Και συ, λοιπόν, νεαρέ, αν θέλεις να είσαι ωραίος, αυτό να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις, δηλαδή την ξεχωριστή ποιότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. – Και ποια είναι αυτή; – Πρόσεξε ποιους επαινείς ο ίδιος, όταν δίχως πάθος επαινείς κάποιους· ποιους, τους δίκαιους ή τους άδικους; – Τους δίκαιους. – Τους συνετούς ή τους ακόλαστους; – Τους συνετούς. – Τους εγκρατείς ή τους ακρατείς; – Τους εγκρατείς. – Επομένως, αν κάνεις τον εαυτό σου τέτοιο, να ξέρεις ότι θα τον κάνεις ωραίο· όσο, όμως, τα παραμελείς αυτά, να ξέρεις ότι αναγκαστικά είσαι άσχημος, ακόμα κι αν κάνεις τα πάντα για να φαίνεσαι ωραίος.
[…] Μάθε πρώτα ποιος είσαι κι έτσι να στολίσεις τον εαυτό σου. Είσαι άνθρωπος· κι αυτό είναι ένα θνητό ζώο, που μπορεί να χρησιμοποιεί τις εντυπώσεις του λογικά. Και τι σημαίνει λογικά; Σύμφωνα με τη φύση και τέλεια. Τι ξεχωριστό έχεις, λοιπόν; Το ζωώδες; Όχι. Το θνητό; Όχι. Την ικανότητα να χρησιμοποιείς εντυπώσεις; Όχι. Το ξεχωριστό που έχεις είναι η λογική· αυτό να στολίζεις και να καλλωπίζεις· και τα μαλλιά άφησέ τα σ’ αυτόν που τα έπλασε όπως θέλησε ο ίδιος.
Εμπρός, ποιους άλλους χαρακτηρισμούς έχεις; Είσαι άνδρας ή γυναίκα; – Άνδρας. – Επομένως, άνδρα να καλλωπίζεις, όχι γυναίκα. Εκείνη, από τη φύση της, είναι απαλή και τρυφερή· κι αν έχει πολλές τρίχες, είναι τέρας και την επιδεικνύουν στη Ρώμη ανάμεσα στα τέρατα. Το ίδιο σημαίνει και για τον άντρα να μην έχει τρίχες· κι αν μεν από τη φύση του δεν έχει, είναι τέρας· αν, όμως, ο ίδιος τις κόβει και τις ξεριζώνει μόνος του, τι να τον κάνουμε; Πού να τον δείξουμε και πώς να τον παρουσιάσουμε στο κοινό; «Θα σας δείξω έναν άνδρα, που προτιμάει να είναι γυναίκα παρά άνδρας». Τι φριχτό θέαμα· όλοι θα απορήσουν με την αναγγελία· μα το Δία, νομίζω ότι οι ίδιοι που αποτριχώνονται, το κάνουν χωρίς να καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που κάνουν. Άνθρωπε, τι έχεις να προσάψεις στη φύση σου; Ότι σε γέννησε άνδρα; Και λοιπόν; Έπρεπε να γεννήσει όλους τους ανθρώπους γυναίκες; Και ποιο όφελος θα είχες από το στόλισμα; Για ποιον θα στολιζόσουν, αν όλοι ήταν γυναίκες; Μήπως δε σου αρέσει το ασήμαντο σώμα σου; Άλλαξέ το ολόκληρο. Ξερίζωσε – πώς να το πω; – την αιτία της τριχοφυΐας σου· γίνε σε όλα γυναίκα, για να μην ξεγελιόμαστε, και μην είσαι μισός άνδρας και μισή γυναίκα. Σε ποιον θέλεις να αρέσεις; Στις γυναικούλες; Να τους αρέσεις ως άνδρας. «Ναι· αλλά τους αρέσουν αυτοί που έχουν λείο δέρμα». Δεν πας να κρεμαστείς; Κι αν τους άρεσαν οι κίναιδοι, θα γινόσουν κίναιδος; Αυτό είναι το καθήκον σου, γι’ αυτό γεννήθηκες, για να αρέσεις, δηλαδή, στις ακόλαστες γυναίκες; Κι ενώ είσαι τέτοιος, να σε κάνουμε πολίτη της Κορίνθου, κι αν το φέρει η τύχη, να σε κάνουμε αστυνόμο ή επόπτη των εφήβων ή στρατηγό ή διευθυντή των αγώνων; Λέγε· κι όταν παντρευτείς θα αποτριχώνεσαι; Για ποιον και για ποιο σκοπό; Κι όταν κάνεις παιδιά, θα μας τα φέρεις κι εκείνα στο σώμα των πολιτών αποτριχωμένα; Ωραίος πολίτης και βουλευτής και ρήτορας! Τέτοιους νέους πρέπει να ευχόμαστε να γεννάμε και ν’ ανατρέφουμε;
Όχι, για όνομα των θεών, νεαρέ· αλλά, αφού μια φορά άκουσες αυτά τα λόγια, φύγε και πες στον εαυτό σου· «δεν μου τα είπε αυτά ο Επίκτητος· γιατί, από πού του ήρθαν; Αλλά κάποιος καλός θεός τα είπε μέσα από εκείνον. Γιατί δεν θα ερχόταν στον Επίκτητο να τα πει αυτά, αυτός που δε συνηθίζει να μιλάει σε κανέναν. Εμπρός, λοιπόν, ας υπακούσουμε το θεό, για να μην προκαλούμε την οργή του.» Όχι· όμως, αν ένας κόρακας κραυγάζοντας σου δίνει ένα σημάδι, δεν είναι ο κόρακας που σου δίνει το σημάδι, αλλά ο θεός μέσα απ’ αυτόν κι αν σου δίνει ένα σημάδι μέσα από μια ανθρώπινη φωνή, θα προσποιηθείς ότι σου τα λέει αυτά ο άνθρωπος, για να αγνοείς τη δύναμη της θεότητας, ότι δηλαδή στους μεν δίνει σημάδια μ’ αυτόν τον τρόπο, στους δε μ’ εκείνον, και ότι για τα πιο σημαντικά και σπουδαία δίνει σημάδια με τον πιο ωραίο της αγγελιαφόρο; Τι άλλο σημαίνει αυτό που λέει ο ποιητής;
Γιατί εμείς τον προειδοποιήσαμε
στέλνοντας τον Ερμή τον αγγελιαφόρο,
το φονιά του Άργου,
ούτε αυτόν να σκοτώσει ούτε της γυναίκας του
την αγάπη να ζητήσει.
Ο Ερμής θα κατέβαινε να τα πει αυτά στον Αίγισθο· και σε σένα τώρα οι θεοί λένε τέτοια:
στέλνοντας τον Ερμή τον αγγελιαφόρο,
το φονιά του Άργου
να μην αναποδογυρίζεις αυτά που είναι καλώς καμωμένα, ούτε να κοπιάζεις μάταια, αλλά να αφήνεις τον άνδρα άνδρα, τη γυναίκα γυναίκα, τον ωραίο ωραίο ως άνθρωπο, τον άσχημο άσχημο ως άνθρωπο. Γιατί δεν είσαι κρέας ούτε τρίχες, αλλά βούληση· αν αυτήν έχεις όμορφη, τότε θα είσαι όμορφος. Τώρα, όμως, ακόμη δεν τολμώ να σου πω ότι είσαι άσχημος· γιατί μου φαίνεται ότι θέλεις ν’ ακούσεις οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Αλλά κοίτα τι λέει ο Σωκράτης στον πιο ωραίο και ακμαίο απ’ όλους, τον Αλκιβιάδη· «προσπάθησε, λοιπόν, να είσαι ωραίος». Τι του λέει; «Χτένισε τα μαλλιά σου και αποτρίχωσε τα πόδια σου»; Ποτέ· αλλά «στόλισε τη βούλησή σου, ξερίζωσε τις ευτελείς κρίσεις». Πώς, λοιπόν, να φέρεσαι στο ασήμαντο σώμα σου; Όπως είναι η φύση του. Άλλος φροντίζει γι’ αυτά· άστο σε κείνον. – Τι λοιπόν; Πρέπει να είναι ακάθαρτο; – Ποτέ· αλλά τον άνθρωπο που είσαι, κι όπως είσαι από τη φύση σου, αυτόν να κρατάς καθαρό· ο άνδρας να είναι καθαρός ως άνδρας, η γυναίκα ως γυναίκα, το παιδί ως παιδί. Όχι· αλλά ας μαδήσουμε του λιονταριού τη χαίτη, για να μην είναι ακάθαρτο, και το λοφίο του κόκορα· γιατί πρέπει κι αυτός να είναι καθαρός. Αλλά πρέπει να τον καθαρίζουμε ως κόκορα και το λιοντάρι ως λιοντάρι και το κυνηγόσκυλο ως κυνηγόσκυλο.
Επίκτητος, Διατριβή Γ’, εκδόσεις Ζήτρος