«Στην Αθήνα, μετά την επιστροφή μου, και από τη σκοπιά που τώρα μ’ ενδιέφερε, είχα ένα πεδίο ν’ ανακαλύψω: τη νεοελληνική πραγματικότητα. Πού; Πώς; Ποια ήταν αυτή; Δεν υπήρχε τίποτε διαμορφωμένο γύρω μου. Υπήρχανε μόνον γεγονότα ιστορικά, πρόσφατα, με ακαθόριστο ακόμη το μέγεθος της σημασίας τους. Η μικρασιατική καταστροφή, οι δικτατορίες, τα κατάλοιπα του εμφυλίου διχασμού, η φημολογούμενη παλινόρθωση.
Τα βιβλία του Ίωνος Δραγούμη, του Περικλής Γιαννόπουλου, που μερικοί – οι πιο προχωρημένοι – εθνικιστές συνάδελφοι μού είχανε υποδείξει, μοιάζανε περισσότερο με κοντινούς λόγους πού μια ξαφνική πλημμύρα τούς είχε μεταβάλει σε απομακρυσμένα και ακατοίκητα νησιά. Ήτανε σχήματα που δε χωρούσανε στη σημερινή ζωή μας. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευα τότε. Ήταν πολύ νωρίς για να μπορέσω να ξεχωρίσω, πίσω από το συγκεκριμένο πολιτικό σχήμα στον πρώτο, πίσω από την υπερβολή στον δεύτερο, το αιώνιο και υγιές μέρος πού έκλειναν οι απόψεις τους, και πού μια εργασία “εκσυγχρονισμού”, καμωμένη από έναν ευφυή και τολμηρό των δικών μας χρόνων ομοϊδεάτη, θα μπορούσε να το είχε φωτίσει διαφορετικά και να το αποκαταστήσει στη γονιμοποιό του δύναμη. Βέβαια, ερχόντανε και τότε στιγμές που το μήνυμά τους το βαθύτερο με άγγιζε, και τότε το έβρισκα ωραίο· αλλά σα μια μακρινή μνήμη, σα μια νοσταλγία χαμένη πίσω από τα καινούρια λόγια και τις υποσχέσεις της γενεάς που ολοένα, με βήμα σταθερό, ανέβαινε.
Εκεί, στη σελίδα που θα γύριζε, είχα το νου μου και το καινούριο κεφάλαιο μ’ ενδιέφερε περισσότερο, έστω και χωρίς να έχω μελετήσει όσο θα έπρεπε το προηγούμενο. Τα βιβλία ξεφυτρώνουν κάθε μέρα σαν τα μανιτάρια. Με τους συμφοιτητές μου φέρναμε βόλτες στο Ζάππειο και κατά τα κέφια μας καταβαραθρώναμε ή θεοποιούσαμε τα νεοφανέρωτα ονόματα.»
Από το βιβλίο «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ»
Παράγραφος Γ’,
κεφάλαιο: «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ»