«Μια χάρη μόνο θα σου γυρέψω. Πρόσεχε, παιδί μου, τη θρησκεία να μην την αγγίξης. Θρησκεία σε μας πατριωτισμό σημαίνει και τον πατριωτισμό τον έχουμε ανάγκη για την ώρα.» Γιάννης Ψυχάρης, Το ταξίδι μου
«Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του, ὅπως ἔγινε καὶ γίνεται ἀναγκαστικῶς εἰς ὅλα τὰ Κράτη ποὺ θέλουν νὰ προοδεύσουν, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ κατὰ τοῦ Παπᾶ. Ὁ Ἕλλην Παπᾶς δὲν ἔχει, Δόξα τῷ Θεῷ, καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Φραγκόπαπα. Ὁ Ἑλληνόπαπας, ἀπαραλλακτότατος καὶ κοινωνικότατος πολίτης εἶνε ὑπάλληλος τοῦ Κράτους, σὰν κάθε ἄλλον ὑπάλληλον. Καὶ εἶνε τόσο λίγο φλάρης ἢ Ἀγγλογερμανομουρλόπαπας, ὥστε ἂν ἕνας ταγματάρχης κι᾿ ἕνας Παπᾶς ἀνταλλάξουν τὰ ροῦχά των, ἀδύνατον νὰ διακριθῇ, ποιὸς ὁ Παπᾶς καὶ ποιὸς ὁ Στρατιώτης. […] Κανεὶς δὲν ἔχει οὔτε πρέπει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἑλλ. Ἐκκλησίαν, περιοριζομένην ἀκριβῶς εἰς τὴν δουλειά της, οὔτε νὰ τὴν ἀνησυχήσῃ. […] Καὶ εἶνε γελοιοδέστερον τοῦ γελοίου νὰ γίνεται λόγος περὶ Ρωμαϊκότητος ἠμῶν ὅσον καὶ περὶ Χριστιανικότητος, ἀφοῦ μόνον Ἐλληνοποίησις καὶ τῶν δύο Ξενισμῶν ἔγινε.» Περικλής Γιαννόπουλος, Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν
«Μην ανακατώνης Εκκλησία και θρησκεία. Η πρώτη κοινωνική πολιτική δύναμη. Η δεύτερη, ορμή ψυχοφυσιολογική. Η πρώτη κρατιέται από το δόγμα με την παράδοση, με θεσμούς και με τύπους που κάποτε, αργά ή γλήγορα, θα περάσουν. Η δεύτερη κρέμεται από κάποια ψυχόρμητα που είτε από μιας αρχής είτανε από φυσικό του ανθρώπου, είτε από πανάρχαιο καιρό κατάβαθα, σα φυσικά του ξετυλίχτικαν, το ίδιο κάνει. Η πρώτη κυβερνά, τυραννά. Η δεύτερη συνταράζει και συγκινεί. Η Εκκλησία, εξουσία. Η θρησκεία, ποίηση. Μα μην ξεχνάς πως χωρίς βοήθεια και τον αγώνα της Εκκλησίας καμιά θρησκεία δεν θα είχε ιστορική πραγματικότητα. Θυμούμαι το ποίημα του Λεκόντ Ντελίλ στα «Τελευταία τραγούδια του». Το φάντασμα του Χριστού παρουσιάζεται σ’ έναν ξακουστό Πάπα που με το σπαθί και με τη φωτιά, γύρευε να σώση τις ψυχές από το Σατανά και να στερεώση τη βασιλεία του Θεού. Ο γλυκύτατος Ιησούς καρφώνει τα μάτια του στα μάτια του τουρκοεμάδικου Ποντίφηκα με παράπονο και με συντριβή· ματιά που σφάζει, σα να ήθελε να του πη: «Μα τι μου κάνεις;» Μα ο Πάπας δεν τα χάνει· εύγλωττα του δίνει να καταλάβη· του έψαλε τον αναβαλλόμενο. «Τι γυρεύεις πάλι εδώ κάτω; Δεν είναι πια δική σου δουλειά. Ξέρουμ’ εμείς τι κάνουμε. Αν είσαι Κύριος ο Θεός, το χρωστάς σ’ εμάς. Έτσι στερεώνεται ο θρόνος σου. Αλλιώτικα, δεν θα υπάρχης. Τράβα». Κι ο Χριστός δεν έχει τι να αποκριθή! άφαντος από εκεί που ήρθε. Το ίδιο το θέμα ξετυλίγεται πλατύτερα, νευρικώτερα, υποβλητικώτερα σε πέντε δέκα σελίδες του Δοστογέφσκη, στο αριστούργημα του «Τα αδέρφια Καραμαζώφ». Ο Χριστός και ο Μέγας Ιεροξεταστής. Μέσα στην Ισπανία. Ο πρώτος ξανάρχεται στη γη, θαυματουργεί, το είδωλο γίνεται του πλήθους. Ο δεύτερος παρουσιάζεται και φυλακώνει τον πρώτο. Μέσα στην φυλακή του μιλεί με λόγια στρογγυλά, σκληρά, τελειωτικά. Δεν έπρεπε να ξαναγυρίση στον κόσμο. Η ρητορική του Ιεροξεταστή ακατάβλητη. Θα μπορούσε να τον ξαναθανατώσει το Σωτήρα, κανείς δεν θα τολμούσε να μιλήση. Περιορίζεται, συγκαταβατικά, να τον εξορίση. Τράβα δρόμο. Το επεισόδιο ξετυλίγεται μ’ επική μεγαλοπρέπεια στο έργο του Δοστογέφσκη. Βεβαιότατα. Ο κοσμάκης συνηθίζει να λέη στοχαστικά: «Αν ο Χριστός ξαναρχότανε, θα τον ξανασταύρωναν…» Θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει: ο Πάπας και ο παπάς. Και ειλικρινέστατα και με βαθιά τη συνείδηση πως δουλεύουν για την πίστη και για τη θρησκεία. Έτσι τράβηξε μπροστά ο Καθολικισμός. Μα σ’εμάς εδώ; Αλλάζουν κάπως τ’ αντικείμενα. Μα ο ιστορικός νόμος δείχνεται σε πολλά ο ίδιος.» Κωστής Παλαμάς, Σημειώματα στο περιθώριο
«Εἶχε τὰ μάτια γαλανὰ καὶ πρόσωπο σὰν κρίνο.
– Πές μας τοῦ εἶπ’ ὁ δάσκαλος – κ’ ἐσὺ γιὰ τὴ γλυκειά μας
Πατρίδα τὴν ἰδέα σου;…» Ἐστράφηκεν ἐκεῖνο
καὶ ἀπεκρίθη μ’ ἀργυρῆ φωνή· – «Ἡ Ἐκκλησιά μας!»
Αχιλλέας Παράσχος, Η πατρίς
«Υποστηρίζω την ορθόδοξη θρησκεία, επειδή είναι ελληνική. Και την υποστηρίζω πως ; Πηγαίνοντας στην εκκλησία, κάνοντας τον σταυρό μου, βοηθώντας τους δεσποτάδες στα χρέη τους, φιλώντας εικόνες και των παπάδων τα χέρια, δίνοντας τη δεκάρα μου στους δίσκους. Υποστηρίζω το σύστημα της εκκλησίας. Στον υπόδουλο Ελληνισμό η εκκλησία είναι ένα κέντρο και δεν ξεχωρίζει από το σχολείο. Πνευματική ζωή σε πολλά μέρη για πολύν καιρό, ελληνική, δεν υπήρχε άλλη από τις λειτουργίες στην εκκλησία και από το μάζωμα του κόσμου εκεί. Ήταν το μόνο αληθινό ανθρωπομάζωμα, η μόνη εθνική διαδήλωση. Και ακόμη είναι, σε πολλά μέρη. Εδώ στο Δεδέαγατς, που ήλθαν απ’ όλα τα μέρη του Ελληνισμού άνθρωποι για να εγκατασταθούν και να προκόψουν, εδώ που είναι κάθε καρυδιάς καρύδι, τι ενώνει τους Έλληνες, τι απαλαίνει τις διαφορές τους, αν όχι η εκκλησία; Και οι γυναίκες, που τραβούν τους άντρες τους στην πατροπαράδοτη εκκλησία, οι Ελληνίδες, που μαζεύονται πάντα στην εκκλησία, κάνουν μεγάλη εθνική δουλειά και τις ευγνωμονώ, ενώνουν περισσότερο τους Έλληνες της Κεφαλληνίας, της Χίου, της Θράκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του Μωριά και της Πόλης και της Σμύρνης και του λένε, χωρίς λόγια, πως πρέπει να συνεργάζωνται όλοι μαζί για να διατηρήσουν την εκκλησία, των γυναικών την εκκλησία, γιατί αυτών είναι». Ίων Δραγούμης, Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες
«Υποστηρίζω την θρησκεία μας, επειδή είναι αχώριστη από την ιστορία μας, είναι η συνέχεια της ιστορίας του γένους. Και υποστηρίζω την θρησκεία μας, και επειδή, αν δεν την είχαν αυτήν, θα είχαν άλλη και όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο πράγμα. Αν έπαιρνα από μερικούς Έλληνες την θρησκεία τους, θα γίνονταν ή άθεοι ή μασόνοι ή δήθεν φιλόσοφοι ή θα έπαιρναν άλλες ανόητες πόζες και ιδέες τωρινές, που τις σιχαίνομαι. Καλλίτερα έχω να μένω προσκυνώντας ένα είδωλο παλιό, παρά ένα καινούριο. Όταν κάνω τον σταυρό μου, δεν συλλογίζομαι τον εσταυρωμένον ούτε την θρησκεία του. Μπορεί να μη συλλογίζομαι τίποτε ή να συλλογίζομαι παλιά, πολύ παλιά και νεώτερα πράγματα, εικόνες από την ιστορία μου. Και την θρησκεία μας την υποστηρίζω πηγαίνοντας στην εκκλησία, κάνοντας τον σταυρό μου, ανάβοντας ένα κερί, δίνοντας την πεντάρα μου στον δίσκο, στεκόμενος μια δυο ώρες όρθιος. Ίσως έχει και το καλό η θρησκεία μας, πως την έχομε συνηθισμένη, που δεν είναι ανάγκη να τη συλλογιζόμαστε. Τίποτε δε μας ξαφνίζει μέσα της». Ίων Δραγούμης, Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες
«Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για-να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ᾿ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε-ενού και τ᾿ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια-να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ᾿σ αυτήν την πατρίδα και μ᾿ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. […] Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα το-αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. […] Γλυκώτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία.» Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη
«Το άλλο πράγμα, που έχω να σας συστήσω, είναι ότι πρέπει να τους αναπτύξετε το θρησκευτικό αίσθημα. Δεν σας ζητώ να τα κάνετε θεολόγους, ούτε με ενδιαφέρει να μάθουν τας λεπτομερείας της εκκλησιαστικής ιστορίας. Εκείνο όμως που θέλω είναι να πιστεύουν εις την ανωτέραν δύναμιν του Θεού και να υποτάσσωνται εις αυτήν. Θέλω να ζήσουν σαν Έλληνες Χριστιανοί» Ιωάννης Μεταξάς προς Δασκάλους και Κηδεμόνες
«Η σημαία δεν είναι ένα κομμάτι πανί κρεμασμένο εις ένα κοντάρι. Είναι το σύμβολο της πατρίδος μας. Είναι η ιδία η πατρίς μας. Όπως όταν εις την εκκλησίαν μεταλαβαίνετε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού διά του άρτου και του οίνου, έτσι και με το πανί αυτό κρατείτε εις τα χέρια σας την πατρίδα ολόκληρη, την Ελλάδα ολόκληρη» Ιωάννης Μεταξάς προς την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Από την εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», έτος 1935
Διαβάστε επίσης:
Σίτσα Καραϊσκάκη:
Ο πόλεμος εναντίον θρησκείας και εκκλησίας