
Ἡ μεγάλη ἰδέα εἶναι μία θύμηση ποὺ ἀπόμεινε, χώθηκε βαθειὰ καὶ φώλιασε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Ρωμιοῦ, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Τοῦρκοι, στὰ 1453 πήρανε τὴν Πόλη. Εἶναι ἡ θύμηση πὼς ὁ Ρωμιός, μὲ τὴν Πόλη πρωτεύουσα, ὤριζε τὴν Ἀνατολὴ στὰ περασμένα χρόνια, τὸ Ἀνατολικὸ δηλαδὴ κράτος μὲ τοὺς πολλοὺς λαούς, ποὺ τὸ κληρονόμησε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ρωμαίους. Καὶ τὴν κληρονόμησε τότε φυσικὰ ὁ Ρωμιὸς τὴν Ἀνατολή, ὡς κράτος ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, ἀφοῦ τὴν εἶχε πρῶτα καταχτήσει ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξαντρο, ἀλλὰ πρὸ πάντων μὲ τὸν πολιτισμό του, ποὺ στὸν ἀρχαῖο καιρὸ ἦταν ὁ πρῶτος πολιτισμός, καὶ ποὺ τύλιξε ἀκόμα καὶ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία στὰ δίχτυά του, τὴν ἔβαλε κι αὐτὴν μέσα στὸ σακκί, καὶ τὴν ἔκανε ὄργανο ἠθικῆς ἐπιβολῆς. Ὁ Ἑλληνισμὸς λοιπόν, ἁπλωμένος ἴσον ἀνώτερος πολιτισμός, σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ἔγινε Χριστιανισμός, καὶ κράτησε τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὴ θρησκεία στὰ χέρια του. Ὁ ἴδιος Ἑλληνισμός, ὁ πιὸ ξύπνος καὶ πιὸ ἄξιος λαὸς τῆς Ἀνατολῆς, μπῆκε στὸ νόημα τοῦ τί θὰ πεῖ μηχανισμὸς τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἀνατολικοῦ κράτους, τὸν κατάλαβε καλά, καὶ τὸν πῆρε κι αὐτὸν στὰ χέρια του.
Μά, ἀφοῦ ἔζησε πάμπολα χρόνια, ἄρχισε καὶ ξέπεφτε τὸ Ἀνατολικὸ κράτος (ὅπως κάθε πολιτικὸς ὀργανισμός), καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸ ἅρπαξαν. Τετρακόσια χρόνιοι ἔμειναν ἔπειτα οἱ Ἕλληνες σχεδὸν ἀπολιθωμένοι καὶ μαζί τους πέτρωσε καὶ τὸ μίσος γιὰ τὸν ἀντίχριστο τὸν Τοῦρκο, καὶ ἡ θύμηση, ἡ γλυκόπικρη, πὼς ἄλλοτε ὤριζαν αὐτοὶ τὴν Ἀνατολή, ποὺ τὴν ἔφτειασαν αὐτοὶ μὲ τὸν πολιτισμό τους καὶ κληρονόμησαν αὐτοὶ τὴν πολιτικὴ τῆς κυριαρχία ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Καὶ σιγὰ σιγὰ ἡ θύμηση αὐτὴ ξυπνοῦσε μέσα τους καὶ γινόταν γλυκύτατη ἐλπίδα καὶ φαντασία ζωηρή. Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα κ’ ἡ φαντασία τοὺς σήκωσε στὸ πόδι στὰ 1821. Νὰ ὁρμήσουν κατεπάνω στὸν Τοῦρκο καὶ νὰ τοῦ ξαναπάρουν τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ νὰ τὸν διώξουν τὸν ἄπιστο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὁλότελα. Καθὼς βλέπετε, εἶχε, καὶ κάτι τί χριστιανικὸ καὶ σταυροφορικὸ ἡ ὁρμὴ αὐτή. Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν καὶ σὰν Χριστιανοὶ καὶ σὰν ἔθνος, ποὺ γυρεύει νὰ κάνει κράτος δικό του, ἀνεξάρτητο.
Ίων Δραγούμης, Στρατός και άλλα