθύνη το πώς θα επιλέξουμε να διαμορφωθούμε.
Victoria