Από το κείμενο «Πρώτα-πρώτα η ποίηση»
Όντας στον ελάχιστο βαθμό ποιητικός, αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ποίηση, με τον ίδιο τρόπο που, οντάς στον ελάχιστο βαθμό «πατριώτης», αγάπησα στον μέγιστο βαθμό την Ελλάδα. Οπωσδήποτε, δεν είναι από αδεξιότητα που γίνομαι άλλος όταν πιάνω την πένα. Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες. Αντίθετα με όσους πασχίζουν στο μάκρος μιας ολόκληρης ζωής να «φτιάξουν» το φιλολογικό τους ομοίωμα, εννοώ να το καταστρέφω σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή, αποβλέποντας στο πρωτότυπο και μόνο, που, από τη φύση του, είναι για να πλάθεται ολοένα, έτοιμος να το ξαναρχίζω για λογαριασμό ακριβώς της ενότητας ζωής και τέχνης που, νομίζω, βρίσκεται πολύ πριν ή πολύ μετά από τα καμώματα των σαλονιών και των καφενείων. Αν αυτό το λένε αυστηρότητα, τότε είμαι αυστηρός και το συνιστώ στους άλλους, τουλάχιστον σ’ εκείνους που αγαπώ.
Δεν ξέρω, άλλα όταν οι ιδέες βράζουν «από κοινού» σ’ ένα καζάνι, φουντώνουν τόσο οι ατμοί που δε βλέπεις στο τέλος τίποτε. Και συχνά μου έτυχε να παρατηρήσω πόσο διαφορετικές διαστάσεις έπαιρναν τα πράγματα που άφηνα να περάσουν μέσα μου, όταν τα ξανάβρισκα στην άκρη της πένας μου. Εκεί, στην άκρη της πένας, είναι που τα ψάρια σπαρταρούν σαν τις αλήθειες – συγγνώμην, θέλω να πω, οι αλήθειες σαν τα ψάρια. Κι ευτυχώς· γιατί δε θα ‘θελα για τίποτα στον κόσμο μιαν αλήθεια κατεψυγμένη. Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα, π.χ., είναι η ιστορία της, όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες· μια άλλη, «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως μας την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία, και που τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης άπλα και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
Η Ελλάδα, έχω καταλήξει από καιρό σ’ αυτό το συμπέρασμα, είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση – θ’ άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο -, που η ανάλυση της, η εύρεση των αντιστοιχιών της, σ’ όλους τους τομείς, αναπαράγει αυτόματα και σε κάθε στιγμή την ιστορία της, τη φύση της, τη φυσιογνωμία της.
Από μικρό παιδί διάβασα, όσο μπορεί να διαβάσει «ένα παιδί φανατικό για γράμματα», τα χρονικά της χώρας αυτής (έτσι, ψυχρά, σα να μην ήτανε δική μου) και τριγύρισα τα μέρη της, και στις περιπέτειες της, όσες συμπέσανε με τα χρόνια μου, αργότερα, έλαβα μέρος. Όμως μου έλαχε πραγματικά να τη γνωρίσω, και να την αγαπήσω, μόνον γράφοντας· γράφοντας τα ατελή αυτά ποιήματα που έγραψα – και το κυριότερο: άσχετα εντελώς από το περιεχόμενο τους. Ήταν η αγωγή η ποιητική που είχε σημασία. Ένα αναπάντεχο Σχολείο αντίστροφης, για τ’ άλλα Σχολεία, πατριδογνωσίας. Και από τη στιγμή εκείνη ένιωσα να είμαι Έλληνας, όπως ένας άλλος φτάνει να αισθάνεται ότι είναι τοξικομανής ή ομοφυλόφιλος· οργανικά, ψυχολογικά, αισθησιακά, ακατανίκητα!
[…] Δεν πήγε ποτέ ο νους μου να σκεφτώ πως μπορεί να είμαι ένας εθνικιστής, μια που δεν πιστεύω ότι οι εθνικιστές είναι οι μόνοι που αγαπούν – που κατάντησε να τους συμφέρει ν’ αγαπούν* – την Ελλάδα. Όπως δεν πίστεψα ποτέ ότι η άκρα Αριστερά είναι η μόνη που έχει τίτλους να επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη. Πόσο άκριτος θα πρέπει να ‘μαι τότε – αφού ανήθικος δεν είμαι, το υποστηρίζω -, για να πιστεύω ότι ανάμεσα στις δύο αυτές αντιθέσεις βρίσκω έναν τρόπο δικό μου να σταθώ έχοντας ήσυχη τη συνείδηση μου.
*Σημείωση του Εθνικού Κράτους: Εδώ ο Ελύτης διακρίνει πολύ εύστοχα ότι πολλοί δεν είναι εθνικιστές επειδή αγαπούν την Ελλάδα αλλά επειδή τους συμφέρει. Αυτό μπορούμε να το διακρίνουμε κυρίως σε αυτούς που δηλώνουν εθνικιστές αλλά δεν επιθυμούν μια αλλαγή του πολιτεύματος, κατάργηση του κοινοβουλευτισμού δηλαδή. Πολλοί μάλιστα κρατούν τη σημαία του αντικομμουνισμού γερά, αλλά αυτό δεν τους κάνει εθνικιστές. Απλά σηκώνουν τη σημαία του αντικομμουνισμού – δηλώνοντας εθνικιστές όμως – διότι φοβούνται ότι οι μαρξιστές θα τους πάρουν αυτά που έχουν. Την ατομική ιδιοκτησία δηλαδή. Αν όμως κάποιος τους εξασφαλίσει και διατηρήσουν όσα έχουν χωρίς κανένα κίνδυνο πλέον τότε ξεχνούν τον εθνικισμό διότι δεν τους είναι πλέον χρήσιμος.
Από το κείμενο «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοὶ κάποιο, ἁπλῶς, σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω – καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἄγωνά της μὲ τὴ γνώση – ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὰ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε του Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μίαν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρά, ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σε μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νὰ ᾿χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό σε ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ, φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.