
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Γιατί όχι στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό
Ο Ίων Δραγούμης ως οδηγός για έναν ελληνικό εθνικοσοσιαλισμό
Έχω μιλήσει κατ’ επανάληψη κατά της γερμανοπληξίας και της γερμανολατρείας. Αντιπαθώ τις καρικατούρες ημιμαθών ατόμων που καθυβρίζουν τον ελληνισμό προβάλλοντας έναν φιλογερμανισμό και συκοφαντώντας οτιδήποτε εθνικιστικό υπάρχει με καταγωγή ελληνική. Κι αυτό γίνεται με αισχρή προπαγάνδα. Μια κοπτοραπτική μέθοδος με πλήθος ανακριβειών και συκοφαντιών κατά προσωπικοτήτων και διαστρεβλώσεως ιστορικών γεγονότων. Τι εθνικοσοσιαλιστής είναι κάποιος που απορρίπτει την εθνικότητα χάριν του θαυμασμού του για κάποιον άλλο λαό, ή μάλλον να το θέσω καλύτερα, για τον θαυμασμό του προς έναν λαό σε μια συγκεκριμένη ιστορική του στιγμή; Τι είδους εθνικοσοσιαλιστής μπορεί να είναι αυτός που μισεί τον ίδιο του τον λαό επειδή στην παρούσα ιστορική στιγμή είναι παρηκμασμένος, ταπεινωμένος, περιφρονημένος και καταδυναστευμένος από την διεθνή εξουσία; Θα πρέπει να θυμηθούμε τι είπε ο Αμερικανός βιομήχανος Χένρυ Φορντ, ο μόνος μη Γερμανός που βραβεύτηκε από το Γ’ Ράιχ: «Δεν πρέπει να κατηγορούμε τον λαό για αυτό που είναι, οι λαοί γίνονται όπως τους κάνουν». Να θυμίσουμε τα λόγια του Αδόλφου Χίτλερ από το Mein Kampf: «Για κάθε αληθινό εθνικοσοσιαλιστή δεν υπάρχει παρά μόνο μία θεωρία: Ο Λαός και η Πατρίδα. Αυτό για το οποίο πρέπει να πολεμήσουμε είναι η διαφύλαξη της ύπαρξης και η αναπαραγωγή της Φυλής μας και του Λαού μας, η τροφή των παιδιών μας και η καθαρότητα του Αίματός μας, η Ελευθερία και η ανεξαρτησία της Πατρίδας, έτσι ώστε να μπορέσει ο Λαός μας να ωριμάσει για την εκπλήρωση της αποστολής που του έχει αναθέσει ο Δημιουργός του Σύμπαντος».
Ας αφήσουμε στην άκρη τα όσα συνέβησαν επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και επί Κατοχής στην Ελλάδα, αφού δεν είναι αρκετά για να πείσουν τους τυφλούς νοσταλγούς του χιτλερισμού. Όμως οι ίδιοι οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές του κόμματος του Χίτλερ διέδιδαν ότι η ιδεολογία τους δεν ήταν προς εξαγωγή. Κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.
Κάποιοι μπορεί να θέλουν να παίρνουν ως παράδειγμα τις ακραίες απόψεις του Ευάγγελου Κυριάκη επειδή έτσι τους βολεύει. Το θέμα όμως δεν είναι τι πίστευε ο Κυριάκης αλλά τι πίστευαν οι ίδιοι οι ηγέτες του Γ’ Ράιχ. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς στην ομιλία του «Ο μπολσεβικισμός στην θεωρία και την πράξη» είπε τα εξής:
«Από το γερμανικόν αυτό παράδειγμα ας αντλήση διδάγματα ο κόσμος. Βεβαίως ο Εθνικοσοσιαλισμός δεν είνε “εμπόρευμα διά την εξαγωγήν”, αι δε μέθοδοί του δεν πρόκειται να υποδειχθώσι προς μίμησιν, πολύ δε ολιγώτερον να επιβληθώσιν εις άλλους λαούς. Παρά ταύτα όμως, δύναται να είναι διδακτικός και δι’ άλλα έθνη ως εκ της πείρας του εις το ζήτημα της καταπολεμήσεως του Μπολσεβικισμού, ο δε τρόπος ενεργείας του σχετικώς ημπορεί να παρακινήση και άλλους λαούς ν’ ακολουθήσουν την αυτήν οδόν και να σωθούν ούτως από βαρυτάτας κρίσεις. Είθε να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, προτού να είναι πλέον πολύ αργά. Διότι ο κίνδυνος επέρχεται ήδη πανταχού.»
Κάποιοι επιμένουν να ισχυρίζονται ότι η Πολιτική Διαθήκη του Αδόλφου Χίτλερ είναι πλαστή, όμως παρατηρείται μια απίστευτη συνέπεια και ταύτιση με την ομιλία του Γκαίμπελς από τον Αδόλφο Χίτλερ στις 21 Φεβρουαρίου του 1945:
«Η Εθνικοσοσιαλιστική κοσμοαντίληψη, όπως δήλωνα ανέκαθεν, δεν προορίζεται για εξαγωγή. Συνελήφθη επί τούτου για τον γερμανικό λαό. Όλοι οι αντικειμενικοί σκοποί της είναι, ως εκ τούτου περιορισμένοι, πλην όμως εφικτοί.»
Ο Χίτλερ στις 13 Φεβρουαρίου του 1945 θα ξεκαθαρίσει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ταιριάζει μόνο στην γερμανική ψυχοσύνθεση:
«Ο Εθνικοσοσιαλισμός ως υψικάμινος θα τήξει και θα αναμείξει όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία που συνιστούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Γερμανικής Ψυχής. Μέσα από αυτό το κράμα, θα αναδειχθεί ο νέος Γερμανός, εργατικός, συνειδητοποιημένος, με αυτοπεποίθηση και κυριαρχία, και παράλληλα απλός, διακατεχόμενος από υπερηφάνεια όχι για τον εαυτό του αλλά για την ιδιότητα του να αποτελεί μέλος μίας μεγάλης λαϊκής ενότητος η οποία θα προκαλεί τον θαυμασμό των υπολοίπων λαών. Το συναίσθημα αυτό μίας συσσωρευμένης υπεροχής δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση έκφραση μίας επιθυμίας επιβολής και κυριαρχίας επί των άλλων. Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε διογκώσει τη λατρεία αυτού του συναισθήματος της υπεροχής, αυτό ωστόσο υπήρξε αναγκαίο προκειμένου στην εκκίνηση να αφυπνίσουμε τους Γερμανούς έντονα ώστε να τους θέσουμε στον ορθό δρόμο.»
Και στους προκλητικούς ισχυρισμούς του Ευάγγελου Κυριάκη η απάντηση που έδωσε ο Ιωάννης Βουλπιώτης τονίζει όσα παραπάνω υποστηρίζουν οι δυο μεγάλοι άνδρες του Γ’ Ράιχ:
«Η γνώμη μου είναι ότι μπορείτε να είστε εθνικοσοσιαλιστής και ταυτόχρονα Έλληνας. Όπως επανειλημμένα έχει διακηρύξει ο Χίτλερ, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι προϊόν προς εξαγωγή. Μη βλέπετε, λοιπόν, τα πράγματα με σαρωτικό τρόπο, όπως τα βλέπουν στη Μόσχα.» (Ιζαμπέλλα Παλάσκα, Άγγελος ή δαίμονας)
Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ το 1943 υποστήριξε ότι κινήματα άλλων χωρών, ακόμα κι αν εμπνέονταν από τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό δεν θα έπρεπε να υιοθετήσουν τον τίτλο αυτό. Τον λόγο τον εξηγεί ο ίδιος αναλυτικά στις γραμμές που ακολουθούν:
«Οι φυλετικές σπουδές, η πληθυσμιακή πολιτική κ.λπ. συνδυάζουν αυτό που ονομάζουμε αντίληψη του γερμανικού νόμου και συνείδηση της γερμανικής κοινότητας, όλα αυτά δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συναχθεί από τον όρο «εθνικοσοσιαλισμός» που θα ισχύει για όλους με τον ίδιο τρόπο και για όλα τα έθνη. Αντίθετα, μπορεί να υπάρχει μόνο ένας τρόπος εδώ: ότι κάθε έθνος που πιστεύει ότι πολλές ιδέες και μορφές ύπαρξης του παρελθόντος δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες της εποχής μας, πρέπει να υποχωρήσει στις δικές του πολιτικές και πνευματικές παραδόσεις.
Το καλύτερο παράδειγμα αυτού είναι ο φασισμός. Παρόμοια με τον εθνικοσοσιαλισμό, διεξήγαγε τον ίδιο διμέτωπο αγώνα για να διαμορφώσει μια νέα εποχή και άντλησε τη δύναμή του από τα ιδανικά της δικής του ιταλικής και ρωμαϊκής ιστορίας, διαμορφώνοντας έναν αυθεντικό τρόπο ζωής που ξεκίνησε με τον 20ό αιώνα. Ο αιώνας έχει ξεκινήσει .
Επειδή ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι ένα οικουμενικό δόγμα που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους λαούς και τις φυλές, γι’ αυτό μας φαίνεται σκόπιμο τα νέα κινήματα σε άλλες χώρες, που έχουν προκύψει από ανθρώπινα κατανοητές αλλά διαφορετικές ιδεολογικές παρορμήσεις, να μην χρησιμοποιούν τη λέξη «εθνικοσοσιαλισμός», δηλαδή να επιλέξουν έναν προσδιορισμό που θα αντιστοιχεί στη δική τους εθνική ιστορία. Θεωρούμε επίσης ότι αυτό είναι απαραίτητο για να διασφαλίσουμε την καθαρότητα των ιδεών μας ενώπιον του κόσμου, γιατί ακόμη και με σχετικές προσπάθειες μίμησης, παρά το όνομα, ένα διαφορετικό περιεχόμενο από το δικό μας πρέπει να είναι καθοριστικό στη διάδοση. Αυτό θα μπορούσε τότε να καταλήξει σε μια ανόητη συζήτηση για τον «αληθινό εθνικοσοσιαλισμό», ένας διάλογος που θα ήταν άσκοπος γιατί δεν μπορούμε να μπούμε στη διαμάχη μιας Ιεράς Εξέτασης και, από την άλλη, δεν θα αναγνωρίσουμε ποτέ ένα ξένο θεωρητικό δικαστήριο για την κοσμοθεωρία μας. Εμείς, όμως, καθώς και η γερμανική βούληση θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να παρερμηνευθούμε μπροστά σε τέτοιες πιθανές απόπειρες χάριν πολλαπλών «ορισμών».
Τελικά ο εθνικοσοσιαλισμός με βάση τη γερμανική του δομή είναι κάτι που ταιριάζει στην ελληνική ψυχοσύνθεση;
Στο βιβλίο του «Οι Έλληνες φασίστες» ο Ιάκωβος Χονδροματίδης παραθέτει την απάντηση του στρατηγού Κονδύλη σε ερώτηση του Γερμανού δημοσιογράφου σχετικά με το αν θα μπορούσε να υπάρξει μια εθνικοσοσιαλιστική πραγματικότητα στην Ελλάδα.
«Ο Έλλην ενθουσιάζεται δια την προσωπικήν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Είναι απολύτως ατομικιστής. Ίσως και το κλίμα να συντελή εις αυτό. Οπωσδήποτε χρειαζόμεθα ακόμη πολύν χρόνον δια να προπαρασκευάσωμεν την λαϊκήν οργάνωσιν των μαζών όπως συμβαίνει εις τον Γερμανικόν και τον Ιταλικόν λαόν, και όπως προαχθούν μόνοι των οι λαοί εις την μεγάλην Εθνικήν Ευτυχίαν. Ο ιδικός μας δρόμος είναι διαφορετικός (…)» (εφημ. «Volkisher Beobachter, 7-4-1934)
O ιστορικός Ιάκωβος Χονδροματίδης εν συνεχεία μας πληροφορεί στο ίδιο βιβλίο ότι το καλοκαίρι του 1992 συνάντησε τον υφυπουργό του Γκαίμπελς στο Άαχεν της Γερμανίας, τον δρα Λέοπολντ Γκούτερερ. Τον ρώτησε λοιπόν γιατί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που δεν εμφανίστηκε ένα ισχυρό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Η απάντηση του υφυπουργού του Γκαίμπελς ήταν η εξής:
«Επειδή ο εθνικοσοσιαλισμός δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τον γερμανικό λαό και δεν ήταν είδος ή πολίτευμα, προς εξαγωγή. Άλλωστε ο τελευταίος λαός που θα μπορούσε να εφαρμοστεί η κοσμοθεωρία του εθνικοσοσιαλισμού είναι ο ελληνικός. Επειδή ως λαός, θεοποιείτε το εγώ και όχι το εμείς, ενώ οι έννοιες πειθαρχία και υπακοή στην φυσική σας ηγεσία, (Fuhrerprinzip) είναι ανύπαρκτες».
Κλείνοντας αυτή την εκτενή αναφορά στο μεγάλο ζήτημα περί Ελλήνων και εθνικοσοσιαλισμού οφείλω να θυμίσω τα λόγια του Μουσολίνι: «Ο Φασισμός είναι ιταλικός στους θεσμούς του αλλά παγκόσμιος στο πνεύμα του». Κι ο Μουσολίνι ήταν ο μόνος φασίστας ηγέτης που κάλεσε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1934 από το Μπάρι τους λαούς της Μεσογείου να συνεργαστούν μαζί του και να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Φασιστικής Ιταλίας:
«Η Μεσόγειος είναι μια θάλασσα σίγουρα του Νότου. Στις ακτές της Μεσογείου γεννήθηκαν οι μεγάλες φιλοσοφίες, οι μεγάλες θρησκείες, η μεγάλη ποίηση και μια αυτοκρατορία που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία όλων των πολιτισμένων λαών. Τριάντα αιώνες ιστορίας μας επιτρέπουν να κοιτάζουμε κυρίως με οίκτο κάποια δόγματα πέρα από τις Άλπεις, υποστηριζόμενα από τους απογόνους ανθρώπων που αγνοούσαν τη γραφή, με την οποία θα περνούσαν στις επόμενες γενιές τα γραπτά που αφορούσαν τη ζωή τους, σε μια εποχή που η Ρώμη είχε τον Καίσαρα, τον Βιργίλιο και τον Αύγουστο.
[…] Λέω σε όλους και ιδιαίτερα στους λαούς της Ανατολής, που είναι τόσο κοντά μας και τους οποίους γνωρίζουμε, με τους οποίους είχαμε επαφές για τόσους αιώνες, εγώ λέω: πιστέψτε στη θέληση της φασιστικής Ιταλίας για συνεργασία, εργαστείτε μαζί μας, ας ανταλλάξουμε αγαθά και ιδέες, ας δούμε αν είναι δυνατόν, με κοινή προσπάθεια όλων, κοντινών και μακρινών, να βγούμε απ’ αυτήν την ύφεση, που ταλανίζει το πνεύμα κι εξευτελίζει τη ζωή.»
Οι λαοί που ανήκουν στη Μεσόγειο δε μπορούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα και τη δομή λαών που ανήκουν στην Κεντρική Ευρώπη ή στην Σκανδιναβία. Μπορούν μόνο να διδαχθούν ορισμένα πράγματα και να αρκεστούν στον θαυμασμό για την πειθαρχία που διακρίνει τους λαούς αυτούς. Οποιαδήποτε μίμηση όμως περί αυτού θα οδηγήσει σε παταγώδη αποτυχία. Κι η αποτυχία δεν είναι κάτι που επιθυμούμε να συμβεί αν η Ιστορία μας χαμογελάσει και μας δώσει την ευκαιρία να αναγεννήσουμε τον Ελληνικό Λαό. Δε χρειαζόμαστε τίποτα ξένο. Ο Μεταξάς άλλωστε αυτό δίδασκε την ΕΟΝ: «Πρέπει να γυρίσουμε πίσω εις τας πηγάς εκείνας, από τας οποίας έρρευσε το νερό του Ελληνικού Πολιτισμού καθαρό και αγνό και να αναβαπτισθούμε εκεί μέσα και να ξαναγίνουμε Έλληνες και τότε να ορμήσουμε εις ένα νέον μέλλον».
Ο Ίων Δραγούμης πριν από τον Ιωάννη Μεταξά είχε ήδη δείξει τον δρόμο προς την ίδια κατεύθυνση κι αρνείτο κάθε ξένη ιδέα με απέχθεια, όχι μόνο για οτιδήποτε φράγκικο και ξένο, αλλά και για όσους προσπαθούσαν φανατικά να εισάγουν ξένες ιδέες και συνήθειες στην Ελλάδα. Έγραφε συγκεκριμένα στο ημερολόγιό του: «Είναι στενόμυαλοι και κοντόφθαλμοι όσοι Έλληνες θέλουν και καλά να μας καθίσουν φράγκικες ιδέες, συστήματα και συνήθια. Κι αυτοί τίποτα δεν κάνουν. Κι αυτοί τον καιρό τους χάνουν. Φαντάζουνται πως ο φράγκικος πολιτισμός μπορεί να μας κάμει άλλους, και θαρρούν πως ο φράγκικος πολιτισμός είναι ευγενικώτερος και καλλίτερος από τον ελληνικό, ή νομίζουν ίσως πως ελληνικός πολιτισμός δεν υπάρχει. Αν σεις έχετε καλλίτερα τις φράγκικες ιδέες και τα συνήθια, γενήτε Φράγκοι κι αφήστε μας στην ησυχία μας. Δεν είστε άξιοι για να μένετε μεταξύ μας».
Το εκπληκτικό είναι όμως ότι ο Ίων Δραγούμης πριν από τον Ρόζενμπεργκ, τον Χίτλερ, τον Γκαίμπελς και όλο το γερμανικό ναζιστικό κόμμα, είχε δώσει το σύνθημα για τους Έλληνες. Μάλιστα το έκανε απευθυνόμενος προς τους σοσιαλιστές της εποχής του μέσα από την εφημερίδα «Αθηναϊκή» με το άρθρο «Η σοσιαλιστική Πρωτομαγιά», το οποίο δημοσιεύτηκε στις 20 Απριλίου του 1920. Το εν λόγω άρθρο είχε αρνηθεί να το δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» ο Γιάννης Κορδάτος. Το κεντρικό μήνυμα του Δραγούμη ήταν ο εθνικός σοσιαλισμός: «…εις τους Έλληνας σοσιαλιστάς θα υπεδείκνυα αν ήθελον να με ακολουθήσουν: Εθνικόν σοσιαλισμόν, όχι υπό την γνωστήν έννοιαν (όχι μαρξιστική – διεθνιστική), αλλ’ υπό την έννοιαν, ότι η εφαρμογή του θα είναι ανάλογος προς το έθνος και προς την κατάστασιν της εξελίξεώς του….»
Αυτές τις σκέψεις που δημοσίευσε ο Δραγούμης τις σκεφτόταν αρκετό καιρό. Στο ημερολόγιό του εντοπίζουμε τα όσα έγραφε προβληματισμένος για την πολιτική και την κοινωνία της εποχής του. Στις 27 Αυγούστου του 1919 ήδη ο Δραγούμης σκεφτόταν τα εξής: «Τι έχω ακόμη να κάμω εδώ 1) Να τελειώσω το μυθιστόρημά που γράφω. 2) να βρω και να σημειώσω τον συμβιβασμό του εθνικισμού με το σοσιαλισμό...» Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1919, διαβάζοντας το γράμμα ενός Γάλλου σοσιαλιστή βουλευτή που παραιτήθηκε, επιμένει στις σκέψεις του για τον Εθνικό Σοσιαλισμό που ακόμα δεν τον είχε εξωτερικέψει: «Αυτό το γράμμα μου δυναμώνει τη συνείδηση της ανάγκης να συμβιβαστεί ο σοσιαλισμός με το νασιοναλισμό και να βρεθεί ο κρίκος ο συνδετικός και ο ρυθμός τους. Επίσης να ενισχυθεί ο συνεργατισμός.»
Ήταν Μάρτιος του 1919 που αφιέρωσε δυόμιση σελίδες στο τετράδιο που χρησιμοποιούσε για να καταγράφει τις σκέψεις του, τα γεγονότα της ζωής του και τα όσα τον απασχολούσαν σε προσωπικό επίπεδο. Τα όσα ακολουθούν μαρτυρούν και το πραγματικό πολιτικό ήθος και τις κοινωνικές ευαισθησίες του Δραγούμη. Ένας αριστοκράτης που εξελίχθηκε σε ταξικός αποστάτης:
Ας δούμε λοιπόν στις 19 Μαρτίου του 1919 τι έγραφε αρχικώς ο Ίων Δραγούμης:
«Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Όλες οι τάξες της κοινωνίας πρέπει να ζήσουν, όλες είναι καταναλώτριες, όχι μόνο οι εργάτες της πολιτείας ή της εξοχής. Αυτοί είναι οι περισσότεροι μα γιατί να μη ζήσουν και οι λιγότεροι;
Αλλά είμαι σοσιαλιστής κατά τούτο, ότι γυρεύω και γω μια καινούρια τάξη πραγμάτων, μια καινούρια οικονομία κοινοτική που να βοηθεί όλους, τους λιγότερους και τους περισσότερους, να ζουν καλά και να υψώνονται όσο μπορούν ηθικά. Δεν είμαι σοσιαλιστής όσο ο σοσιαλισμός ενεργεί για το ισοπέδωμα των ανθρώπων προς τα κάτω. Είμαι σοσιαλιστής όσο ενεργεί για το λυτρωμό των ανθρώπων από τα τωρινά κράτη, τους κεφαλαιοκράτες και τους λοιπούς κυρίους τους, από τους δεσπότες και τυράννους, όσο ενεργεί για την ελευθερία του κάθε ατόμου να μπορεί να ανεβεί όχι κοινωνικά μα ηθικά.
Δεν θέλω ο εργάτης να γίνει εργοδότης, ή κεφαλαιούχος ή επιχειρηματίας. Θέλω να έχει όμως υποφερτή ζωή και να γίνει καλύτερος άνθρωπος, όσο μπορεί, να ανεβεί σε ψηλότερο επίπεδο ηθικό επίπεδο, να νοιώθει την καταγωγή του την εθνική, το έθνος του, τον εαυτό του και τα άλλα έθνη και τους άλλους ανθρώπους, και να νοιώθει την αλληλεγγύη που τον συνδέει με τους ανθρώπους της δικής του κοινωνίας, με τις άλλες κοινωνίες των ανθρώπων και με τα άλλα άτομα κάθε κοινωνίας ανθρώπων. Ο άνθρωπος, όπως και τα άλλα ζώα, είναι «ζώο κοινωνικό» και δεν είναι άτομο. Όσο λαβαίνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ο άνθρωπος, τόσο νοιώθει πως δεν είναι άτομο, και υψώνεται σε μια συνείδηση της ανθρωπότητας, καταλαβαίνει την αλληλεγγύη, και ενεργεί σύμφωνά της.
Μα το πρώτο του χρέος είναι να νοιώθει βαθειά τον εαυτό του. Έτσι θα νοιώσει και όλα τα άλλα, όλα τα ανθρώπινα, και έτσι θα γίνει πιο άνθρωπος γιατί θα αισθάνεται και θα ενεργεί στεκόμενος σε ανώτερο επίπεδο.
Θα πεις: και ο κάθε άνθρωπος, και κείνος λοιπόν που δεν έχει βαθειά συνείδηση του εαυτού του, δεν κάνει τάχα το ίδιο; δε σκέπτεται τον εαυτό του και δεν αναγκάζεται σε μιαν αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους και να ενεργεί σύμφωνα; Τι περισσότερο ζητάς εσύ ο ιδεολόγος; Ζητώ τη συνείδηση. Αυτό μου φαίνεται πως υψώνει τον άνθρωπο, και τον διακρίνει περισσότερο ακόμη από τα άλλα ζώα. Αλλά φτάνει η συνείδηση, για να υψωθεί ηθικά ένας άνθρωπος, ένας λαός, μια κοινωνία, η ανθρωπότητα; Είναι τάχα αυτή η ίδια η συνείδηση και ύψωση ηθική; Είναι το ίδιο πράμα; Όχι, αλλά η βαθειά συνείδηση δείχνει στον άνθρωπο πως δεν είναι άτομο παρά έχει μιαν αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, κοντινούς του και μακρινούς, ζωντανούς και πεθαμένους, μελλόμενους ακόμη, και αυτή η εικόνα της αλληλεγγύης τον κάνει να νοιώθει τους δεσμούς του και παραδέχεται τις αναποδιές του, τις δυσκολίες του και τα δεσμά του ακόμη, τη μικρότητά του με κάποια φωτεινή γαλήνη, πλαταίνει τον εγωισμό του, τον κάνει επιεικέστερο για τους άλλους και σκληρότερο για τον εαυτό του, τον υψόνει από στενό συμφεροντολόγο σε ασυμφεροντολόγητο άνθρωπο, αγαθότερο για τους άλλους, σημαντικότερο. Και έχοντας πάντα μπροστά του σαν όραμα την εικόνα της αλληλεγγύης, ζώντας μέσα στο φώς της, και ενεργεί πια σύμφωνά της, αναγνωρίζει τα δικαιώματα των άλλων, στεριόνει τον αυτοπεριορισμό και την αυτοκυριαρχία του.
Αυτή η εικόνα της αλληλεγγύης, αποτέλεσμα της συνείδησης, έχει απάνω του αγαθοποιά δύναμη προς τους άλλους και ηθοπλαστική δύναμη για τον εαυτό του, του οργανόνει μια ηθική ανθρώπινη χωρίς ανάγκη επιβολής θρησκευτικής. Αυτή η ίδια αλληλεγγύη καταντά για τους απλοϊκότερους θρησκεία.
Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατειά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών.
Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδηση τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια.
Από τη στενή αλληλεγγύη, την ασυνείδητη, τη λεγόμενη αλληλοβοήθεια, φτάνω στην έννοια της αληθινής της πλατειάς αλληλεγγύης, της ανθρώπινης, και ζω και ενεργώ σύμφωνά της. Άμα φτάνω στην κατανόηση αυτής της ανθρώπινης αλληλεγγύης, άμα ιδώ καθαρά την εικόνα της, αυτή πια με σπρώχνει, και άθελά μου, στις καλές στις φωτεινές πράξεις, με βάζει σε μια πειθαρχία ζωής σύμφωνης με τον εαυτό της, με οργανώνει για μια ζωή σε υψηλό ηθικό επίπεδο.»
Μετά από όλα αυτά, για Γερμανούς και νεοναζί θα μιλάμε τώρα;