
Μ’ έβγαλαν μέλος ταχτικό του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσού». Και σκέπτομαι ότι είναι αδύνατο να είμαι εγώ καμωμένος για μέλος κανενός συλλόγου, εχτός ίσως αν τον ιδρύσω εγώ (όπως είναι ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, όπου με μερικούς συντρόφους ομοϊδεάτες τον ιδρύσαμε στα 1910).
Δεν είμαι καλά-καλά ούτε μέλος λέσχης, ούτε μέλος βουλής, αν και στα δυο αυτά είμαι βγαλμένος μέλος. Δεν είμαι καν πολίτης κράτους, δεν αισθάνομαι σα φορολογούμενος, βαριούμαι να σκεφθώ πως μπορεί και εγώ να είμαι ένας που πληρώνει φόρους.
Σε εκλογές ποτέ μου δεν πήγα να ψηφίσω.
Και όταν τύχει να πάω σ’ όλα αυτά τα συλλογικά καμώματα και στις σύναξες των ανθρώπων του Κράτους ή της κοινωνίας ή των συλλόγων αισθάνομαι σαν ξένος, σαν έξω απ’ αυτά. Και έρχομαι σε επαφή μ΄αυτά μόνο σα νοιώθω την ανάγκη να κάμω και πρέπει, για να το κάμω, να βρεθώ στις σύναξες των ανθρώπων.
Όσο και να μείνω μόνος, σ’ οποιαδήποτε μοναξιά κι ερημιά, δε με πειράζει ποτέ, καθόλου, ενώ μέσα στις ανθρωποσύναξες πάντα αισθάνομαι gene (στενοχωρεμένος) και ξένος, ποθώ να βγω το γρηγορότερο από μέσα τους.
Δεν είμαι καμωμένος για δημόσιος άνθρωπος, φαίνεται. Για διευθυντής, κυβερνήτης, διαφεντευτής ανθρώπων όμως είμαι καμωμένος. Αλλά για να φτάσω ως εκεί χρειάζεται, φαίνεται, να κάνω πως είμαι και δημόσιος άνθρωπος.
Το προσπαθώ κάποτε, μα δεν το επιτυχαίνω και είμαι πάντα σαν υποκριτής μέσα στους ανθρώπους.
Απρίλιος 1917, Φύλλα ημερολογίου