Νῖκα γλυκύδωρε,
……………………….
Ἐν πολυχρύσῳ δ΄ Ὀλύμπῳ
Ζηνὶ παρισταμένα,
Κρίνεις τέλος ἀθἀνατοι –
– σίν τε καὶ θνατοῖς ἀρετᾶς.
~Βακχυλίδης~ (*)
Ἡ Νίκη εἶναι τὸ ξέσπασμα τῆς δυνατώτερης δύναμης, ποὺ τραντάζει τον κόσμο καὶ τὸν συνταράζει τον.
Ἡ Νίκη εἶναι Χαρὰ καὶ Ἐλευτεριά, εἶναι νομοθέτισσα καὶ καταλύτρα, βασίλισσα.
Ἡ Νίκη κάνει ὅ,τι τὴ διατάζει ἡ δύναμη, ποὺ τὴ λὲν οἱ ἄνθρωποι «βία», ἐπιβάλλει τὰ θελήματά της καὶ δὲ ρωτᾶ κανένα.
Ἡ Νίκη, ἡ μεθυσμένη, ἔχει βασίλειο τὸν κόσμο, ἀνοίγει τὰ ρουθούνια της καὶ ἀναπνέει τὸν ἀέρα ὅλον, γιατὶ εἶναι δικός της ὁ ἀέρας, ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός.
Ἡ Νίκη ἔχει ἀϊτοῦ μάτια καὶ τὰ μάτια της βλέπουν τὸν κόσμο σὰν παράδεισο δικό της καὶ τοὺς ἀνθρώπους σὰν μερμήγκια.
Ἡ Νίκη ἔχει φτερά, ὅμως ἐλαφρειὰ δὲν εἶναι· ἔχει κορμὶ καὶ τὸ κορμί της εἶναι στερεὸ καὶ ἀληθινὸ καὶ γυναικεῖο, μὲ σάρκες κατάσκληρες . Ἐκεῖνοι ποὺ τὴ θεωροῦν τὴν ἐρωτεύονται.
Ἀλλὰ ἡ Νίκη δὲν εἶναι ὁ πόθος ὁ δικός μου, ἡ λαχτάρα μου γιὰ τὴ Νίκη. Ἡ Νίκη εἶναι καὶ ἐπιβάλλεται. Ἂν τὴν ἐρωτεύωμαι καὶ ἔχω καϋμό, δὲ θὰ εἶναι δική μου.
Ἡ Νίκη προβαίνει σὰν τὸν ἄνεμο· κανένα ἐμπόδιο δὲν τὴ βαστᾶ, γιαὶ ἔχει φτερά. Καὶ ὁ ἀγέρας παίρνει τὰ φορέματά της καὶ δείχνει τοῦ στερεοῦ κορμιοῦ της τὴ μορφὴ τὴν τέλεια.
Τὰ κατάσαρκα στὸ σῶμα της κολλημένα ἀπὸ τὸν ἄνεμο φορέματα, ποὺ κάω κάνουν δίπλες λεπτότατες, δείχνουν τὰ στήθια της τὰ σκληρά, τὴ μέση της καὶ τὰ στερεὰ καμπυλωτὰ ποδάρια της.
Ἡ Νίκη, ὅταν ἀνοίγει τὰ φτερὰ της, ἀπλώνει ἐμπρὸς της τὰ γυμνὰ στρόγγυλα χέρια της, ποὺ βαστοῦν τρόπαια καὶ στεφάνια.
Ἡ Νίκη εἶναι ὕμνος, παιάνας, ἁρμονία, εἶναι μέθη, εἶναι γελοῖο, εἶναι χαρά, εἶναι θεὰ – εἶναι φτερωτὴ γυναίκα.
Ἡ Νίκη εἶναι φῶς, φεγγοβολή, φωτιά. Ἡ Νίκη λάμπει σὰν ἄστρο, καίει σὰν πυρωμένο σίδερο, κεραυνοβολᾶ. Ἡ Νίκη ἀστράφτει.
Ὅμως ἡ Νίκη δὲν εἶναι Δόξα, δὲν τὴ μέλει γιὰ καμιὰ Φήμη, ὅσο καὶ ἂν κάνη κρότο τὸ πέρασμά της. Δὲ φταίει αὐτή, ἂν φαίνεται καὶ ἀκούγεται. Δὲν τὸ θέλη οὔτε τὴ νοιάζει.
Ἡ Νίκη, ποὺ κάποιος νικηφόρος γιὰ φοβέρα τὴν εἶχε στήσει στὴν ψηλὴ ἀκροθαλασσιά, σ΄ ἕνα βράχο στὴ Σαμοθράκη, κατάντικρα στὴ Θράκη καὶ στὴ Μακεδονία, ἀνέβηκε καὶ στάθηκε στὴν πλώρη ἑνὸς καραβιοῦ πολεμικοῦ καὶ πῆρε τὶς θάλασσες. Ἄφησε τὸ νησί της καὶ πάει ἀλλοῦ· μὰ φεύγοντας ἔκρυψε το κεφάλι της γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι· γιατὶ τὸ πρόσωπό της ἦταν παράξενο λυπημένο, ποὺ ἄφηνε τὸ νησί της καὶ τὸν ὄμορφο λαό, ποὺ δὲν ἦταν ἄξιος πιὰ νὰ τὴν κρατήση. Πρώτη φορὰ τῆς συνέβηκε τέτοι πράμα, μὰ ἦτανε σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ πάγη σ΄ ἄλλους νικητὲς ἢ σὰ νὰ πήγαινε ἄθελα. Ξέχασε ὅμως νὰ κρύψη καὶ τὰ φτερά της, λησμόνησε πὼς τὰ φοροῦσε φεύγοντας ἀπὸ τὸ νησί της γιὰ πάντα σὲ ξένος τόπους. Καὶ ἀπὸ τὰ φτερά της τὴν ἐγνώρισαν.
Ἡ Νίκη ἡ φτερωτὴ – εἶναι ἡ Μοῖρα της τέτοια – πρέπει νὰ φεύγη πάντα καὶ νὰ πηγαίνει στοὺς δυνατώτερους, ἂς εἶναι καὶ πιὸ ἄγριοι καὶ ἀπολίτιστοι. Δὲ λογαριάζει εὐγένεια φυλῆς καὶ ὀμορφιὰ ἡ Νίκη, λογαριάζει δύναμη.
Ὅσο καὶ νὰ ξέρη ὅμως ὁ νικητὴς πὼς ἡ Νίκη ἀσάλευτη δὲν εἶναι, παρὰ εἶναι φτερωτὴ καὶ δὲ στέκει σ΄ ἕναν τόπο παντοτινά, ὣς τόσο λησμονεῖ ὁ νικητὴς καὶ λέγει·
– «Θέλω ὣς τὸ βράδυ ἡ μέρα τούτη νὰ εἶναι δική μου, θέλω καὶ ἡ ἄλλη καὶ ἡ ἄλλη, ποὺ ἔρχονται, νὰ εἶναι δικές μου, ζωντανὲς μέρες, μὲρες νικῆτρες τοῦ γύρω ξεπεσμοῦ. Θέλω νὰ εἶμαι καὶ νὰ μείνω νικητὴς πάντα».
Καὶ τῆς χτίζει εἴδωλα, καὶ ἀγάλματα πέτρινα γιὰ νὰ μὴν πεθάνη ποτέ, νὰ μὴ λείψη ποτὲ ἀπὸ κοντά του. Μὰ τίποτε δὲ φελᾶ, ἡ Νίκη πάντα φεύγει. Οἱ Ἀθηναῖοι γιὰ νὰ τὴν κρατήσουν στὴν πολιτεία τους τὴς ἔκοψαν τὰ φτερὰ καὶ ναὸ τῆς ἔχτισαν γλυκύτατο στὴν ἄκρια τῆς Ἀκρόπολης. Μὰ δὲν ἔμεινε· ἔκαμε καινούργια φτερὰ καὶ τοὺς ξέφυγε, γιατὶ δὲν ἦταν ἄξιοι πιὰ νὰ τὴν κρατήσουν. Ὣς καὶ ὁ ναὸς ὁ μαρμαρένιος γκρεμίστηκε κ΄ ἔγινε θρύμματα καὶ τὸ ἄγαλμα χάθηκε.
Ἔτσι κ΄ ἡ νιότη μας γερνάει καὶ τὸ ἄνθος μαραίνεται καὶ ὁ ἔρωτας ξεθυμαίνει καὶ οἱ ἀγαπημένοι μας πεθαίνουν. Ὅμως γεννιοῦνται κέθε ὥρα νέες ζωές, ἀνοίγουνε καινούργια ἄνθη καὶ τὰ περιμαίνει ἡ Νίκη. Ἡ Νίκη ἀκολουθεῖ τὴ Νιότη, σὰν τὸν Ἔρωτα· σὰν πεταλούδα φτερουγίζει γύρω της καὶ κάποτε χτυπιέται μὲ τὸν Ἔρωτα. Τὶ καὶ ἂν φεύγη ἀπὸ μᾶς ἡ Νίκη; Δὲν πάει τάχα σ΄ ἄλλους; Μήπως αὐτὴ πεθαίνει; Ὅταν φεύγη ἀπὸ κείνους, ποὺ ἀδυνατίζουν, χάνονται καὶ πᾶν νὰ πεθάνουν, περιμένει νὰ δῆ τοὺς νέους, νὰ τοὺς ξεδιαλέξη καὶ νὰ πάη ἐπάνω στοὺς καλούς της νὰ καθήση. Εἶναι σκληρὴ ἡ Νίκη, καὶ τί τῆς εἶναι οἱ ἄρρωστοι, οἱ γέροι καὶ τὰ πτώματα; Ἀφήνει ἄθελα ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀθάνατη.
ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΕΡΓΑ ΤΟΜΟΣ Α΄
Η ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
Κεφάλαιο: Η ΝΙΚΗ
Σελ.: 206, 209 – 210
(*) Βακχυλίδης, Επίνικος ΧΙ, 1-7
Απόδοση:
Δώρων γλυκών εσύ χαρίστρα, Νίκη (…)
στον πολύχρυσον Όλυμπο εκεί πάνω
και για θνητούς κι αθάνατους ορίζεις
ποιός το βραβείο θα πάρει της αντρείας·
Διαβάστε το ολόκληρο ΕΔΩ
Πηγή: Εθνικιστική Βιβλιοθήκη